Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου

Αν κρίνω από τον εαυτό μου, οι απλοί φίλοι της λογοτεχνίας, ειδική κατηγορία, που δεν ανοίγει εύκολα τα φτερά της για χωράφια με άλλα βιβλία, γνώρισαν τον Νικόλα Σεβαστάκη πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Τότε κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις» η συλλογή διηγημάτων «Γυναίκα με ποδήλατο». Ξαφνικά, ένας 50χρονος ακαδημαϊκός δάσκαλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, ένας πολιτικός αρθρογράφος με δοκίμια και ποίηση στο ενεργητικό του, ξέφυγε από τον κλειστό κύκλο των διανοουμένων και έγινε αγαπημένη παρέα ενός πιο πλατιού κοινού.

Τα διηγήματά του ήταν μια αποκάλυψη, το είπε και η κριτική. Γιατί άργησε, όμως, τόσο να γράψει, αυτός, μάλιστα, που είχε πατέρα τον περίφημο Αλέξη Σεβαστάκη, που εκτός από αγωνιστής της Αριστεράς, βουλευτής της ΕΔΑ και του Συνασπισμού, είχε ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και το θέατρο;

Το ίδιο άργησε και αυτή η συνέντευξη. Ευτυχώς η αφορμή βρέθηκε, ήδη κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του «Αντρας που πέφτει», πάλι από τις εκδόσεις «Πόλις». Τα πολλά και έγκυρα θα τα πει η κριτική. Μια εντυπωσιασμένη αναγνώστρια, μόνο μερικές απλές ερωτήσεις μπορεί να του κάνει. Κάποιες πολιτικές, κι ας δίστασε να τις απαντήσει.

• Τελικά, η απόσταση από το πρώτο στο δεύτερο βιβλίο διηγημάτων είναι μικρή και εύκολη; Υπάρχει κάτι που πρέπει ο αναγνώστης να προσέξει ιδιαίτερα σ’ αυτήν τη συλλογή ή μας αφήνετε ελεύθερους να βρούμε τα δικά μας πατήματα;

Ο «Αντρας που πέφτει» απέχει από τη «Γυναίκα με ποδήλατο» γύρω στον ενάμιση χρόνο. Αν και φυσικά το συγγραφικό βλέμμα πίσω από τα δυο βιβλία είναι το ίδιο, στα νέα διηγήματα υπάρχουν νομίζω αισθητές αλλαγές στον ρυθμό της γλώσσας και στη δυναμική της αφήγησης. Ξέρετε όμως καλά πως το αν αλλάζει κάτι από βιβλίο σε βιβλίο το καταλαβαίνουν καλύτερα οι άλλοι: οι αναγνώστες και όσοι φυσικά θεωρήσουν πως αξίζει τον κόπο να σκύψουν κριτικά και πάνω στο καινούργιο βιβλίο.

• Η επιτυχία της «Γυναίκας με ποδήλατο» γέννησε τον «Ανδρα που πέφτει»; Ειλικρινά, ακόμα κι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου μπορεί να νιώθει άβολα και ίσως ανασφαλής όταν κάνει στροφή στη λογοτεχνία;

Η «Γυναίκα με ποδήλατο» είχε μια πολύ καλή πορεία. Τόσο οι κριτικοί όσο και οι αναγνώστες ήταν πολύ γενναιόδωροι στις κρίσεις τους. Θα μπορούσε, ας πούμε, ο κόσμος να είναι κουμπωμένος απέναντι σε έναν πενηντάρη πανεπιστημιακό που δοκιμάζει μια τέτοια στροφή.

Σε μια περίοδο, μάλιστα, με έντονα πολιτικά πάθη και συγκρούσεις γνώμης στην κοινωνία και μέσα στις «πνευματικές ελίτ». Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το βιβλίο έπεισε ως γραφή, ακόμα κι αν η θεματική του δεν ανταποκρινόταν στην προσδοκία αυτής της περιόδου για ιστορική ή πολιτική λογοτεχνία.

Οι ιστορίες της «Γυναίκας με ποδήλατο», τόσο η ομώνυμη όσο και πολλές άλλες, γέννησαν γόνιμες συνομιλίες με ένα κοινό που δεν με γνώριζε από τα φιλοσοφικά δοκίμια ή τα πολιτικά άρθρα μου. Αυτό για μένα είναι πηγή χαράς, παρά το ότι πρέπει να απαντώ διαρκώς και στο καχύποπτο ερώτημα κάποιων άλλων, γιατί ας πούμε τώρα διηγήματα και όχι λ.χ. ένα δοκίμιο για την κρίση.

• Γιατί αργήσατε, πάντως, να γράψετε πεζό; Εστω κι έτσι, το νιώθατε μέσα σας σαν φυσική κατάληξη μιας πορείας;

Δεν ξέρω γιατί άργησα να στραφώ στο πεζό. Κατά καιρούς δοκίμαζα προσχέδια μιας νουβέλας ή έγραφα δέκα-είκοσι σελίδες και σταματούσα. Κάτι ωστόσο μ’ εμπόδιζε. Διάβαζα πάντα περισσότερο λογοτεχνία, αλλά έγραφα πολιτικά-στοχαστικά κείμενα. Είχα μια εσωτερική έγνοια για το γράψιμο, αλλά έγινα και μάστορας της αναβολής. Θα έλεγα ότι έτρωγα τον χρόνο μου σαν να είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και σε μεγάλο βαθμό το ίδιο κάνω ακόμα.

• Πόσο επηρέασε, τελικά, τη στροφή σας στη λογοτεχνία ένας πατέρας σαν τον Αλέξη Σεβαστάκη, που όσο σημαντική κι αν ήταν η δική του εμπλοκή με τη γραφή, παρέμεινε κυρίως ένας αγωνιστής της Αριστεράς; Τι κλίμα επικρατούσε στο σπίτι σας;

Το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι αφηγήσεων. Δεν περιορίζονταν, όμως, στις αφηγήσεις διώξεων, αλλά είχαν μεγάλη γκάμα. Σχετίζονταν με τοπικούς μύθους, με τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου. Είχαν μια παραμυθητική διάσταση -με τη διπλή έννοια, της παρηγορίας και της παραμυθίας.

Και υπήρχε και η μητέρα μου. Ηταν από την Πόλη, είχε ζήσει τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στην Αθήνα και είχε μια στροφή προς τη μουσική, τον κινηματογράφο, τις τέχνες. Μας μετέδιδε κι αυτή τον αφηγηματικό της κόσμο.

• Δεν ήταν βάρος για μικρά παιδιά ένας πατέρας ηρωικός και πρότυπο; Ησασταν τελείως δεκτικός στον κόσμο του εσείς και τα αδέλφια σας;

Ημασταν δεκτικοί. Υπάρχει η άποψη ότι μια αριστερή, και μάλιστα σοβιετόφιλη οικογένεια, λειτουργεί συνθλιπτικά για τα νεότερα άτομα, γιατί προσπαθεί να τα βάλει μέσα στην Ιστορία με όρους κατήχησης, με βίαιο τρόπο. Εμείς κολυμπούσαμε, φυσικά, μέσα στα πάθη του πατέρα μου, εξορίες και φυλακίσεις, αλλά σημασία είχε νομίζω ο τρόπος μετάδοσης.

Ο στόχος του δεν ήταν η προσωπική του δικαίωση, όσο κι αν πάντα υπάρχει αυτό σε ένα βαθμό, αλλά και η αναγνώριση του «άλλου», του ξένου προς αυτόν, μια τάση που με τα χρόνια μεγάλωνε – ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο πατέρας μου είχε πια σχηματίσει μια άλλη αντίληψη και μέσα από το σοκ της πτώσης του κομμουνισμού.

Υπήρχε και κάτι άλλο. Οι ιστορίες από τα στρατόπεδα ήταν πάντα ιλαρές, είχαν το κωμικό στοιχείο. Είναι χειραφετικό να έχεις την αίσθηση της ανθρωπιάς του άλλου μέσα από τα παθήματά του ή τις λοξές του πλευρές. Δηλαδή, ζούσα ένα αντιηρωικό υπόστρωμα μαζί με μια ηρωική μυθολογία· μια μείξη που έκανε αυτή την επαφή καλύτερη, καθόλου βαριά και καταπιεστική

• Γράφετε μικρές ιστορίες. Εχετε καταλάβει πώς τις βρίσκετε ή σας βρίσκουν;

Ενώ είναι πρόσφατα γραμμένες ιστορίες, δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα το πώς ακριβώς ξεπετάχτηκαν. Το βασικό πάντως για μένα δεν είναι το στήσιμο μιας πλοκής, αλλά η κατόπτευση των προσώπων και η ανάδειξη της σχέσης τους με τον χρόνο, τον έρωτα και τις απώλειές τους. Δίνω σημασία στη δημιουργία μιας ζωντανής ατμόσφαιρας μέσα από συνειρμούς και παρεκβάσεις, που αναδεικνύουν τη μυστηριώδη υφή της κοινής πραγματικότητας.

• Είχατε μια ξαφνική, εκρηκτική θα ‘λεγα είσοδο στη λογοτεχνία αλλά και στον δημόσιο λόγο. Μετά τους μαθητές σας, αλλά και τον προσωπικό σας κύκλο, συνομιλείτε εδώ και καιρό μέσα από τα άρθρα σας, ακόμα και από το δημοφιλές free press της Lifo, με ένα πολύ ευρύ ακροατήριο. Το απολαμβάνετε; Γιατί το κάνετε;

Τoν τελευταίο χρόνο συνέβησαν τρεις, τουλάχιστον, αλλαγές στη ζωή μου. Μετά από 35 χρόνια συνεπούς πάθους έκοψα το κάπνισμα. Απόκτησα επίσης σελίδα στο facebook και ξεκίνησα μια εβδομαδιαία συνεργασία με τη Lifo. Από καιρό ήθελα να συναντηθώ με ευρύτερο κόσμο, πέρα από το πανεπιστήμιο ή τους χώρους της πολιτικής δημοσιολογίας. Στο facebook, ας πούμε, δοκίμασα εξαρχής να αξιοποιήσω δημιουργικά μια πολυδιάσπαση ενδιαφερόντων, που με χαρακτηρίζει από τα νεανικά μου χρόνια.

Μοιράζομαι έτσι ανάμεσα σε λογοτεχνικές, πολιτικές και μουσικές αναρτήσεις. Νομίζω ότι το «πείραμα» πέτυχε και μπορώ να πω ότι έχει διαμορφωθεί ένας πολύ μεγάλος κύκλος ανθρώπων -με πολύ διαφορετικές προελεύσεις, πολιτικές, πολιτισμικές κ.λπ.- που παρακολουθούν με ενδιαφέρον και αγάπη τη σελίδα. Στη Lifo, τέλος, γράφω για όλα σχεδόν τα ζητήματα τα οποία άγγιζα και στις εφημερίδες παλαιότερα. Για τις πίσω πλευρές της πολιτικής ή άλλων φαινομένων που αξίζουν σχολιασμό.

Κάποιοι φυσικά κατακρίνουν την επιλογή του συγκεκριμένου free press σαν να αποτελεί κάποια προσχώρηση… στον νεοφιλελευθερισμό. Η χρήση, όμως, της συγκεκριμένης λέξης-πολυεργαλείου -του νεοφιλελευθερισμού- έχει πια καταντήσει γελοιότητα. Μια αγράμματη γελοιότητα.

• Kαι πριν πάντως από τη Lifo είχατε καταγραφεί, θέλατε δεν θέλατε, σαν ένας από αυτούς τους νεοφιλελέ διανοούμενους που την «πέφτουν» συνεχώς στον ΣΥΡΙΖΑ. Είστε αριστερός, κύριε Σεβαστάκη;

Είναι γνωστό ότι για κάποια χρόνια υποστήριξα κριτικά την υπόθεση μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Πίστευα ότι οι άλλοι πυλώνες του μεταπολιτευτικού μας πολιτικού συστήματος είχαν χάσει την αξιοπιστία τους. Εκανα επιπλέον τη σκέψη ότι χρειαζόταν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στους θεσμούς και στις λαϊκές/μεσαίες τάξεις.

Πώς θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλαγές σε ένα φθαρμένο μοντέλο ανάπτυξης χωρίς συναινέσεις και στη «βάση»; Εχω εξηγήσει, όμως, το πώς αποξενώθηκα στη συνέχεια από τον ριζοσπαστισμό της Αγανάκτησης και την αντιμνημονιακή «πλατφόρμα».

Δεν ήθελα να συμμετάσχω στην αυταπάτη ενός πολιτικού εθνικισμού με φιλολαϊκά συνθήματα, ούτε σε μια Αριστερά που κατακάθισε πάνω στην άρνηση, και ας την οδηγούσε αυτό στην εκλογική νίκη.

Από την άλλη, διατηρούσα πάντα αποστάσεις από άλλες πλευρές του αριστερού ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα, κυρίως από τα βαθιά αντιδυτικά και «αντι-ιμπεριαλιστικά» σύνδρομα που οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε κάτι εισαγόμενους τσαβισμούς. Εγραψα τότε πολύ καυστικά κείμενα που μου «χάρισαν» και αντίστοιχους χαρακτηρισμούς.

• Τι είδος Αριστερά, λέτε, ότι είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ;

Τώρα που ο ριζοσπαστισμός της ευκολίας κατέπεσε, αυτό που βλέπω δεν είναι κάποιος ρεαλισμός της αυτεπίγνωσης, αλλά μια «οπορτουνιστική» τεχνική εξουσίας.

Χωρίς να υπάρξουν πραγματικές εξηγήσεις για τη στροφή του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς δηλαδή τη ρητή αναθεώρηση του προγράμματος (της Θεσσαλονίκης ή των άλλων πολιτικοϊδεολογικών κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ), κάποιοι πάνε να κυβερνήσουν παίρνοντας μέτρα, διορίζοντας στελέχη, κάνοντας παρελάσεις κ.λπ. Αριστερός ρεαλισμός για μένα δεν σημαίνει, όμως, να πηδάει κανείς από τη διαρκή κολακεία των κινημάτων στο «κόμμα του κράτους».

Σημαίνει αναγνώριση των δυσκολιών και των ορίων, πολιτική σύνεση και σοβαρή ενασχόληση με ένα πολύ σύνθετο κοινωνικό ζήτημα (κυρίως με το ζήτημα των ανέργων και των επισφαλών εργαζομένων).

• Φοβάστε ότι η κυβέρνηση θα τα κάνει ακόμα χειρότερα ή διατηρείτε μια μικρή ελπίδα ότι ίσως οδηγηθούμε σε κάποιο ξέφωτο;

Φοβάμαι την απογοήτευση και τον κυνισμό. Τις επιπτώσεις τους στο δημόσιο πνεύμα. Η κακή διαχείριση μιας ιστορικής ευκαιρίας («πρώτη φορά Αριστερά») δυναμώνει στην κοινωνία τάσεις μηδενισμού μαζί με την αίσθηση ενός συνολικού αδιεξόδου. Βλέπουμε από την άλλη τι γίνεται στην Ευρώπη ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της: είναι η «στιγμή» των νέων δεξιών λαϊκισμών, όχι μόνο στη συντηρητική Πολωνία αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες και αλλού.

Ανησυχώ, λοιπόν, για το εκκρεμές που μπορεί να πάει από έναν ματαιωμένο αριστερό λαϊκισμό σε μια δεξιά «αντιπολιτική». Δεν θα ήθελα οι αποτυχίες της συριζαϊκής Αριστεράς να γεννήσουν νέο φαρμάκι δημαγωγίας και αντίδρασης: είτε έναν λαϊκοδεξιό πατερναλισμό είτε μια ρηχή ρητορική κατά των άχρηστων κομμάτων και του Δημοσίου.

Να περάσουμε, ας πούμε, από τις ανοησίες του αριστερού ριζοσπαστισμού στην «αλλεργία» για κάθε αριστερή ευαισθησία και μνήμη. Αυτό το φοβάμαι και το απεύχομαι.

Ο διάλογος θα βγάλει τα πανεπιστήμια από τη στασιμότητα

• Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα πανεπιστήμια; Συγκρούεται όντως ένας κόσμος μεταρρυθμίσεων με έναν άλλον που δεν θέλει τίποτα να αλλάξει;

Αυτό που διακρίνω εγώ είναι μια κατάσταση στασιμότητας. Δεν είναι, όμως, του τελευταίου επταμήνου, είναι υπόθεση των τελευταίων χρόνων – να είμαστε δίκαιοι. Υπάρχουν διαφορετικής τάξης προβλήματα: από πολύ ταπεινά, αυτό που λέμε υλικές, τεχνικές υποδομές, μέχρι προβλήματα συμπεριφοράς και διεκδικητικής κουλτούρας· δηλαδή ένας αναχρονιστικός αριστερισμός.

Ολα μαζί δεν μπορούν να λυθούν, είναι αυταπάτη να πει κάποιος ότι έχει ένα blueprint μεταρρύθμισης, όπου οι διάφορες αντινομίες και συγκρούσεις, που ταλανίζουν το πανεπιστήμιο, θα λυθούν. Αλλά νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και μια παράλληλη δουλειά. Εχουν υπάρξει άνθρωποι που έχουν πάει πέρα από τα στεγανά μέτωπα «μεταρρυθμισμού» και «ακινησίας», «συντεχνιασμού» και ενός εκσυγχρονισμού τραβηγμένου από τα μαλλιά, χωρίς γείωση στην πραγματική ζωή.

Αλλά όλη αυτή η δουλειά (προτάσεις, πρωτοβουλίες και πρακτικές για την οργάνωση του χώρου και τα μαθήματα σε συνεννόηση με φοιτητές) παραμένουν σκόρπιες, χάνονται μέσα σε ένα χάος και από τα υλικά προβλήματα, που σχετίζονται, βέβαια, και με την πολύ μεγάλη μείωση των προϋπολογισμών. Γιατί ο αριστεροδιεκδικητικός λόγος, που μένει μόνο στα λεφτά, που ζητάει παγίως περισσότερους πόρους, δεν ενδιαφέρθηκε όλα αυτά τα χρόνια να κάνει μια αντιπρόταση για αυτήν καθεαυτήν την εκπαίδευση.

Και από την άλλη, υπάρχει μερικές φορές μια αντίληψη ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, να γίνεις σαν αμερικάνικο πανεπιστήμιο, με αυτές τις υποδομές και τα ελάχιστα χρήματα. Και οι δυο αυτές αντιλήψεις έχουν εξαντληθεί και μας έχουν εξαντλήσει και μας όλους. Θα έπρεπε να έχουμε περάσει σε μια νέα φάση, αντί γι’ αυτήν τη στασιμότητα με επιμέρους φαινόμενα βίαιων, παρακμιακών αντιδράσεων συμπεριφοράς, που δεν πρέπει πια να τις μεγεθύνουμε, γιατί έχουν μειωθεί.

• Εχετε κάποια πρόταση;

Δεν υπάρχει μια απλοϊκή συνταγή είτε για την κοινωνική ειρήνευση είτε για την οικονομική ανόρθωση είτε για την εκπαιδευτική ανανέωση. Και τα τρία ζητήματα χρειάζονται συναινέσεις, αλλά όχι την αυταπάτη ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όλους. Να γίνει, λοιπόν, διάλογος για τα πανεπιστήμια και να μη χάνονται όλα όσα έχουν κατακτηθεί και γυρίζουμε πάντα σε σημείο μηδέν, λες και δεν έχει γίνει τίποτα.

Ολοκληρωτική ήταν η Κίνα του Μάο, όχι η Ευρώπη

• Η Ευρώπη είναι ο εύκολος στόχος μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας. Ακόμα κι όταν πνίγονται στο Αιγαίο οι μετανάστες, η Μέρκελ φταίει. Τα δικά σας αισθήματα για την Ευρώπη;

Η Ευρώπη δεν είναι ένα αμόλυντο ιδεώδες ούτε μια πολιτική κατασκευή χωρίς προβλήματα. Στο εσωτερικό της βλέπουμε φαινόμενα που μας κάνουν να ντρεπόμαστε: εθνικιστές και νεοσοβινιστές πολιτικάντηδες, μεγάλες αξιοσέβαστες εταιρείες που καταφεύγουν στην απάτη, άτολμες ή μισές απαντήσεις απέναντι στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα.

Αλλά δεν θα μας πουν οι αντιευρωπαϊστές και οι οπαδοί του «εθνικού νομίσματος» τα προβλήματα της Ευρώπης. Παρά τις αδυναμίες της, η Ευρώπη είναι ένα βασικό πεδίο αναφοράς. Θεμελιωμένη στις τρεις πηγές, στην Αθήνα, στη Ρώμη και στην Ιερουσαλήμ, η Ευρώπη παραμένει για μένα μια «υπόθεση που αξίζει».

Δεν πείθομαι καθόλου από τη μόδα αυτών των συγγραφέων και καλλιτεχνών που βρίζουν την Ευρώπη, τη βαφτίζουν τέρας ή την ταυτίζουν αναίσχυντα με ολοκληρωτική αυτοκρατορία και στρατόπεδο. Ολοκληρωτική αυτοκρατορία ήταν βεβαίως η Κίνα του προέδρου Μάο, που εκθείαζε ο Αλέν Μπαντιού και πολλοί αλτουσεριανοί μαρξιστές της δικής μας ελληνικής σκηνής.

Εφημερίδα των Συντακτών

Σχόλια