Η κρίση επανέφερε στη δημόσια συζήτηση τα τραυματικά γεγονότα της Γερμανικής Κατοχής και των δοκιμασιών του ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο. Ο δημόσιος πολιτικός λόγος εξαντλήθηκε σε μια φθηνή ρητορική που στόχευε στο θυμικό των πολιτών και όχι στο δημιουργικό αναστοχασμό που θα συνέβαλε στη δημιουργία προϋποθέσεων για υπέρβαση της κρίσης. Στο κλίμα αυτό συνέβαλαν και ορισμένοι ιστορικοί που ο δημόσιος λόγος τους αναφορικά με το Εαμικό κίνημα συνέβαλε στην αναπαραγωγή ενός εξειδανικευμένου παρελθόντος. Η αριστερά της νοσταλγίας πολύ εύκολα προσχώρησε σε έναν καταγγελτικό λόγο που εύκολα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους υποστηρικτές του εθνολαϊκισμού.

Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για το Κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις ανέδειξε την δυναμική του εθνολαϊκισμού που έχει διεισδύσει στο δημόσιο λόγο των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Η αφωνία του Αρ.Μπαλτά στη πρόθεση του υπουργού Άμυνας να στείλει εκπαιδευτικό υλικό στα σχολεία για την Κατοχή είναι χαρακτηριστική. Την ίδια χρονική περίοδο γράφονται σοβαρές επιστημονικές εργασίες που θα άξιζε να μελετηθούν σοβαρά από τους πολιτικούς που παρεμβαίνουν δημόσια για τα θέματα αυτά.

Ειδικά το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου «Το ολοκαύτωμα, η διαχείριση της τραυματικής μνήμης-θύτες και θύματα» εκδ. Gutenberg, αξίζει της προσοχής μας γιατί θίγει το ζήτημα της διαχείρισης του Ολοκαυτώματος, όχι μόνο από την σημερινή Γερμανία, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη. Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι η σημερινή Γερμανία, στην Ευρώπη «κρατά τα σκήπτρα στις σχετικές έρευνες και σημειώνει τα υψηλότερα ποσοστά γνώσεων των ερωτώμενων σχετικά με το ολοκαύτωμα» (σ.89).

9789600116717Η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Γερμανική κοινωνία αναφορικά με την κατασκευή του μνημείου του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τους σύνθετους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της Γερμανικής κοινωνίας μετά την ολοκλήρωση της Γερμανικής ενοποίησης.

Ο πλούτος των συζητήσεων που μας παρουσιάζει ο Γ.Κόκκινος μας βοηθά να κατανοήσουμε την απόσταση από τον στερεοτυπικό πολιτικό λόγο και την σύγχρονη Γερμανική Κοινωνία.Θα ήθελα να σταθώ στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου που μας προσφέρει σύγχρονα θεωρητικά εργαλεία για τους τρόπους που είναι αναγκαίο οι κοινωνίες να προσεγγίζουν τραυματικά γεγονότα. Οι επισημάνσεις του Rϋssen που μας μεταφέρει ο συγγραφέας έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον για την Ελληνική κοινωνία στα χρόνια του μνημονίου. «Καθήκον του ιστορικού…. είναι ο μετασχηματισμός του τραύματος σε τεκμηριωμένη, ορθολογιστική, περιεκτική και συνεκτική αφήγηση, σε ερμηνεία, σε ιστορία. Αναγκαία προϋπόθεση γι’αυτο είναι η με επιστημονικούς όρους επιτέλεση και ολοκλήρωση του πένθους για την απώλεια, την οποία έχει επιφέρει στην κοινωνία που μελετάται το συλλογικό τραύμα, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο της διολίσθησης σε μελαγχολία» (225).

Στο βιβλίο υπάρχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εισαγωγή γραμμένη από το Δημήτρη Μαυροσκούφη. Αξίζει να αναφερθούμε στην επισήμανση του για το «ποια μπορεί να είναι η σχέση μεταξύ της τραυματικής μνήμης και της Σχολικής Παιδαγωγικής»(σ22). Το ερώτημα αυτό χρήζει άμεσης απάντησης. Μόνο τότε θα μπορούσε το εκπαιδευτικό σύστημα να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τον περιορισμό της απήχησης του ναζιστικού μορφώματος στην ελληνική κοινωνία.

Τα θέματα αυτά είναι αναγκαίο να αποτελέσουν προτεραιότητες για μια κυβέρνηση της αριστεράς στο χώρο της εκπαίδευσης.

Σχόλια