Το Παρίσι των δολοφονημένων είναι πια ο τόπος που μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε τη θέση μας. Το Παρίσι της μαζικής σφαγής από τους τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους μας υπενθυμίζει, με τον πιο σκληρό τρόπο, την πραγματικότητα ενός πολέμου. Και ο πόλεμος αυτός είναι συγκεκριμένος, όχι άλλο ένα ρητορικό σχήμα του συρμού: τον έχει κηρύξει ο ολοκληρωτικός τζιχαντισμός στη Δύση. Τον διεξάγει, επίσης, εναντίον όλων εκείνων μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο που δεν αποδέχονται τις τυραννικές «ερμηνείες» του. Με μια λέξη βρισκόμαστε μπροστά στη φονική επιθετικότητα μιας ιδεολογίας. Γι’ αυτό, δεν έχει πολύ νόημα να ψάχνει κανείς για διαταραγμένες ή παρανοϊκές προσωπικότητες, για στατιστικές της φτώχειας στο Βέλγιο ή δύσκολα οικογενειακά χρονικά. Αυτά όλα έχουν τη σημασία τους αν θέλουμε να μάθουμε τις διαδρομές κάποιων ατόμων προς τη «ριζοσπαστικοποίηση» και την τρομοκρατία. Τώρα, όμως, επείγει να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια ολοκληρωτική ιδεολογία.

«Ειδωλολάτρες της ανωμαλίας» διάβαζε κανείς στην ανακοίνωση του «Ισλαμικού Κράτους» για τους νέους που διασκέδαζαν στο Bataclan. Μια τέτοια αποπνικτική φρασεολογία αποκαλύπτει περισσότερα για τη φύση αυτού του πολέμου από τις αναφορές στην πολιτική της Γαλλίας στη Συρία ή άλλα συναφή στρατηγικά ζητήματα.

Η ολοκληρωτική λογική στηρίζεται κυρίως σε ένα επεκτατικό, εξαγνιστικό όραμα. Όσοι αντιστέκονται στις «οδηγίες» της θεωρούνται υπάνθρωποι, ρυπαρές και διεφθαρμένες οντότητες που ανήκουν σε έναν πολιτισμό που καταρρέει. Ιδίως, όμως, αυτή η εγκληματική ιδεολογία αρνείται να κάνει τις στοιχειώδεις διακρίσεις. Δεν διακρίνει τον άνθρωπο που πίνει το ποτό του σ’ ένα μπαρ από τον επίσημο εκπρόσωπο μιας κρατικής εξουσίας. Δεν ξεχωρίζει το Βataclan από τα Σόδομα ούτε το Παρίσι από τη Ρώμη της παρακμής. Οι άλλοι είναι συγχρόνως «σταυροφόροι» και άθλιες ψυχές που δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή. Στόχος μιας τέτοιας βίας είναι, λοιπόν, η ηθική εξουθένωση των δυτικών κοινωνιών και συγχρόνως η κατάκτηση της ηγεμονίας σε ευρύτερες περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου. Πώς μπορεί, όμως, να αμυνθεί μια δημοκρατία σε αυτό τον ανορθόδοξο πόλεμο;

Εδώ είναι το μεγάλο και σχεδόν δυσεπίλυτο πρόβλημα του παρόντος. Ένας φονικός φανατισμός της θυσίας στρέφεται κατά κοινωνιών οι οποίες έχουν ξεχάσει τα πολεμικά ήθη. Ο πιο ανελέητος δογματισμός επιτίθεται σε μια καθημερινότητα που έχει αποδεχτεί την αντιηρωική και μετριοπαθή της πεζότητα. Ο «μάρτυρας» που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να σκοτώσει είναι απλώς βέβαιος πως η κόλαση των εχθρών του θα γίνει ο δικός του Παράδεισος.

Υπάρχουν ήδη ακραίες φωνές σε όλη την Ευρώπη που ζητούν, λοιπόν, από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες να δανειστούν κάτι από το «φρόνημα» των φανατικών. Φωνές που θέλουν να μετατρέψουν την αμυνόμενη πολιτεία σε κράτος-φρούριο. Η ρητορική κατά των προσφύγων γίνεται το νέο hot spot της πολιτικής δημαγωγίας. Ούτε ο πολυπολιτισμικός εφησυχασμός, όμως, δίνει απαντήσεις.

Γιατί και αυτός συχνά συγκαλύπτει την πολυδιάσπαση σε κοινότητες που δεν αναγνωρίζουν βασικές αρχές πολιτικής συμβίωσης. Αποδείχτηκε με τον χρόνο ότι ο πολλαπλασιασμός των κοινοτικών γκέτο και των «νόμων» τους οδηγεί στην εξασθένιση κάθε ουσιαστικού πολιτικού δεσμού. Οι κανόνες των θρησκευτικών κοινοτήτων έγιναν ισχυρότεροι από τον νόμο του κράτους κι έφτασαν να καθορίζουν τις λεπτομέρειες της κοινωνικής ζωής σε ολόκληρες περιοχές της επικράτειας. Ο θάνατος των αθώων στο Παρίσι ξαναδοκιμάζει, λοιπόν, τις αντοχές της Ευρώπης και όχι μόνο την ετοιμότητα του γαλλικού κράτους. Σήκωσε ένα μεγάλο παγκόσμιο κύμα συγκίνησης που ορισμένοι στη χώρα της «αντίστασης» έσπευσαν να το αποδοκιμάσουν και να το σνομπάρουν. Έκανε ορατό ξανά το εύθραυστο της ασφάλειας σε κοινωνίες που έχουν κατακτήσει σημαντικές ελευθερίες. Και η τρομοκρατική σφαγή γίνεται πλέον αφορμή διαμάχης για τα μεγάλα ζητήματα της σημερινής Ευρώπης: για το αν μπορεί να συνδυαστεί η αρχή της αλληλεγγύης στον πρόσφυγα με ένα κράτος σε επαγρύπνηση. Για το αν θα γιγαντωθεί ο ξενοφοβικός εθνικισμός και ο εύκολος –δηλαδή αφόρητα ισοπεδωτικός– αντιμουσουλμανισμός.

Για το αν, εν τέλει, η αφύπνιση για μια πραγματική απειλή μπορεί να αποφύγει τον πειρασμό των νέων λαϊκισμών που σπεύδουν να κάνουν «πολιτική της ταυτότητας». Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ανοιχτά, κλονίζοντας τις ετοιμοπαράδοτες βεβαιότητές μας. Αυτό που ονομάζουμε «Δύση» έχει κουραστεί να αναρωτιέται, να διστάζει, να αυτοενοχοποιείται. Πρέπει, όμως, να αποφύγει την αλαζονεία, να επιμείνει στον διάλογο με αυτούς που συζητούν και να αντισταθεί με όλα τα μέσα σε αυτούς που μιλούν τη γλώσσα της θηριωδίας. Όπως πολύ σωστά ειπώθηκε αυτές τις μέρες: αυτό δεν είναι ένας πόλεμος πολιτισμών αλλά μάχη εναντίον της βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που για άλλη μια φορά στην Ιστορία υπόσχεται τον παράδεισο για τους πρόθυμους εκτελεστές της και το πιο βαθύ σκοτάδι για όλους τους υπόλοιπους.

Lifo

Σχόλια