Η εξέλιξη του “ελληνικού ζητήματος” ανέδειξε τις αντιφάσεις της νομισματικής ενοποίησης  χωρίς παράλληλη προώθηση της οικονομικής και της πολιτικής ενοποίησης των χωρών που συμμετέχουν στο ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι η αφαίμαξη των δημοκρατικών διαδικασιών και η σταδιακή απόκτηση κυριαρχικού ρόλου από τα κράτη μέλη που έχουν πλεονάσματα και καλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος. Στην ουσία μιλάμε για την επιβολή, με πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας, της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της άνισης ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της.

Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί.  Η Ε.Ε για να αντιμετωπίσει τις φυγόκεντρες τάσεις πρέπει αφενός να πετύχει ένα άλμα στην πολιτική της ενοποίηση και αφετέρου να δοκιμάσει άλλες μεθόδους αντιμετώπισης της κρίσης με εταιρική αλληλεγγύη, σύνδεση με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία. Και βεβαίως στο μεταβατικό στάδιο να ενισχύσει τις διαδικασίες δημοκρατικού συγκερασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο των αποφάσεων διαφορετικής πολιτικής κατεύθυνσης που λαμβάνονται σε επίπεδο κρατών μελών μέσα από τις  εκλογικές και κοινοβουλευτικές τους διαδικασίες.

Οι διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, ανέδειξαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των συντηρητικών και των σοσιαλδημοκρατών και τη θετική συμβολή έναντι μας πολλών εκ των τελευταίων. Αυτό το γεγονός δείχνει πως υπάρχουν δυνατότητες -και σε κάθε περίπτωση αξίζει να επιχειρηθεί-  η δημιουργία μιας πλατιάς συμμαχίας των αριστερών, των σοσιαλδημοκρατικών και των οικολογικών δυνάμεων ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και υπέρ της κοινής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους μέσω της ανάπτυξης.

Οι διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε η ελληνική κυβέρνηση ανέδειξαν τα όρια μιας λανθασμένης αντίληψης η οποία  θεωρούσε  ότι η λαϊκή ετυμηγορία αρκεί για να ορίσει την πολιτική ενός κράτους ανεξάρτητα από δημοσιονομικούς περιορισμούς, πολύ περισσότερο όταν το κράτος αυτό αφενός είναι υπερδανεισμένο και αφετέρου έχει μεταβιβάσει βασικά εργαλεία πολιτικής σε  υπερεθνικό επίπεδο  συμμετέχοντας σε νομισματική ένωση.

Οι διαπραγματεύσεις κατέδειξαν ότι σε αυτές τις συνθήκες το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν αποπροσανατολιστικό και ότι το πραγματικό δίλλημα ήταν και παραμένει η επιλογή της πολιτικής με την οποία θα επιτυγχάνονται – κάθε φορά-  οι καλύτερες δυνατές συμφωνίες με τους  εταίρους– δανειστές, θα επιμερίζονται δίκαια τα βάρη και θα δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια βιώσιμη περιβαλλοντικά και κοινωνικά ανάπτυξη.

Η συγκεκριμένη συμφωνία, πέρα από λάθη και αδυναμίες που υπήρξαν -οι οποίες εάν εξέλιπαν θα υπήρχαν δυνατότητες για καλύτερα αποτελέσματα-  σε γενικές γραμμές αποτυπώνει τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Περιλαμβάνει επαχθή και υφεσιακά μέτρα, όπως η υπερφορολόγηση. Δίνει όμως και δυνατότητες αφού: καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες, χαλαρώνει τον στόχο των δημοσιονομικών πλεονασμάτων δίνοντας χώρο για ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, διασφαλίζει τις καταθέσεις και την εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, δημιουργεί προϋποθέσεις αύξησης των επενδύσεων μέσα από το αναπτυξιακό πακέτο και τη βελτίωση της εικόνας του χρέους.

Τα αποτελέσματα και οι επενέργειες της συμφωνίας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το πόσο και με ποιον τρόπο θα εφαρμοστεί.

Δεν υπάρχουν περιθώρια για μια ημιτελή εφαρμογή. Η χώρα τις δεσμεύσεις που θα αναλάβει έναντι των εταίρων – δανειστών πρέπει να τις υλοποιήσει . Ταυτόχρονα πρέπει να να διεκδικεί σε συμμαχία με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης νέες λύσεις και παρεμβάσεις  σε οξυμμένα ευρωπαϊκά προβλήματα όπως η ανεργία, το χρέος, η στασιμότητα και να ταχθεί υπέρ της πολιτικής δημοκρατικής ενοποίησης με ουσιαστικό το ρόλο των ευρωπαίων πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.

Ο τρόπος που θα εφαρμοστεί η συμφωνία σχετίζεται με το αν θα υπάρχει ή όχι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα που θα στοχεύει αφενός στον πολλαπλασιασμό των επενεργειών των θετικών σημείων και αφετέρου στη δημιουργία αντισταθμίσεων και αντιρροπήσεων στα αρνητικά μέτρα της συμφωνίας.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου, παρά τις όποιες διαφορές τους με τη διαπραγματευτική τακτική, έχουν την υποχρέωση να στηρίξουν την ψήφιση των προαπαιτούμενων ώστε να ολοκληρωθεί η συμφωνία και να αποτραπεί το καταστροφικό Grexit. Στη συνέχεια έχουν την υποχρέωση να αναβαθμίσουν την πολιτική λειτουργία αναπτύσσοντας συγκλίσεις  στο έδαφος των αναγκαίων εκσυγχρονισμών και ουσιαστική  αντιπαράθεση και διάλογο στη βάση πολιτικών προτάσεων – θέσεων.

Οι προοδευτικές δυνάμεις καλούνται να δώσουν προοδευτικές απαντήσεις στη βάση των πραγματικών δεδομένων και των δυνατοτήτων. Να αλλάξουν τη σχέση πολιτικής και πολιτών, υπερβαίνοντας την πελατειακή λογική και οικοδομώντας τις πολιτικές τους προτάσεις στο έδαφος του πραγματικού και του δυνατού, χωρίς την καλλιέργεια  ψευδαισθήσεων. Το κόκκινο νήμα που πρέπει να διαπερνά την πολιτική τους είναι η προώθηση σαρωτικών δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμών σε όλους τους τομείς που θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες και τις υστερήσεις του παρελθόντος, θα εντάξουν τη χώρα σε μια διαδικασία μετάβασης προς ένα νέο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο, θα εκσυγχρονίσουν το κράτος μετατρέποντας το σε εμβρυουλκό της νέας πορείας.

Μόνον έτσι μπορούν να δημιουργηθούν προϋποθέσεις πραγματικής διεξόδου.

Σχόλια