1. Εισαγωγή. Εξηγώντας τη διαγενεακή αλληλεγγύη

Τρεις γενιές συγκατοικούν και μοιράζονται κάθε φορά τον πλανήτη: η ασημένια (απόμαχη), η κυρίαρχη (οι γονείς μας) και η νεότερη. Μοιράζονται το περιβάλλον, πόρους, χρέη, δικαιώματα, ευκαιρίες, δουλειές. Οι νεότεροι φροντίζουν για τους μεγαλύτερους, για παράδειγμα, με τις ασφαλιστικές τους εισφορές, χρηματοδοτώντας ως φορολογούμενοι δομές υγείας, πρόνοιας, δια βίου μάθησης κλπ. Και οι μεγαλύτεροι φροντίζουν για τους νεότερους δίνοντας τους ευκαιρίες να ζήσουν καλύτερα απο αυτούς, για παράδειγμα με καλύτερη παιδεία, λιγοτερο χρέος, καθαρό περιβάλλον, περισσότερη δημοκρατία κλπ.

Μια ωραία εικόνα αλληλεγγύης έρχεται από τις παραδόσεις μας. Παλιά οι παππούδες ή οι γονείς που ζούσαν στην ύπαιθρο φύτευαν ένα δέντρο στο γάμο τους ή όταν γεννιόταν ένα παιδί. Το δέντρο συμβόλιζε την αειφορία και τη συνέχεια της οικογένειας. Η παλαιά γενιά φυτεύει, η επόμενη χαίρεται τους καρπούς και οι μελλοντικές τον ίσκιο του δέντρου.  

Αν θέλει κανείς να βρει τους σπόρους της ιδέας, ίσως να πρέπει να πάει πίσω στο Θουκυδίδη στον περίφημο Επιτάφιο, στην αισιοδοξία της Αναγέννησης, αργότερα στους Μάλθους και στον Εντμουντ Μπερκ, στους Φεντεραλιστές που έγραψαν το Σύνταγμα της Αμερικής κ.ο.κ.

Στον αιώνα μας η ιδέα αλλάζει περιεχόμενο ανά τις δεκαετίες και πυροδοτείται μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: από τη νηφαλιότητα της δεκαετίας του ’50 και της προσδοκίας για ευμάρεια, φτάνουμε στη δεκαετία του ’60 και των ξεσηκωμών με το περίφημο σύνθημα “μην εμπιστεύεσαι κανέναν πάνω από 30!

Τη δεκαετία του ’70 η αλληλεγγύη των γενεών ταυτίζεται κυρίως με το περιβαλλοντικό κίνημα αλλά και με το τέλος της μεταπολεμικής ανάπτυξης (πετρελαϊκή κρίση), ενώ τη δεκαετία του ’80 μπαίνει στη συζήτηση το θέμα των συντάξεων και του κράτους πρόνοιας, κυρίως από τους νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι θεωρούσαν το κοινωνικό κράτος φιλοδώρημα ή βαρίδι στον κεντρικό προϋπολογισμό.

Τη δεκαετία του ’90 η αειφορία μπαίνει στο λεξιλόγιο όσων σχεδιάζουν δημόσιες πολιτικές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ενώ τη δεκαετία του 2000 επέστρεψε ξανά για να περιγράψει την εποχή της διακινδύνευσης (Ulrich Beck), που εκφράστηκε με τραγικο τρόπο στην τραπεζική κρίση που μετατράπηκε σε κρίση χρέους και αργότερα ύφεση στην Ευρωπη. Σήμερα την αντιμετωπίζουμε στο πλαίσιο των διευρυμένων ανισοτήτων που καταγράφονται στο βόρειο ημισφαίριο και την βλέπουμε πια να αποτελεί κεντρικό θέμα σε ομιλίες πολιτικών αλλά και ερευνών που γίνονται από γνωστά ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα.

Πώς μεταφράζεται πρακτικά η διαγενεακή δικαιοσύνη; Είναι μια κινητικότητα προς τα πάνω που θα έλεγε κανείς, μια δυνατότητα για τους νέους να ζήσουν καλύτερα από τους γονείς ή ένα φρένο στους γονείς να μη χειροτερέψουν τον κόσμο για τα παιδιά τους.

Μοιαζει με μια ηθική παρότρυνση, η οποία όμως σταδιακά απέκτησε θεσμικό, συνταγματικό και πολιτικό περιεχόμενο, αφού σήμερα γνωρίζουμε ολοι ότι μια γενια δεν μοιράζεται απλά την ηλικία ή τα καταναλωτικά αγαθά, αλλά και ένα σύνολο συνθηκών που προσδιορίζουν την ταυτότητά της. Έτσι τη δεκαετία του 2000 εμφανίστηκαν τα πρώτα κινήματα στην Ευρώπη (mileristas, iPods) και στην Ελλάδα (G700) οι οποίοι συνόψισαν το αίτημά τους στη φράση: είμαστε μορφωμένοι αλλά υποπληρωμένοι, συχνά ανασφάλιστοι, ζουμε σε επισφάλεια.

  1. Η διαγενεακή αδικία στην Ελλάδα

Σε μια χώρα όπου κανείς δεν προέβλεψε καν την κρίση, η συζήτηση για το διαγενεακό συμβόλαιο ήταν πολυτέλεια, ακόμη και όταν ο Μίμης Ανδρουλάκης έγραψε το βιβλίο “Βαμπιρ και Καννίβαλοι”, ή μερικοί ακαδημαϊκοί προσπάθησαν να το αναμοχλεύσουν. Για να είμαστε όμως ρεαλιστές, επειδή το θέμα δεν προσφέρεται για εκλογική κατανάλωση ποιος ζει ποιος πεθαίνει να δει αλλαγές που αλλάζουν τους συσχετισμούς ανάμεσα στις γενιές μετά απο δεκαετίεςη κρίση επιτάχυνε την αδικία και έφερε σήμερα τη γενιά της Χιλιετίας κυριολεκτικά στον τοίχο.

Σήμερα μιλάμε για διαγενεακή αδικία γιατι η συντριπτική πλειοψηφία των νεότερων δεν έχει πιθανότητες να ζήσει καλύτερα από τους γονείς της. Τρέμουμε στην ιδέα της  απόκτησης ή κληρονομιάς καποιας ιδιοκτησίας. Ενδεικτικός  και τραγικός συνάμα δείκτης αυτού που συμβαίνει στη χώρα είναι ότι οι αποποιήσεις κληρονομιας: οι μισοί δεν θέλουν να φορτωθούν ΕΝΦΙΑ και βάρη, οι άλλοι αποποιούνται για να περάσει η περιουσία απευθείας στα εγγόνια, χωρίς να πληρώσουν φόροι! Το 2016 οι αποποιήσεις ήταν περίπου 60.000, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2017 έχουν τριπλασιαστεί.

Σύμφωνα με έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διαγενεακού Ινστιτούτου και του Ιδρύματος Bertelsmann, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη διαγενεακή αδικία στην Ευρώπη. Έχει υπολογιστεί ότι το ελληνικό κράτος ξοδεύει εφτά φορές περισσότερα για τους γηραιότερους από ότι για τους νεότερους. Το δημογραφικό ζήτημα είναι πηγή και αιτία συνάμα του προβλήματος. Μέχρι το 2021 θα βρίσκεται στα όρια συνταξιοδότησης ένας στους τέσσερις Ελληνες, ενώ οι τάσεις για μικρότερες οικογένειες, συμβίωση, λιγότερους γάμους, περισσότερα διαζύγια, η ραγδαία μείωση αποταμιεύσεων μειώνουν την ενδοοικογενειακή αλληλεγγύη.

Ωραία όλα αυτά, αλλά ποια εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο;

Οι προσεγγίσεις ποικίλουν. Από τη μία υπάρχει η θεσμική προσέγγιση, αυτή που λέει ότι νομοθετούμε και κατοχυρώνουμε την αλληλεγγύη των γενεών σε νόμους και Συντάγματα, υποχρεώνουμε δηλαδή το νομοθέτη, την εκτελεστική εξουσία και τον δικαστή να βάλει ‘φρένο’ σε δημόσιες πολιτικές που επιβαρύνουν υπέρμετρα τους νεότερους. Από την άλλη, υποστηρίζεται ότι κάθε γενιά έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει η ίδια τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες θέλει να ζήσει κάτι που ταιριάζει περισσότερο στον εγωισμό της γενιάς της Μεταπολίτευσης ή του Πολυτεχνείου, για να γίνουμε και πιο οξείς πολιτικά.

  1. Η αρχή της διαγενεακής αλληλεγγύης στα Συντάγματα

Ας δούμε πρώτα τη θεσμική προσέγγιση.

Από τη φύση τους τα Συντάγματα είναι διαγενεακά μανιφέστα. Προσπαθούν να ενσωματώσουν αξίες και κανόνες που θα οδηγήσουν μια Πολιτεία στο αύριο. Συνήθως οι ‘επόμενες’ ή ‘μελλοντικές γενιές’ κατοχυρώνονται με ρήτρες, ώστε να καθοδηγούν τις αποφάσεις του νομοθέτη, της εκτελεστικής εξουσίας και των δικαστηρίων.

Σε κάποια Συντάγματα οι ρήτρες είναι γενικές, όπως πχ στην Πολωνία, στην Τσεχία, την Ουκρανία και στην Ελβετία, όπου το Σύνταγμα αναφέρεται ‘στην ευθύνη για τις επόμενες γενιές”.

Στα περισσότερα Συντάγματα οι ρήτρες είναι ‘οικολογικές’ και συνδέονται με την βιώσιμη ανάπτυξη (Φινλανδία, Γερμανία, Βραζιλία, Γαλλία και Ελλάδα).

Μια τρίτη κατηγορία ειναι οι δημοσιονομικές ρήτρες ή αλλιώς ‘fiscal rules (Γερμανία, Ιταλία, Λιθουανία, Λετονία, Σλοβακία) που προβλέπουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, κυρίως σε κράτημέλη της ευρωζώνης. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ρήτρα πηγάζει από την ορθοφιλελεύθερη παράδοση και τις μετακομμουνιστικές κοινωνίες της Βαλτικής, που βίωσαν πρώτες τη μέγγενη του ΔΝΤ και της λιτότητας, πριν η κρίση φτάσει στον ευρωπαϊκο Νότο.

Στο ελληνικό Σύνταγμα, η μονη διαγενεακή αναφορά βρίσκεται στο άρθρο 24 και στην αρχή της αειφορίας. Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανεις ότι αυτή η ρήτρα αγγίζει το πεδιο των οικονομικών σχέσεων, των κοινωνικών παροχών, την εργασία, τη δημοκρατική συμμετοχή.

Εδώ και μήνες, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το Σύνταγμα. Το καλοκαίρι μπήκε στο δημόσιο διάλογο η πρόταση Αλιβιζάτου και άλλων, ενώ πρόσφατα της Επιτροπής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Προφανώς ο προοδευτικός χώρος δεν πρέπει να σιωπά ή να σνομπάρει τον διάλογο και να κρύβεται πίσω από μαυροασπρες και μανιχαϊστικές λογικές.

Ως “Μπροστά” και κληρονόμοι με κάποιο τρόπο του ακτιβισμού των “G700” βάλαμε τη διαγενεακή ατζέντα στις εκλογές του 2015 μέσω της συνεργασίας μας με το Ποτάμι, ενώ προτείναμε στο άρθρο 3 παρ. 2 της πρότασης Αλιβιζάτου να προστεθεί ρητή αναφορά στις γενιές, ώστε να αναγράφεται ότι “επιτρέπεται η λήψη μέτρων για την προώθηση της ισότητας, ιδίως μεταξύ γυναικών και ανδρών και μεταξύ των γενεών για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη..

Μια άλλη προσθήκη, πάλι με τη μορφή ρήτρας είναι δυνατή στο άρθρο 18 περί κοινωνικού κράτους και ιδιαίτερα στην παράγραφο 5, ώστε να αναγράφεται ότι “το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωσης του χρέους της κοινωνικής, διαγενεακής και εθνικής αλληλεγγύης” (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της πραγμάτωσης του κοινωνικού κράτους και της υποχρέωσης του να σχεδιάζει και να εφαρμόζει δημογραφική πολιτική).

  1. Σύνταγμα ή πρωτείο της πολιτικής;

Όμως αρκεί το Σύνταγμα; Η συνταγματοποίηση ενός τέτοιου αιτήματος δέχεται κριτική.  Κάποιοι θεωρούν ότι ο στόχος πρέπει να επιτυγχάνεται με πολιτικές και όχι με νομικα μέσα. Πέρα από το βολονταρισμό μιας τέτοιας προσέγγιησης, κρύβεται και μια ρεαλιστική παραδοχή: σπάνια οι πολιτικοί βλέπουν πέρα από την εκλογική τους θητεία, ενώ στην πράξη αποδεικνύεται ότι οι ρήτρες δεν είναι δεσμευτικές, αφού δεν δημιουργούν δικαίωμα που να μπορεί να επικαλεστεί ο πολίτης στο δικαστήριο.

Για αυτό και στην Ουγγαρία, στην Ολλανδία και στο Ισραήλ δημιουργήθηκαν ειδικά όργανα, συνήγοροι και επιτροπές, που συμβουλεύουν και νουθετούν τις κυβερνήσεις και τα Κοινοβούλια, ενώ στη Γερμανία και στην Αγγλία υπάρχου ινστιτούτα και ιδρύματα που υπολογίζουν τη θέση της νεότερης γενιάς σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη.

Πράγματι, είναι εξαιρετικά δύσκολο σε ένα δυναμικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον να επιβάλλει μια γενιά κανόνες στις υπόλοιπες ή να επιβάλει το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα νομοθετεί η επόμενη γενιά. Από την άλλη όμως η συνταγματική κατοχύρωση της διαγενεακής αλληλεγγύης θα περιορίσει τη ‘γενεακή κυριαρχία’ και θα αποτρέπει τη λεηλασία των πόρων και των ευκαιριών από τη μια γενια εις βάρος της επόμενης, με τις αντίστοιχες εξαιρέσεις σε περιόδους κρίσης, πολέμων, ανθρωπιστικών και περιβαλλοντικών καταστροφών. Ας μην ξεχνάμε ότι χρειάστηκε λιγότερο από μια δεκαετία για να υποθηκευτεί το μέλλον δυο γενεών στην Ελλάδα.

Ακόμη και αν οι ρήτρες λειτουργήσουν ως παρότρυνση, εξασφαλίζουν ένα πιο ευνοϊκό θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορουν να λειτουργήσουν θεσμοί και όργανα που θα εξετάζουν και θα γνωμοδοτούν για τις αντίστοιχες δημόσιες πολιτικές.

Προς μια τέτοια κατεύθυνση ως Μπροστά έχουμε εισηγηθεί πχ, η σημερινή Γραμματεία Νέας Γενιάς θα μπορούσε να μετατραπεί σε Διαγενεακής Αλληλεγγύης, να συσταθεί ειδική κοινοβουλευτική Επιτροπή ή να προβλεφθεί Συνήγορος Διαγενεακής Ισότητας.

Αν ο νομοθέτης λάβει υπόψιν του τις πιεστικές δημογραφικές, κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες της σημερινής Ελλάδας, το νέο Σύνταγμα οφείλει να είναι η θεσμική πλατφόρμα προς μια ανοιχτή, αλληλέγγυα και δίκαιη κοινωνία.

Αλλά αυτό δεν αρκεί χρειάζονται και πιο γρήγορα αντανακλαστικά και προτάσεις πολιτικής. Θα αναφέρω μερικές με τίτλους, γιατί είμαι βέβαιος ότι οι επόμενοι ομιλητές θα πουν περισσότερα:

νέο ασφαλιστικό σύστημα στα πρότυπα της Δανίας (μικτό, ανταποδοτικό, με ισορροπία βιωσιμότητας δικαιοσύνης αποτελεσματικότητας υπηρεσιών)

επέκταση των Εγγυήσεων Νεολαίας της Ευρωπαϊκής Επιτροής

 

  • αύξηση και επέκταση (και όχι μείωση που προβλέπει το νέο μνημόνιο) του επιδόματος ανεργίας
  • αρνητικός φόρος εισοδήματος ή πίστωση φόρου για δεδουλευμένο εισόδημα (διαγενεακό εργαλείο)
  • βασικό καθολικό εισόδημα
  • κοινωνικός λογαριασμός και προφίλ ασφαλισμένου
  • έμφαση στην προσχολική εκπαίδευση
  • ποσόστωση συμμετοχής νέων στα κομματικά ψηφοδέλτια
  • να ενεργοποιηθούμε φυσικά και οι πολίτες, οι ερευνητικοί φορείς, οι κοινωνικοί εταίροι: να δημιουργήσουμε ένα φορέα ή ένα δίκτυο που θα δημοσιοποιεί το δείκτη «διαγενεακής δικαιοσύνης» που θα υπολογίζεται με στοιχεία γύρω από τους δείκτες ανεργίας, την απόκτηση πρώτης κατοικίας, τις δαπάνες για συντάξεις, το δημόσιο χρέος, τη δημοκρατική συμμετοχή, την υγεία, το εισόδημα, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και την εκπαίδευση κάθε γενιάς, θα αποτελούσε ‘πυξίδα’ για την άσκηση πολιτικής.

 

  1. 5. Πολιτική ατζέντα ή ηθική προτροπή;

Η διαγενεακή ατζέντα δεν έχει μόνο ηθική διάσταση. Δεν είναι ένα απολίτικο αίτημα. Είναι μια προοδευτική ατζέντα που ανασυνθέτει τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τις κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι διαρκώς μεταρρυθμιστική, στοχεύει στην δημιουργία οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πλεονασμάτων, υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα με στόχο να αμβλύνει τη μυωπική και καταχρηστική άσκηση της δημόσιας πολιτικης. Καλεί νομοθέτες, πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, επιχειρήσεις, συνδικάτα και πολίτες να δημιουργήσουν γέφυρες συνεργασίας και να αναβαθμίσουν τον κοινωνικό διάλογο.

Δυστυχώς όμως, υπάρχουν αρκετές παρανοήσεις που “θολώνουν” την ουσία στη δημόσια συζήτηση. Για παράδειγμα, αν στο ασφαλιστικό μιλήσεις για μείωση των εισφορών, ώστε τα νέα παιδιά να βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά, αμέσως θα ακούσεις ότι “θες να ρίξεις τη γιαγια και τον παππού στο δρομο”. Αυτή τη στιγμή όμως, όπως ζει σε μια οικογένεια με παππούδες και γιαγιάδες, θα δει ότι η πενιχρή σύνταξη πάλι στα εγγονια και στα παιδιά επιστρέφει. Οι σταθεροί χρηματοδότες του οικογενειακού προϋπολογισμού δεν ειναι ουτε η κυρίαρχη, ουτε η νέα γενιά, αλλά η ασημένια γενιά: αυτό δείχνει πόσο στρεβλά χρησιμοποιείται η σύνταξη, αντί να υπάρχουν επιδόματα και υπηρεσίεςκαι φυσικά δουλειές  για κάθε ηλικιακό γκρουπ, που θα εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή.

Αυτό που δεν θα ακούσετε από τη νεομαρξιστική Αριστερά  και σε καμία περίπτωση από τη Δεξιά είναι πως σε κοινωνίες που γερνάνε και αρκετοί πλέον θα δουλεύουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, τα μέσα να εξασφαλίσεις την αλληλεγγύη των γενεών μέσα από τα ασφαλιστικά ταμεία, την φορολόγηση και την εργασία θέλουν άλλη προσέγγιση. Με την προοδευτική φορολόγηση, στην πράξη, δεν υπάρχει όριο στον παραλογισμό. Το ζούμε εξάλλου με τη σημερινή κυβέρνηση. Οι συντάξεις πληρώνονται με έκτακτα ρεσάλτο στον κεντρικό προϋπολογισμό, αφαιρώντας πόρους από την εκπαίδευση, την υγεία, τις επενδύσεις.

Με το υπάρχον σύστημα θα καταδικαστεί σε εξαθλίωση η τρίτη ηλικία και σε έξωση η νεότερη με θλιβερούς μισθούς, χωρίς προοπτική, που δεν θα πληρώνει και θα βλέπει τον υπόλοιπο κόσμο με κατάθλιψη μέσα από την οθόνη ενός κινητού ή ενός τάμπλετ.

  1. Εντάσσοντας τη Διαγενεακή Αλληλεγγύη στην προοδευτική ατζέντα

Μιλώντας για αλληλεγγύη δεν αναφερόμαστε σε κάποιο ‘πόλεμο’ ή διαίρεση ανάμεσα στις γενιές. Όμως δεν μπορούμε να αγνοούμε ότι η ένταση θα αυξηθεί αν το πρεκαριάτο μεγαλώσει και οι νέοι πορεύονται ανάλογα με αυτά που κληρονομούν και όχι αυτά που κερδίζουν στην πορεία της ζωής τους. Η πρόκληση για τους προοδευτικούς, για τη σοσιαλδημοκρατία, την Αριστερά που επιζητά την κοινωνική και οικονομική διόρθωση με δικαιοσύνη, είναι να αυξήσει γρήγορα την παραγωγικότητα των νέων ανθρώπων, εφοδιάζοντάς τους με γνώσεις, εμπειρίες, καινοτόμο τρόπο σκέψης και ανάλυσης, δυνατότητες αλλά και κίνητρα για να μπορεί να διαθέτει την εργασία του πιο ακριβά.

Από τη φορολόγηση, μέχρι την ασφάλιση, την εκπαίδευση, την υγεία, ακόμη και την κοινωνική εργασία, οι προοδευτικοί χρειάζεται να χτίσουμε μια νέα ταυτότητα για τον πολίτη του 21ου αιώνα, που δεν θα τον περιορίζει και δεν θα τον προσδιορίζει το επίδομα ή ο μισθός, αλλα η δυνατότητά του να παζαρεύει ακριβά στην αγορά εργασίας τις γνώσεις του, να ευημερεί και να διεκδικεί δημόσια αξιώματα, να είναι ενεργός αν το επιθυμεί, να έχει πρόσβαση στην πληροφορία και να χειρίζεται την τεχνολογία χωρίς περιορισμούς.

Ενας στους πέντε Έλληνες είναι σήμερα ανω των 65 ετών. Το 2060 θα είναι ένας στους τρεις και η Ελλάδα θα μετρά μόλις οκτώμιση εκατομμύρια κατοίκους. Μια χώρα που γερνά σε ηλικία, γερνά και σε ιδέες: το παράδοξο των σημερινών παιδιών που μεγαλώνουν δίπλα στους γονείς τους ειναι να καταλάβουν ότι ο προορισμός και τα θέλω τους είναι διαφορετικός και ότι τα εφόδια που παίρνουν από τις προσπάθειες των γονιών τους πρέπει να τα αξιοποιήσουν διαφορετικά, ανοίγοντας το μυαλό και τις γνώσεις τους και αγωνιζόμενα να φέρουν στη δημόσια συζήτηση τις δικές τους διεκδικήσεις και όχι τα συνθήματα, τα παράπονα και τα θέλω των γονιών τους.

Αυτό είναι για μένα μια νέα θεολογία της πολιτικής, αυτή που ενέπνευσε τους μαρξιστές και φιλελεύθερους τον 19ο αιώνα, αυτή που μπορεί σήμερα να εμπνεύσει το πρεκαριάτο και όσους ζουν χειρότερα από αυτό που θα ήθελαν να έχουν:  πέρα από τη γραφειοκρατική ή την πεζοδρομιακή διάλεκτο της σημερινής πολιτικής, μπορούμε να ρίξουμε τα τείχη που χωρίζουν τις δυνατότητες των σημερινών νέων από μια καλύτερη ζωή και τουλάχιστον όχι χειρότερη από αυτή των γονιών τους. Για να γίνει αυτό θέλουμε μια πολιτική σύγκρουση. Και αυτή θα γίνει με οικονομικούς, πολιτικούς και –  είτε το θέλουμε είτε όχι και με γενεακούς όρους.

Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι επικεφαλής της κίνησης “Μπροστά”, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του “Ποταμιού”

-Aπό την ημερίδα του Πολιτικού  Εργαστηρίου για τις διαγενεακές ανισότητες

Σχόλια