Άστραψε και βρόντηξε ο κ. Μιχελογιαννάκης μόνο με την ιδέα ότι μπορεί να βρεθεί στο ίδιο τραπέζι συνομιλιών με την κ. Μαρία Ρεπούση, ενόψει του «ανοίγματος» του ΣΥΡΙΖΑ: «στην Σμύρνη είχαμε διωγμό και γενοκτονία, το Ζάλογγο δεν αποτελεί μύθο και η γενοκτονία των Ποντίων δεν χωρά αμφισβήτηση», δήλωσε ο κρητικός βουλευτής. Και συνέχισε λέγοντας ότι είναι «υπό αμφισβήτηση η συμμετοχή της κ. Ρεπούση στην πλατιά συμμαχία της πατριωτικής Αριστεράς που οφείλουμε να δημιουργήσουμε». Δεν θα με απασχολήσει εδώ η πολιτική ουσία των πολιτικών συμμαχιών και η πρόσφατη «συνεργασιολογία» που έχει προκύψει τις τελευταίες εβδομάδες στο χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Αυτά φαντάζομαι ότι απασχολούν —και θα απασχολήσουν ακόμη περισσότερο τους επόμενους μήνες— την κεντρική πολιτική σκηνή (για την προσωπική μου γνώμη, βλ. εδώ).
Θα εστιάσω το ενδιαφέρον μου μόνο στην κρίσιμη έννοια της «πατριωτικής αριστεράς» και στην πολιτισμικά καταχρηστική εκδοχή της από την περίφημη Σοσιαλιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προσφάτως θυμήθηκε το μνημόσυνο του Ανδρέα Παπανδρέου ως αφορμή της δημόσιας επανεμφάνισής της. Παραθέτω τη σχετική ανακοίνωση: «Χθες συμπληρώθηκαν 18 χρόνια από το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου και έρχονται για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο, επίκαιρα όσο ποτέ, τα οράματα του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική δικαιοσύνη. Με μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, ο Ανδρέας Παπανδρέου διεκδίκησε ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα ενώ ταυτόχρονα πήρε ιστορικές πρωτοβουλίες για την παγκόσμια ειρήνη. Απέδειξε στην πράξη ότι ο πατριωτισμός και ο διεθνισμός όχι μόνο δεν είναι έννοιες ασύμβατες, αλλά άμεσα συνδεδεμένες και συμπληρωματικές. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει τις ειρηνικές αξίες ενός σύγχρονου αριστερού πατριωτισμού που δεν εξαντλείται μόνο στα εθνικά θέματα. Είναι αυτονόητη η απόφασή μας να μη διεκδικούμε τίποτα από κανέναν αλλά και να μην παραχωρούμε τίποτα σε κανέναν».
Το λεξιλόγιο, μια παλαιοπασοκική ρητορική επιστροφής στα χρόνια του ’80, νοηματοδοτεί την έννοια της «εθνικής ανεξαρτησίας» μέσα από τη στερεοτυπική σύνδεση του ελληνικού πατριωτισμού και του αριστερού διεθνισμού, στο όνομα της αυτοδύναμης αντιμνημονιακής συμμαχίας∙ με την υπόρρητη, βέβαια, υπενθύμιση ότι η «Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Ενόψει μάλιστα της τελευταίας Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, οι «5» της Σοσιαλιστικής Τάσης, κατέθεσαν την άποψή τους για «τη συγκρότηση μιας πλατιάς Δημοκρατικής Πατριωτικής κοινωνικής Συμμαχίας, που θα ξεκινά από το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και θα φτάνει έως τις μαχητικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, που είναι ξεκάθαρα απέναντι στα μνημόνια». Ο κ. Μιχελογιαννάκης δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να εξειδικεύσει αυτή την ηγεμονική κοινοτοπία με τις αντίστοιχες γλαφυρές αναφορές στη Σμύρνη, στο Ζάλογγο και στον ποντιακό ελληνισμό.
Στην πολωτική αναμέτρηση ανάμεσα στην λαϊκή δεξιά και την «πατριωτική αριστερά» είναι βέβαιο πως θα παρακολουθήσουμε πολλά επεισόδια. Προς το παρόν, είναι σαφές πως ένας νέος τύπος «επαναστάτη» γεννιέται: ο Che-λιγκας. Είναι ο ριζοσπαστικοποιημένος πρώην «πασόκος» (του βαθέος ΠΑΣΟΚ) που γαλουχημένος με τα πατριωτικά συνθήματα μιας άλλης εποχής προσχωρεί στον αριστερό εθνολαϊκισμό για να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία. Ο «cheλιγκας», αυτό το ιδιότυπο μείγμα «εθνικής υπερηφάνειας» και «ριζοσπαστικού νέο-γκεβαρισμού» κατακεραυνώνει σήμερα τους λογής-λογής «μερκελιστές των Μνημονίων» στο όνομα μιας ουτοπίας, που επινοεί ξανά μια παράδοση ανταρσίας και νοσταλγικής ευμάρειας. Πώς το έλεγε ο ποιητής «του βουνού και του λόγγου» Κώστας Κρυστάλης;
Ήθελα να ’μουν τσέλιγκας, να ’μουν κι ένας σκουτέρης,
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
να ’χω κοπάδι πρόβατα, να ’χω κοπάδι γίδια,
κι ένα σωρό μαντρόσκυλα, να ’χω και βοσκοτόπια…
Δεν ξέρω σε ποιο μαντρί, με τι κοπάδι και με ποια μαντρόσκυλα μπορεί να γίνει σήμερα η συζήτηση για τις νέες συμμαχίες. Ξέρω όμως ότι για αυτήν την «πατριωτική Αριστερά», τα βοσκοτόπια του νεοελληνικού εθνικισμού είναι στρωμένα με παχύ χορτάρι.