Αυτό που συμβαίνει και στην περίπτωση της ελληνικής διαπραγμάτευσης αναδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο πως ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένας φιλελευθερισμός δίχως ελευθερία, όπως αναφώνησε ο Καρλ Πόπερ στον Φον Χάγιεκ στην πρώτη συνάντηση στο Μον Πελερέν της Ελβετίας, στα 1947.

Η αντίφαση του νεοφιλελεύθερου επιχειρήματος συνίσταται στο γεγονός πως από τη μια αναδεικνύει την «προβλεψιμότητα» και την «υπολογισιμότητα» σε ειδικές αξίες των νομικών και διοικητικών διατάξεων του κράτους αλλά από την άλλη ανακηρύσσει τη διακινδύνευση, το ρίσκο, σε πολιτικό προνόμιο μόνον των αγορών. Τι νοηματοδοτείται, έτσι, ως «διακινδύνευση», ρίσκο; Μα κάθε ενέργεια που θα επιχειρήσει να επαναφέρει την οικονομία στο πεδίο της πολιτικής.

Οι οικονομικοί παίκτες, απαρνούμενοι τη δέσμευσή τους στην πολιτική ορατότητα,  θεωρούν ρίσκο την επαναφορά των πολιτικών λειτουργιών στις δικές τους επιλογές, μετατρέποντας την ελευθερία σε δικό τους προνόμιο, κάτι που νομιμοποιεί την τάξη ως αποκλειστική ιδιοκτησία τους, και το δικό τους δίκαιο ως δίκαιο επί του δικαίου.

Αυτό που τους απειλεί είναι μη και τυχόν επιστρέψει η πολιτική στη διαπραγμάτευση κάθε είδους, και στους εθνικούς ή υπερεθνικούς θεσμούς. Κάποιοι επιχειρούν να ορίσουν τη διαπραγμάτευση ως αποκλειστικά τεχνικό ζήτημα, που οφείλει να μην υπολογίζει την ανθρώπινη ζωή παρά μόνον ως λογιστικό κόστος. Ταυτοχρόνως – και στο όνομα αυτής της αποκομμένης από τον πολίτη τεχνογνωσίας – αλλά και πριν τα κοινοβούλια  συζητήσουν την όποια συμφωνία εμφανίζουν την τάδε ή τη δείνα τεχνοκρατική επιλογή ως περίπου θρησκόληπτα αποκαλυπτική αλήθεια. Επιδιώκουν να έχει νόημα μονάχα η παθητική αποδοχή κάθε περιεχομένου συμφωνίας.

Για άλλη μια φορά επιχειρείται η μετάβαση από τη διακυβέρνηση στη μετα-διακυβέρνηση με στόχο την «σχεδιοποιημένη οικονομία» αλλά αυτή τη φορά σχεδιοποιημένη μονομερώς και προς έλεγχο κάθε είδους απόκλισης. Απόκλισης που την αντιλαμβάνονται ως ενδεχόμενο εμπόδιο στην  αμέριμνη ασυδοσία, την αγεωγράφητη ερημοποίηση, δηλαδή στις γεωπολιτικές τρύπες, καθώς καθίστανται περιοχές δίχως πληθυσμούς και χώρες δίχως υπόσταση (βλ. Συρία κ.ά.).

Για το λόγο αυτό εκείνοι που επιμένουν σε μια γεωγραφική αποπολιτικοποιημένη διαμονή στην Ευρώπη, δαιμονοποιούν την οργανωμένη συλλογικότητα διεκδίκησης και παρέμβασης, λ.χ. τον συνδικαλισμό, τυατίζουν την Ευρώπη με τα μέτρα μόνον μιας ομάδας του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, ενισχύουν τις ρητορικές που παραπέμπουν σε περιορισμούς του δημοκρατικού ελέγχου, μετατρέπουν τη γεωγραφία (εν πολλοίς κάθε ένταξη στο χώρο) σε κάτι που δεν συνιστά κοινωνικό επιχείρημα.

Η αποτύπωση όμως σε κάθε χάρτη και η ένταξη στην (περι)γραφή της γης είναι πρωτίστως πολιτική, δηλαδή συνιστά κοινωνικό επιχείρημα και όχι απολιτικοποιημένη και εξ αυτού αντιδημοκρατική χωροταξία που επιχειρεί να καταστήσει αόρατη και ανύπαρκτη τη λειτουργία του δημοκρατικού ελέγχου, μια ακόμη Terra Nullius.

Κάποιοι επιχειρούν να πείσουν πως η πολιτική υπολείπεται της τεχνογνωσίας (τους) αποσιωπώντας πως η πολιτική απαξιώθηκε όταν το πολιτικό προσωπικό που την υπηρέτησε δεν διεκδίκησε την ισοτιμία και εν τοις πράγμασιν σε μια σειρά από ευρωπαϊκές και διεθνείς επιλογές.

Προς κάθε εχθρό της γεωγραφίας του δημοκρατικού χώρου επισημαίνω την παρατήρηση του Φερνάντ Μπροντέλ : «εξακολουθεί να υπάρχει μια εξαιρετικά ζωντανή διαλεκτική ανάμεσα στον καπιταλισμό αφενός και το αντίθετό του, τον «μη-καπιταλισμό» του κατώτερου επιπέδου αφετέρου […] Αυτό το κατώτατο επίπεδο, που δεν έχει παραλύσει από το μέγεθος των εγκαταστάσεών του ή της οργάνωσής του, είναι το πλέον πρόθυμο να προσαρμοστεί· είναι το φυτώριο της έμπνευσης, του αυτοσχεδιασμού ακόμη και της καινοτομίας, παρότι οι πλέον λαμπρές ανακαλύψεις του αργά ή γρήγορα πέφτουν στα χέρια των κεφαλαιούχων. Την πρώτη επανάσταση του βαμβακιού δεν την προκάλεσαν οι καπιταλιστές· όλες οι νέες ιδέες προήλθαν από τις τολμηρές μικρές επιχειρήσεις» .

O Βαγγέλης Ιντζίδης είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς

____________

« […] επέλεξα το είδος της μελαγχολίας που ελπίζει, που αγωνίζεται και αναζητά, προτιμώντας την από την μελαγχολία που απελπίζεται, αδρανεί και ασφυκτιά…» Βαν Γκονγκ, Ιούλιος 1880 

 

Σχόλια