Για άλλη μια φορά τα τελευταία δύο χρόνια, η χώρα βρίσκεται μπροστά στους χειρότερους από τους εφιάλτες της.

Σε ένα αρνητικό όπως διαμορφώνεται παγκόσμιο και ευρωπαϊκό περιβάλλον, η κυβέρνηση αρνείται (ή δεν μπορεί) να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αφήνει να έρπει με τη βοήθεια στελεχών της η συζήτηση για τη δραχμή, κωλυσιεργεί στο κλείσιμο της αξιολόγησης, δεν τηρεί ούτε τα συμφωνηθέντα, το Grexit δείχνει να μην την πολυπειράζει, η πραγματική οικονομία βουλιάζει, η επιχειρηματικότητα αποτελεί άγνωστη λέξη, υποσκάπτει το Κυπριακό και η αναξιοπιστία χαρακτηρίζει τις σχέσεις με τους διεθνείς οργανισμούς. Η «σκληρή διαπραγμάτευση» των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οδηγεί όλο και περισσότερους, από όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες στη φτωχοποίηση.

Ο ορίζοντας αντιμετώπισης της πιο παρατεταμένης και πολυεπίπεδης κρίσης στη νεώτερη ιστορία της χώρας, φαντάζει όλο και πιο μακρινός. Ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί και η κοινωνία παραμένει καθηλωμένη. Καθηλωμένο όμως και χωρίς προσανατολισμό φαντάζει και μεγάλο κομμάτι του πολιτικού συστήματος, που απέτυχε να προχωρήσει με τους αναγκαίους ρυθμούς στον εξορθολογισμό του κράτους και να διαχειριστεί την κρίση. Απέφυγε να καταπιαστεί με την επίλυση δομικών προβλημάτων, τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν, την αναγκαία μείωση του κράτους και συχνά επέλεγε την προσφιλή μέθοδο της «θωπείας των ώτων»

Η κοινωνία μαθημένη στην αποενοχοποίηση και αυτοαθώωση, επέλεξε «την ομαλοτέραν οδόν, έστω και άγουσαν – κατά Ροϊδη – στο βάραθρον». Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, από τη σύνθεση, την αντιπολιτευτική πορεία και τις ιδεολογικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, η αποτυχία αυτής της επιλογής, ήταν περισσότερο από σίγουρη και αναμενόμενη.

Ο προσεταιρισμός με τον εθνικολαϊκισμό των ΑΝΕΛ, τον προσομοίωσε προς αυτόν και σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενσωμάτωσε τις παθογένειες της μεταπολίτευσης, μαζί με έναν άκρατο αμοραλισμό για την παραμονή με κάθε τρόπο στην εξουσία. Η ιδεοληπτική του εμμονή σε έναν παρακμιακό μεταμαρξισμό, με χαρακτηριστικά της τελευταίας περιόδου του υπαρκτού σοσιαλισμού, έφερε πολλές φορές τη χώρα να κινείται στα όρια της ευρωπαϊκής κανονικότητας, του απομονωτισμού και μιας μετακοινοβουλευτικής πολιτικής ζωής.

Στον αντίποδα, η απάντηση στην κρίση και στην καταστροφική κυβερνητική παρουσία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν μπορεί να προέλθει μέσα από μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ. Μια ΝΔ που ενώ θέλει να εμφανιστεί σαν το «οξυγόνο» της πολιτικής ζωής, παραμένει δέσμια της Καραμανλικής πτέρυγας, κύριας υπεύθυνης για την κρίση και ακροδεξιών σταγονιδίων. Αποφεύγει συστηματικά την αυτοκριτική για τη συμμετοχή της στη διόγκωση του χρέους, αλλά και το αντιμνημονιακό της πέρασμα, τα Ζάππεια και τον λαϊκισμό, έτοιμη πάντα να ολισθήσει σε έναν ιδιότυπο κρατισμό.
Χωρίς ουσιαστικές λύσεις, προσπαθεί να γίνει και πάλι κυρίαρχη στο πολιτικό παιχνίδι και να στήσει το νέο δίπολο «εμείς ή αυτοί». Το πραγματικό και τρομακτικό όμως δίπολο, είναι όπως λέει κι ο φίλος Γ. Σιακαντάρης, ανάμεσα στο μίζερο δόγμα «να μοιράσουμε τη φτώχεια μας» και στο σκληρό δόγμα του «κοινωνικού αυτοματισμού».

Η χώρα όμως, απέναντι σε κάθε τέτοιο δίπολο, έχει επιτακτική την ανάγκη της επαναφοράς σε μια κανονικότητα, την εφαρμογή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, την εξασφάλιση της ευρωπαϊκής της πορείας, την κοινωνική συνοχή, την εξυγίανση της πολιτικής ζωής και την παραγωγική της ανασυγκρότηση.

Είναι φανερό και στον πιο δύσπιστο πια, ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν μπορεί, δεν το έχει, δεν το θέλει γιατί είναι έξω και πάνω από την ιδεολογική της ταυτότητα, να εγγυηθεί μία τέτοια πορεία. Όσο και αν η κυβέρνηση εκλέγεται να ασκήσει έργο και να κριθεί στη λήξη της θητείας της, όσο και αν η συνεχής επίκληση εκλογών δεν αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, άλλο τόσο είναι φανερό, ότι δεν διάγουμε και ημέρες «δημοκρατικής κανονικότητας». Αν προσθέσουμε και όλους τους άλλους κινδύνους για τη χώρα, η λύση των εκλογών αρχίζει και φαντάζει μονόδρομος.

Τότε, με τον ΣΥΡΙΖΑ ηττημένο κοινοβουλευτικά, σε αντιστοιχία πια με το κοινό αίσθημα (όπως αυτό εμφανίζεται στις μετρήσεις), μπορείς να συζητήσεις για την αναγκαία συναίνεση στο δρόμο για τη διάσωση της χώρας. Όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του πονηρού και μπερδεύουν την κοινωνία. Είναι αφελές και αντιφατικό να καταδικάζεται ως καταστροφική η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα να επιδιώκεται «κυβέρνηση συνεννόησης» με τον ΣΥΡΙΖΑ ισχυρό.

Η απάντηση σε όλη αυτήν την παθογένεια και επιλογή για την κοινωνία, θα όφειλε, θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι μια σοσιαλδημοκρατία σύγχρονη, των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Μια σοσιαλδημοκρατία που θα αφήνει πίσω της το λαϊκισμό και τον κρατισμό. Μια σοσιαλδημοκρατία με αυτογνωσία των δικαίων και των σφαλμάτων της, που δεν θα χαρίσει σε κανέναν τις μάχες που έδωσε για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας – για μεταρρυθμίσεις – για να σταθεί η χώρα όρθια, αλλά και δεν θα χαριστεί στον εαυτό της για τα λάθη που έκανε στην πορεία προς την κρίση και στη διάρκεια της. Με πολιτικό όραμα και τα μέσα για την υλοποίησή του, ΑΛΛΑ και τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και την ανθρωπογεωγραφία της. Να επιλέξει με ποιους και πως θα πορευτεί στο μέλλον.

Μια σοσιαλδημοκρατία που παρά τη δυσχερή θέση από την ιδεολογική της υστέρηση σε παγκόσμιο επίπεδο και την αλλοτρίωσή της σε πολλές από τις αρχές της, να προσδιορίσει τη στάση της με θέσεις, πρόγραμμα και χωρίς αοριστίες.
Επάνω σε αυτές τις αρχές πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για την ενοποίηση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Ενός πόλου που για να αποκτήσει αξιοπιστία και απήχηση στην κοινωνία, πολλαπλάσια των κομματιών που τον απαρτίζουν, οφείλει να συγκροτηθεί σε ενιαίο φορέα, με νέο όνομα και νέα σύμβολα. Ενός πόλου που δεν θα ετεροκαθορίζεται, θα διεκδικεί τη δική του αυτονομία και όχι την πολιτική αυτονομία των συνιστωσών του. Ενός πόλου με συγκεκριμένη πολιτική και ρητορική που να δείχνει ότι θέλει να γίνει κυρίαρχος και όχι το μίζερο αποτέλεσμα της τεχνικής συγκόλλησης για τη διάσωση επετηρίδων και προσωπικών επιλογών. Εκεί θα κριθεί αν ο χώρος, θα μπορέσει να πρωταγωνιστήσει ή θα γίνεται τροφικό συμπλήρωμα προς τη μία ή την άλλη πλευρά μέχρι την πλήρη αφομοίωσή του.

Τέλος,

Η αντίδραση στο ιονισμένο πολιτικό περιβάλλον θα επιτευχθεί μόνο με την άσκηση πραγματικών πολιτικών και την επιβολή ανανέωσης που θα ξεκινά από τις αντιλήψεις και θα καταλήγει στα πρόσωπα. Ελκυστικοί στη νέα γενιά με φρέσκιες ιδέες, φρέσκα πρόσωπα για φρέσκια δυναμική.

Γιατί η Σοσιαλδημοκρατία είναι Αριστερά και οφείλει να είναι εδώ και όχι ένα πουκάμισο αδειανό ….

Σχόλια