Του Κωνσταντίνου Κορυζή
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά μέσα σε μια εφημερίδα την περασμένη Άνοιξη. Δεν πέρασε πολύς καιρός από εκείνη τη στιγμή, και η ποιητική συλλογή του «σφαίρες», βρήκε τη θέση της στη βιβλιοθήκη μου. Κάποιες μέρες αργότερα, ήταν σειρά μου να βρεθώ στο γραφείο του, για το δεύτερο σταθμό των συνεντεύξεών μας, με τίτλο «Μίλησέ μας καλλιτέχνη για την τέχνη σου».
Ο Δημήτρης Χαλαζωνίτης* μας αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή που δέχτηκε να μας μιλήσει. Εμείς τον ευχαριστούμε.
________________
-Η ποίηση προσέγγισε εσάς ή εσείς εκείνη;
«Όταν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη να πάω να φοιτήσω, το μόνο ποίημα που είχα διαβάσει, κι όχι ολόκληρο, ήταν ο εθνικός ύμνος. Κι ότι είχαν τα αναγνωστικά του γυμνασίου. Στη Θεσσαλονίκη όμως εκείνη την εποχή η ποίηση ήταν πολύ στα πάνω της. Είχε αρχίσει να βγαίνει τότε η γενιά του `70 των ποιητών και γενικότερα τότε συζητιόταν πολύ στις παρέες το θέμα της ποίησης. Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Αποφάσισα πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το πράγμα, κάτι πρέπει να κάνω. Μπαίνω λοιπόν σε ένα βιβλιοπωλείο στη Θεσσαλονίκη, δίχως να το επιλέξω, τυχαία δηλαδή, και διαλέγω επίσης τυχαία, τέσσερα βιβλία. «Τα Σύρματα» του Σωτήρη Κακίση, «Το Ράμφος» του Γιάννη Βαρβέρη, «Τους Πυροτεχνουργούς» του Γιώργου του Μαρκόπουλου («Οι Πυροτεχνουργοί») και «Το Χρονόμετρο» του Γιάννη του Κοντού. Ξεκίνησα να διαβάζω αυτά τα βιβλία. Βούτηξα μετά, στο μεγάλο πηγάδι της ελληνικής ποίησης. Επομένως εγώ πήγα τρέχοντας προς αυτήν, διότι μου έγνεφε και εγώ δεν μπορούσα να αντιγυρίσω τον χαιρετισμό. Αυτή ήταν η εισαγωγή μου στην ποίηση».
Κάπου εκεί, η ερώτηση που είχα θέσει είχε απαντηθεί, μα η αφήγηση αυτής της ιστορίας συνεχίστηκε και ο ποιητής με μετέφερε στη ζωή του, μερικά χρόνια πριν.
«Πολλά χρόνια αργότερα, έχοντας επιστρέψει στην Αθήνα και έχοντας ανοίξει αυτό εδώ το ιατρείο, αρχίζει να κλείνει ένας κύκλος. Μου τηλεφωνεί μια φίλη μου και μου προτείνει να κάνουμε μια ραδιοφωνική εκπομπή, μια περίεργη εκπομπή, αθλητική-λογοτεχνική. Τη ρώτησα ποιοι θα είμαστε και μου απάντησε, μεταξύ άλλων, πως θα ήταν και ο Σωτήρης ο Κακίσης. Με ρώτησε εάν τον γνωρίζω, της απάντησα πως όχι, όμως τον έχω διαβάσει. Κι έτσι γνωριζόμαστε με το Σωτήρη. Μια μέρα με παίρνει ο ίδιος τηλέφωνο και μου λέει: «Δημήτρη θα σου στείλω έναν πάρα πολύ καλό μου φίλο, να τον προσέξεις πολύ, το Γιάννη το Βαρβέρη.» Και εμφανίζεται εδώ μέσα ο Γιάννης ο Βαρβέρης, ο καλύτερος κατά τη γνώμη μου, της γενιάς του. Έτσι γνώρισα το Γιάννη λοιπόν. Μια άλλη μέρα, μου τηλεφωνεί εκείνος και μου λέει: «Δημήτρη, θα σου στείλω έναν πολύ καλό, δικό μου άνθρωπο, το Γιώργο το Μαρκόπουλο.» Ένας πάρα πολύ γλυκός άνθρωπος. Και έχω αγαπήσει και τα ποιήματά του πάρα πολύ. Κάποια στιγμή, δυστυχώς για όλους μας, πεθαίνει ο Γιάννης. Στην κηδεία του, ένας εύσωμος, πολύ γεροδεμένος άνθρωπος με έπιασε και με ρώτησε ποιος είμαι. Του απάντησα ο Δημήτρης ο Χαλαζωνίτης. «Μάλιστα.» μου λέει, «Εγώ είμαι ο Γιάννης ο Κοντός και θέλω να μου στείλεις όλα τα βιβλία σου.» Του τα στέλνω όλα τα βιβλία μου και με αυτόν τον τρόπο, γνωρίζω το Γιάννη τον Κοντό. Και κλείνει ένας κύκλος που δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα προέκυπτε, την ημέρα που μπήκα σε εκείνο το βιβλιοπωλείο και διάλεξα αυτά τα τέσσερα, τυχαία, βιβλία».
Το θαυμαστό της ιστορίας αυτής είναι δεν την γνωρίζουν οι υπόλοιποι συμμετέχοντες σε αυτή. Ο Δημήτρης δεν τους μίλησε ποτέ. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ντρεπόταν, εγώ πιστεύω πως τέτοιες στιγμές είναι τόσο όμορφες και ρομαντικές –αν θέλετε, που αξίζουν να μένουν προσωπικές.
Με τον ίδιο τρόπο όμως τον γνώρισα και εγώ. Αρχικά από ένα κείμενο, ύστερα από τα ποιήματά του και τελικά στο γραφείο του να συνομιλώ μαζί του».
-Πως νιώθετε ότι σας μιλάει η τέχνη;
«Πώς να το πω; Όπως κάθε έντονο πάθος, όπως κάθε έντονη στιγμή στη ζωή μας. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τις εκφράσεις της. Θα ήταν κενά βήματα χωρίς αυτή, εάν δεν ήξερα πως υπάρχει σε μια γωνιά να μου στέλνει ένα μήνυμα. Να φτιάξουμε αυτόν τον διάλογο που θα ακουμπήσει τις ψυχές όλων και τη δική μου όταν δημιουργώ. Λένε για την ποίηση πως δεν έχει καμία σχέση με λέξεις, άσχετο με το αν τις χρειάζεται όλες. Είναι ένα αδιόρατο φως που δεν το αντιλαμβάνεσαι αλλά το αισθάνεσαι».
-Με την τέχνη της ποίησης, τι είδους σχέση έχετε;
«Θα έλεγα ανάγκης και μάλιστα, σε στιγμές, ζωτικής. Όπως ανάγκη έχεις να αντιγυρίσεις το χάδι που σου προσφέρεται, το δώρο που σου προσφέρεται. Και βέβαια, μετά την ανάγκη, ακολουθούν όλα τα συναισθήματα εκείνον τον ψίθυρο που νιώθεις όταν σου μιλά (η ποίηση). Είναι μια σχέση γένεσης. Τη γεννάμε και στη συνέχεια μας ξαναγεννά με τους δικούς της τρόπους. Είναι μια διαδικασία ζωής».
Κάτι τόσο «απαλό» όπως η τέχνη, βρίσκεται άρρηκτα δεμένο με το σκληρό άγγιγμα μιας ζωτικής ανάγκης. Και αγκαλιάζει, όποιο βάρος μπορεί να γεννούν, τα συναισθήματα και τα πάθη…
-Και το συναίσθημα που νιώθετε όταν φτιάχνετε τέχνη; Όταν φτιάχνετε ποίηση;
«Αρχικά να θυμάσαι πως ότι έχω φτιάξει εγώ, είναι ξενυχτισμένο. Συντροφευμένο από πολλά πακέτα τσιγάρα. Εκείνες τις ώρες λοιπόν, όταν κατορθώνω και βγάζω ένα στίχο, μετά αισθάνομαι μια… πώς να στο πω; Μια ευτυχή εξάντληση. Μα όταν έχεις κάνει έρωτα, το ίδιο πράγμα δεν αισθάνεσαι; Μια ευτυχή εξάντληση; Ε, αυτό είναι. Ένας έρωτας είναι. Ότι σου κάνει το ένα σου κάνει και το άλλο. Έτσι αισθάνομαι και εγώ, ιδίως εκείνες τις ώρες αργά τη νύχτα που καταφέρνω και γράφω ότι γράφω».
-Θα μπορούσε να είναι ένα συναίσθημα; Αυτό που να εμπεριέχει μέσα του όλα τα συναισθήματα;
«Αυτό που λες είναι το Ον. Βεβαίως και είναι το Ον, γι’ αυτό και άλλωστε δεν μιλάμε τόση ώρα; Γι’ αυτό και η ποίηση είναι ο άσπονδος φίλος ή και εχθρός – αν θέλεις της φιλοσοφίας. Κατορθώνει, χωρίς να χρησιμοποιήσεις όλες τις λέξεις να πετύχει πολλές φορές αυτό που η φιλοσοφία χρειάζεται όλες τις λέξεις, και καινούργιες για να τα καταφέρει. Υπάρχει αυτή η αλληλεπίδραση. Όσο και αν βρίσκονται απέναντι, επηρεάζει ο ένας τον άλλο σε μεγάλο βαθμό».
Στο τέλος κάθε όν, είναι μια ουλή του θεού του
-Η ποίηση έχει θέση σήμερα; Και αν ναι ποιά;
« Πάντα έχει θέση. Από κει και έπειτα έχει να κάνει με όλα τα πράγματα που συνθέτουν τη ζωή μας. Έχει πάντοτε θέση και μάλιστα reserve. Και σε καιρούς «πολέμου» είναι το πρώτο και το τελευταίο καταφύγιο, μα θα τη θυμηθούμε πάλι, να είσαι βέβαιος. Η θέση της είναι αυτή που ήταν πάντα και δεν θα αλλάξει. Το μόνο που αλλάζει είναι το βλέμμα μας. Τα βλέμματα σήμερα είναι πολύ λιγότερα, διότι φταίει και αυτή, δεν υπάρχει περίπτωση… ξέχασε τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Δεν νομίζω πως χάνει όμως ποτέ τη δύναμή της».
-Η τέχνη πρέπει να λογοκρίνεται;
«Ποτέ! Σκέτο και κατηγορηματικό. Για την τέχνη και για τη σάτιρα -και ας μην είναι πάντα βέβαιο το αν θα την συμπεριλαμβάναμε στην τέχνη- ένα μονάχα πράγμα απαγορεύεται, το «Απαγορεύεται». Ποτέ κανείς δεν σε υποχρεώνει να πας να δεις ή να κάνεις κάτι. Όταν λογοκρίνεται εγώ νομίζω πως γίνεται ακόμα πιο ανθεκτική, εξοπλίζεται.
-Τη τέχνη πως την αισθάνεστε; Πως την αφουγκράζεστε;
«Όλοι αφουγκράζονται τα βιώματα τους. Την αφουγκράζομαι όπως όλα όσα μας δομούν και μας συνθέτουν σαν οντότητες».
-Για τη φράση: «Η τέχνη υπάρχει για όλους, λίγοι όμως έχουν το χάρισμα να τη συνθέτουν;»
«Και η επιστήμη υπάρχει για όλους, λίγοι όμως καταφέρνουν να την ασκήσουν. Όπως και λίγοι γιατρεύουν τις ασθένειες. Ίσως αυτό είναι και μια σoφή κατανομή της ίδιας της ζωής, που βρίσκει πάντα τρόπο να εξυπηρετεί τις ανάγκες της».
και μια φορά δεν θα γυρίσουμε, αφήνοντας πίσω μόνο ό,τι αγγίξαμε εκείνη τη μέρα
-Μπορεί κάποιος να διδάξει τέχνη;
«Μπορεί κάποιος να διδάξει ιστορία της τέχνης. Μπορεί όμως να αποτελέσει έμπνευση και με αυτή την έννοια χωρίς να το προσπαθεί, γίνεται και δάσκαλος. Δάσκαλος τέχνης όμως όχι. Στα σχολεία είναι καλό να υπάρχει με την έννοια της πληροφόρησης».
Αυτή λοιπόν, είναι η όψη της τέχνης της ποίησης, όπως την καθρεφτίζουν τα μάτια του καλλιτέχνη της. Όπως ένας χρυσοχόος ασχολείται με τις λέξεις.