Το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών υπήρξε για τη Δημοκρατική Αριστερά εξαιρετικά αρνητικό. Μπορεί να μην απηχεί την επιρροή των ιδεών, θέσεων και προτάσεών της στην ελληνική κοινωνία, αλλά…
Το μήνυμα ήταν ηχηρό, ενώ ταυτόχρονα η ανάγνωσή του ενίσχυσε τις τάσεις εσωστρέφειας, οι οποίες είχαν ήδη εμφανιστεί από το περσινό καλοκαίρι. Οι πρόωρες και εν θερμώ αναλύσεις της ήττας είναι ήδη πολλές και η καθεμιά εμπεριέχει τη δική της αλήθεια, απηχώντας παράλληλα τις διαφορετικές στρατηγικές που ενυπήρχαν στη μέχρι τώρα πορεία του κόμματος.
Η είσοδος και η αιφνίδια αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, το πολιτικό αποτύπωμα σε αυτή, το θολό πολιτικό στίγμα του κόμματος ως προς τις μελλοντικές συμμαχίες του, που εκφράστηκε από το δυσνόητο «ούτε» (με την Κυβέρνηση)- «ούτε» (με τον ΣΥΡΙΖΑ), η άρνηση διαλόγου με τους «58», η άκαιρη πολυγλωσσία ακόμα και σε ανύπαρκτα ζητήματα,η απαράσκευη και για πολλούς λανθασμένη συμπόρευση με τμήμα του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, η μόνιμη, τον τελευταίο χρόνο, εξαγωγή και περιφορά των εσωτερικών διαφωνιών στα μιντιακά «σαλόνια», καθώς και η αποτυχία της κεντρικής πολιτικής γραμμής να πείσει για τον εναλλακτικό χαρακτήρα της πρότασης της ΔΗΜΑΡ είναι μερικά από τα προβαλλόμενα σήμερα αίτια του ισχνού αποτελέσματος. Την κρίση της επόμενης μέρας επιτείνει αναμφίβολα η υποβολή, στα όργανα του κόμματος, της παραίτησης του προέδρου Φώτη Κουβέλη, καθώς και ο εσπευσμένος και συχνά καθόλου άδολος σχολιασμός της από διάφορους παράγοντες.
Η επόμενη μέρα ενός τέτοιου αποτελέσματος είναι πάντα δύσκολη και χρειάζεται ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση από όλους για να υπάρξει μεθεπόμενη μέρα. Χρειάζεται πρωτίστως να διαβάσουμε προσεκτικά το μήνυμα που έστειλε το εκλογικό σώμα και να ακούσουμε (έστω και τώρα) αυτά που έλεγαν οι πολίτες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Η πολιτική δεν γίνεται με το θυμικό, ούτε με «σκετσάκια» στα ΜΜΕ για λαϊκή τέρψη και κατανάλωση.
Συγκεκριμένα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι πολίτες που εμπιστεύτηκαν τη Δημοκρατική Αριστερά το 2012 το έκαναν με την πεποίθηση ότι αυτή θα αποτελέσει ένα σταθεροποιητικό παράγοντα στην κυβέρνηση συνεργασίας και στην πορεία εξόδου της χώρας από την κρίση. Αυτό στην αρχή έγινε. Στην προεκλογική περίοδο μας έλεγαν ότι εμπιστεύθηκαν τη ΔΗΜΑΡ για να υπάρχει ένα προοδευτικό ανάχωμα στις συντηρητικές πολιτικές, ανεξάρτητα από τα προβλήματα συνεργασίας και τους μονοκομματικούς ηγεμονισμούς της Ν.Δ.
Ήθελαν τη ΔΗΜΑΡ πόλο σταθερότητας και καθόλου δεν πείσθηκαν για τους λόγους αποχώρησής της από την κυβέρνηση, ούτε ενδιαφέρθηκαν για τη «σωτηρία» της αριστερής ψυχής της.
Τους προκάλεσε σύγχυση η πολιτική του «ούτε» «ούτε», καθώς και αυτή του «και» (με τον έναν) «και» (με τον άλλο), αφού αν ήθελαν να ψηφίσουν Ν.Δ. ή ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν κανένα λόγο να περάσουν από τη ΔΗΜΑΡ και, τελικά, αυτό έκαναν. Δεν είδαν σαφές πολιτικό σχέδιο και απέρριψαν στην πλειονότητά τους τα δειλά φλερτ με το ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος εξέπεμπε μηνύματα ανασφάλειας και οξυμένου λαϊκισμού.
Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Η κυβέρνηση έχασε, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε και η ΔΗΜΑΡ απέτυχε να γίνει η ρυθμιστική δύναμη της Κεντροαριστεράς, χάνοντας παράλληλα το momentum μιας νέας πολιτικής δυναμικής.
Από αυτό το σημείο θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινήσει η επόμενη μέρα. Η ανάκτηση του πολιτικού momentum απαιτεί σήμερα μια γενναία πρωτοβουλία για τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς, με συγκεκριμένους όρους και σαφείς προοπτικές, με ενδιάμεσους σταθμούς και προοδευτική πλατφόρμα, με κινητικότητα διαλόγου με τα κόμματα και τους σχηματισμούς του χώρου. Στην Κεντροαριστερά ανήκει η ΔΗΜΑΡ και εκεί θα πρέπει να αναπτύξει τον διακριτό ρόλο της και ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο, υπερβαίνοντας εμπόδια, αλλά και πικρίες του παρελθόντος.
Η Κεντροαριστερά δεν έχει ιδιοκτήτες, αλλά συγκατοίκους. Είναι πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία. Είναι εξ’ ορισμού πληθυντική και με ανάγκη διαμόρφωσης ενός προοδευτικού πολιτικού σχεδίου, το οποίο οφείλει να επιβάλει την αλλαγή πολιτικής. Το πολιτικό περιεχόμενο αυτού του σχεδίου θα καθορίσει τη φυσιογνωμία της και τις προοπτικές της και όχι οι προσωπικές στρατηγικές, όπως έγραφα σχετικά και πριν ένα χρόνο.
Παράλληλα, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΔΗΜΑΡ οφείλει να παραμείνει πόλος σταθερότητας για τη χώρα, ιδιαίτερα την επόμενη περίοδο, η οποία προαναγγέλλεται δύσκολη. Η κοινοβουλευτική δύναμη της ΔΗΜΑΡ είναι κρίσιμη για τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις και δεν πρέπει να αναλωθεί σε αλληθωρισμούς.
Υπάρχουν, τέλος, και πράγματα που η ΔΗΜΑΡ δεν πρέπει να κάνει την επόμενη μέρα.
Θα ήταν λάθος να εξαντληθεί σε αντιπαραθέσεις εσωκομματικής ιεραρχίας, όταν ειδικά σε αυτές η κοινωνία έχει γυρίσει την πλάτη.
Θα ήταν, επίσης, λάθος να παρασυρθεί από τους (ψευτο)λεονταρισμούς κάποιων «επαγγελματιών» της αμφισβήτησης και της ανέξοδης κριτικής.
Θα ήταν λάθος να αναλωθεί σε διαδικαστικές προστριβές εσωτερικών συσχετισμών που αυξάνουν την εσωστρέφεια. Όταν η Αριστερά επικεντρώνεται σε διαδικαστικές και οργανωτικές αλχημείες, απλά δεν έχει πολιτικό και στρατηγικό σχέδιο.
Θα ήταν λάθος να εγκλωβιστεί σε ατέρμονες υπαρξιακές αναζητήσεις και ενδοσκοπήσεις που αφίστανται του πολιτικού και αγγίζουν το ψυχαναλυτικό πεδίο.
Το σοκ της ήττας χρειάζεται σήμερα ένα αναγεννητικό αντισόκ και αυτό είναι η γενναία έξοδος στην κοινωνία και στην πραγματική πολιτική, με συγκεκριμένο ρεαλιστικό σχέδιο, χωρίς παρωπίδες, χωρίς δισταγμούς και χωρίς καθυστέρηση.
*Ο Θόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην υφυπουργός Παιδείας.