«Όλα θα ήταν αλλιώς αν η ΔΗΜΑΡ έμενε στη κυβέρνηση…». Το υποθετικό επιχείρημα ακούγεται συχνά από καλόπιστους, κατά τα άλλα, συντρόφους, που συνεχίζουν να ταυτίζουν επιπόλαια την «αριστερά της ευθύνης» με τη λευκή επιταγή απέναντι σε όλες τις ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές.
«Όλα θα ήταν αλλιώς αν η ΔΗΜΑΡ έμπαινε στην ΕΛΙΑ», υποστηρίζουν άλλοι σύντροφοι και φίλοι που παθιάζονται με τη μετέωρη υπόθεση της κεντροαριστεράς. «Όλα θα ήταν αλλιώς αν η ΔΗΜΑΡ δήλωνε πως θα συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ» λένε, τέλος, όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως η διακυβέρνηση της χώρας πρέπει να αλλάξει χέρια με νέους συσχετισμούς δυνάμεων και, πάντως, με επικεφαλής την αξιωματική αντιπολίτευση. Ίσως είναι πια καιρός να συζητήσουμε ξανά όλα αυτά τα «αν» ∙ τώρα που το προεκλογικό τοπίο αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, χωρίς υποθετικά σχέδια επί χάρτου.
Μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις για το σχέδιο εξόδου της χώρας από το ευρώ και την ευρωζώνη, η γενναία απόφαση συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ στην τρικομματική συγκυβέρνηση (Ιούλιος 2012) δικαιώθηκε πλήρως. Από θέση ευθύνης, η ΔΗΜΑΡ «έβαλε πλάτη» στην εθνική προσπάθεια αποφυγής μιας χαοτικής χρεοκοπίας, με δυσανάλογο κόστος για το δικό της πολιτικό προφίλ. Ένα χρόνο μετά, (Ιούνιος 2013) η ΔΗΜΑΡ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, καθώς η προγραμματική συμφωνία είχε πλέον «εξαερωθεί», με ευθύνη κυρίως της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Τα γεγονότα της ΕΡΤ, άλλωστε, έδειξαν πως η κυβέρνηση είχε ήδη πάρει μια συντηρητική στροφή, στην οποία η ΔΗΜΑΡ κινδύνευε να χάσει τον ιδεολογικό της προσανατολισμό. Το κόμμα αποχώρησε από μια κυβέρνηση που μετέτρεπε σταδιακή τη μεταρρύθμιση σε απορύθμιση : η «κινητικότητα» ταυτίστηκε με τις απολύσεις, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ταυτίστηκε με τις ιδιωτικοποιήσεις, η ανάγκη για πρωτογενές πλεόνασμα καλύφθηκε από την άδικη και άνιση υπερφορολόγηση των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν και τα πρόσφατα γεγονότα της «υπόθεσης Μπαλτάκου», να μας υπενθυμίσουν πως η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ ήταν επιβεβλημένη, όχι μόνο σε πολιτικό αλλά κυρίως, σε ηθικό επίπεδο. Ομολογώ πως δεν γνωρίζω καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση που ο γραμματέας της να λειτουργεί ως άτυπος «προπονητής» μιας ακροδεξιάς εγκληματικής οργάνωσης, αφού πρώτα έχει ήδη φροντίσει να ακυρωθούν κεντρικά σημεία της προηγούμενης τρικομματικής προγραμματικής συμφωνίας (βλ νομοθετικό πλαίσιο για ιθαγένεια, αντιρατσιστικό νομοσχέδιο κλπ). Και σίγουρα δεν γνωρίζω επίσης κανέναν πρωθυπουργό που να θεωρεί πως το «δημοκρατικό τόξο» απέναντι στο νεοναζισμό μπορεί να φτιαχτεί με τα υλικά μιας εθνικοπατριωτικής δεξιάς του ΄50, η οποία, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να μετατρέψει την κρίση της οικονομίας σε κρίση της δημοκρατίας.
Από την άλλη μεριά, το ναυάγιο της «μεγάλης κεντροαριστεράς» διέψευσε όλους εκείνους που πίστευαν πως οι φίλοι «58+» αναποδογύρισαν την κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου. Η κλεψύδρα αυτή έσπασε οριστικά, αφήνοντας πίσω της ένα μουδιασμένο, σπαρασσόμενο και αποκρουστικό ΠΑΣΟΚ, που κρύβεται επιμελώς πίσω από τα κλαδιά της ΕΛΙΑΣ. Προς το παρόν, ας κρατήσουμε «την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» : ο κ. Βενιζέλος αφού πρώτα, με ανάρμοστο πολιτικό ύφος, χαρακτήρισε τη ΔΗΜΑΡ ως «παρασιτική» πολιτική δύναμη, αμέσως μετά έστησε και την πλασματική και εκβιαστική παγίδα μιας άμεσης κυβερνητικής κρίσης, με πρωταγωνιστή τη νεοσύστατη ΕΛΙΑ. Αυτό λοιπόν ήταν το στοίχημα της «κεντροαριστεράς» ; Αστεία πράγματα.
Το δήθεν μεγάλο σχέδιο ναυάγησε από λανθασμένες προβλέψεις, με λανθασμένο τρόπο, σε λανθασμένο χρόνο. Η υπόθεση της ανασυγκρότησης του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» και του προοδευτικού πόλου θέλει ένα καινούργιο σχέδιο που θα υπερβαίνει αυτή την «κεντροαριστερά». Και καλό θα είναι την επόμενη φορά να μη γίνουν τα ίδια λάθη, από τους ίδιους ανθρώπους ∙ ιδίως από εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πλήρωσε ακριβά την απορρόφησή της από την κεντροδεξιά.
Όσοι, τέλος, νόμιζαν πως το κόμμα μας πρέπει να πάρει μια μεγάλη και γενναία «αριστερή στροφή» θα πρέπει να σκεφτούν πως η εποχή του ΣΥΡΙΖΑ και της θυμικής «αγανάκτησης» βρίσκεται ήδη στην αντίστροφη μέτρηση, αφήνοντας πίσω μόνο παράπλευρες απώλειες : το λαϊκισμό, τον καταγγελτισμό, τον ευτελισμό των θεσμών, τον πολιτικό μιζεραμπιλισμό. Τελευταίο δείγμα : η έξοδος της χώρας στις αγορές, η στοιχειώδης, δηλαδή, επαναφορά, σε συνθήκες κανονικότητας, χαρακτηρίστηκε ως «προεκλογικό έγκλημα εναντίον του ελληνικού λαού» με την παράλληλη επαναφορά του αδιανόητου διλήμματος για δημοψήφισμα με θέμα «ευρώ ή δραχμή».
Η χειρότερη, ωστόσο, διολίσθηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον λαϊκιστικό αμοραλισμό έγινε αυτή την εβδομάδα. Υιοθετώντας πλήρως το λαϊκιστικό σχήμα «καλή βάση – κακή ηγεσία», ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε «παραπλανημένους» τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, και η κ. Δούρου υποστήριξε πως όποιος τσουβαλιάζει τους ψηφοφόρους υιοθετεί τη «φασιστική λογική» : «Είναι όλοι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ μπλεγμένοι στα σκάνδαλα με τα εξοπλιστικά ; Είναι όλοι οι ψηφοφόροι της ΝΔ μπλεγμένοι με το μνημόνιο ;» αναρωτήθηκε η κ. Δούρου. Η αποενοχοποίηση της ναζιστικής ψήφου λόγω «πλάνης» και η πρωτόγνωρη σύγκριση των ψηφοφόρων ενός νεοναζιστικού κόμματος με τους ψηφοφόρους των άλλων δημοκρατικών κομμάτων δεν είναι απλώς παραπτώματα μέσα στην ψηφοθηρική ιδιοτέλεια των εκλογών. Πρόκειται για μια χυδαία αντίληψη που απομειώνει το ηθικό βάρος της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς. Όταν ένα κόμμα, μπροστά στην αντιμνημονιακή υστερία, φλερτάρει ανοιχτά ακόμη και με τους νεοναζί, τότε ήδη έχει ετοιμάζει και τη φωλιά για να φιλοξενήσει το φίδι.
Στη ΔΗΜΑΡ, ο κύκλος της κομματικής εσωστρέφειας που άνοιξε πέρυσι πρέπει να κλείσει οριστικά, καθώς η κοινωνία περιμένει από εμάς να γίνουμε αυτό που μας αξίζει : ο τρίτος προοδευτικός πόλος, η τρίτη κυβερνητική λύση, η πρώτη επιλογή για την αλλαγή πορείας της Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη. Την επόμενη μέρα των εκλογών η ΔΗΜΑΡ πρέπει να πάρει κι άλλες μεγάλες πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου υπερβαίνοντας τον κατακερματισμό του. Είναι απολύτως βέβαια πως μόνο μέσα από τη ΔΗΜΑΡ μπορεί να υπάρξει ο υγιής κορμός για μια μεγάλη δημοκρατική προοδευτική παράταξη. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της. Κακά τα ψέματα. Δεν μπορεί να υπάρξει προοδευτικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή, αν δεν υπάρχει ισχυρός φορέας προώθησής του με συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα και διακριτό ρόλο μέσα στην επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας. Το καπέλωμα της ΕΛΙΑΣ από το «μικρό ΠΑΣΟΚ», το ρηχό Ποτάμι με τον μεταπολιτικό μεταρρυθμισμό του και την ανεύθυνη αοριστολογία του δείχνουν ολοφάνερα πως η νέα «μιντιακή κεντροαριστερά» θα εξελιχτεί γρήγορα και ομαλά σε ένα χρήσιμο μαξιλάρι της δεξιάς ηγεμονίας.
Η ΔΗΜΑΡ απέδειξε ότι είναι -και θα εξακολουθήσει να είναι – παράγοντας πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας. Η σταθερότητα όμως δεν μπορεί να ταυτίζεται με συντηρητικές αναδιπλώσεις, με την παγίωση των ανισοτήτων, με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για τη διακυβέρνηση της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή. Το βάρος αυτής της συζήτησης δεν μπορεί να το σηκώσει ούτε η νεοφιλελεύθερη Δεξιά της «απορρύθμισης» ούτε η λαϊκιστική Αριστερά του «τυφλού δρόμου». Οι πολίτες που αγωνιούν για την επόμενη μέρα πρέπει να στηρίξουν τη ΔΗΜΑΡ όχι μόνο γιατί διεκδικεί μια «τρίτη λύση» αλλά γιατί πρέπει να είναι η «πρώτη επιλογή» στις διεργασίες του προοδευτικού χώρου, με άξονα το περιεχόμενο της διακυβέρνησης. Η επόμενη μέρα ξεκινά ήδη από την επιλογή της κάλπης.
*Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι μέλος της Κ. Ε. της ΔΗΜΑΡ