Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2015 ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας ήταν ένας τρόπος για να αποτρέψει κανείς τη διακυβέρνηση Τσίπρα – Βαρουφάκη να καρφώσει το καράβι που λέγεται Ελλάδα στις ξέρες της δραχμής και της απομόνωσης από τον πολιτισμένο κόσμο. Τότε η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση ψήφισε το τρίτο Μνημόνιο κάνοντας πράξη την εθνική συναίνεση, χωρίς να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Τώρα που κλείνουν σχεδόν δύο χρόνια διακυβέρνησης από την «πρώτη φορά Αριστερά», η αρχική βροχή έγινε καταιγίδα. Παρ’ όλα αυτά, το να ζητά κανείς από την επομένη των εκλογών την παραίτηση της κυβέρνησης, όπως κάνει η ΝΔ, δεν αποτελεί δείγμα σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών. Το έκανε άλλωστε στο παρελθόν και ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα γνωστά αποτελέσματα. Η εντολή προς κάθε κυβέρνηση που έχει τη δεδηλωμένη είναι μία: κυβερνήστε και θα κριθείτε. Ολα τα άλλα δεν αποτελούν θέμα σοβαρής δημοκρατικής συζήτησης.

Ηδη όμως στο τραπέζι έχει πέσει και μια τρίτη άποψη: η κυβέρνηση «εθνικής συνεννόησης», έτσι όπως προτείνεται από ορισμένους στην Κεντροαριστερά. Μια κυβέρνηση, δηλαδή, ευρύτερης συνεργασίας από όλα τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα, που πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια. Η πρόταση ερμηνεύεται ήδη ως μια τακτική «ίσων αποστάσεων», γεγονός που ουσιαστικά ενισχύει είτε όσους επαναφέρουν την αντιδημοκρατική θεωρία της χαμένης ψήφου είτε όσους αναζητούν παραπολιτικά ρεπορτάζ σε ταβέρνες για τα διαρκώς καινούργια «κόμματα του Σαββατοκύριακου». Προφανώς το «ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε με τη ΝΔ» δεν μπορεί να αποτελέσει πολιτική απάντηση από τη σκοπιά της Κεντροαριστεράς. Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις έναντι όσων κυβερνούν και όσων βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Φανταστείτε την Κεντροαριστερά μετά τις εκλογές να τηρεί ίσες αποστάσεις από τη ΝΔ, αν αυτή κυβερνά. Φανταστείτε επίσης το μέλλον της Κεντροαριστεράς, με προνομιακό της σύμμαχο τον ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα υπό τη σημερινή του ηγεσία. Οι ψηφοφόροι της θα εκλάμβαναν και τις δύο εκδοχές είτε ως «αυτοτρολάρισμα» είτε ως αυτοκτονικό ιδεασμό.

Η Κεντροαριστερά, όπως σήμερα εκφράζεται από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, οφείλει να πετάξει από πάνω της το μεγαλύτερο βαρίδι που την εμποδίζει πραγματικά να συναντηθεί με την κοινωνία. Πρέπει να πάψει να ταλαντεύεται ανάμεσα στη μεταφυσική μιας κυβέρνησης «εθνικής συνεννόησης» – η οποία από μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας εκλαμβάνεται ως πρόταση-«σωσίβιο» στον ΣΥΡΙΖΑ – και στην αναγκαία εθνική συναίνεση. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη σήμερα οφείλει να τεθεί στην εμπροσθοφυλακή μιας προσπάθειας για εθνική συναίνεση με μόνο γνώμονα τον συνταγματικό πατριωτισμό. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται σήμερα η ΔΗΣΥ είναι να αρχίσει να αποκτά μια νέα ορατότητα στην κοινωνία αλλά και στο Κοινοβούλιο, μέσα από την αυτόνομη και διακριτή πολιτική ταυτότητά της ως της δύναμης που στην Ευρώπη εξέφρασε την κοινωνία των ίσων ευκαιριών και του προνοιακού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος πρέπει να συνεχίσει τον διάλογο για την ενότητα, με όλους όσοι βρίσκονται στην ίδια όχθη του ποταμιού.

Τα αδιέξοδα της περίφημης «σκληρής διαπραγμάτευσης» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν πλέον οδηγήσει σε μια διαδικασία φτωχοποίησης των πολιτών και απομείωσης του κοινωνικού κράτους. Θα ήταν ωστόσο εξίσου αφελές να υποστηρίξει κανείς πως η λύση θα έρθει μέσα από την αυτοδύναμη ΝΔ, η οποία έχει τεράστιες ευθύνες για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, ιδίως κατά την περίοδο του 2004-2009, αλλά και για το μαγικό αντιμνημονιακό μείγμα του Ζαππείου, το οποίο, ακόμη και σήμερα, έχει αφήσει λαϊκιστικά κατάλοιπα στο εσωτερικό της. Είναι σαφές πως το μίζερο δόγμα «να μοιράσουμε τη φτώχεια μας» αλλά και το σκληρό δόγμα του «κοινωνικού αυτοματισμού» δεν αφορούν τους προοδευτικούς πολίτες. Αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος είναι μια νέα σχέση μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς με άξονα τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και τη συνεργασία των παραγωγικών δυνάμεων.

Το μήνυμα πρέπει να είναι σαφές. Καμία Κεντροαριστερά δεν θα συμβάλει στην παραμονή στην εξουσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με προτάσεις συγκυβέρνησης. Αν το κάνει, θα μοιάζει με τον επιχειρηματία που θέλει να πουλήσει ένα προϊόν ύστερα από έρευνα αγοράς και, στη συνέχεια, κάνει μια διαφημιστική καμπάνια εστιασμένη σε όσους δεν θέλουν να αγοράσουν το προϊόν του. Από την άλλη, υποστηρίζεται – και σωστά – ότι η ιδεολογική και πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι προϋπόθεση της επιβίωσης της Κεντροαριστεράς. Συμφωνούμε επί της αρχής. Από μόνη της όμως η επίκληση της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται απλώς με τις διεκδικήσεις της ΝΔ. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να συμπαρασύρει και τη Σοσιαλδημοκρατία καθώς και το αξιακό και ιστορικό φορτίο το οποίο σφράγισε τη δημοκρατική προοδευτική παράταξη στον τόπο μας.

Για να μη γίνει κάτι τέτοιο, είναι καιρός οι προοδευτικοί πολίτες που είδαν την ελπίδα να μετατρέπεται σε απάτη να συνδιαμορφώσουν με δημοκρατικές διαδικασίες ένα ενιαίο, ανοιχτό και σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η ίδια η Δημοκρατική Συμπαράταξη χρειάζεται να αποδείξει ότι υπάρχει και μια άλλη, σοσιαλδημοκρατική αυτή τη φορά, ευρωπαϊκή Αριστερά. Ή, όπως θα έλεγε ο Σέρλοκ Χολμς, αν συμμετείχε στον διάλογο για την ανασυγκρότηση της Σοσιαλδημοκρατίας: «Rebranding! It’s elementary, dear Watson».

Ο κ. Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

Το Βήμα

Σχόλια