Ολοκληρώθηκε η διαδικασία εκλογής Προέδρου στη ΝΔ και νικητής αναδείχτηκε με 51% ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μετά από αυτό δεν είναι λίγοι αυτοί που «πανηγυρίζουν» για την εκλογή Μητσοτάκη ενώ άλλοι τόσοι σχεδόν είναι αυτοί που εκφράζουν την πικρία τους . Νομίζω ότι το πολιτικό συμβάν της εκλογής Μητσοτάκη ή της ήττας Μεϊμαράκη δεν προσφέρεται για βεβιασμένα συμπεράσματα σχετικά με την πορεία της ΝΔ , την ποιότητα και τις κατευθύνσεις της αντιπολίτευσης αλλά και τις γενικότερες εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό.
Δεν είναι λίγοι αυτοί, η μη Νεοδημοκράτες, που τάχθηκαν υπέρ της εκλογής Μητσοτάκη επειδή διέκριναν αφενός μεν ένα πλέον διαυγή πολιτικό λόγο αφετέρου δε υπόγειες ή και φανερές διαδρομές ανάμεσα στη σημερινή συμπολίτευση και την πλευρά Μεϊμαράκη και, ως εκ τούτου, εκδήλωσαν την αποστροφή τους στο «σύμφωνο πολιτικής συμβίωσης» Τσίπρα – Καραμανλή – Παυλόπουλου.
Από την άλλη δεν είναι επίσης λίγοι όσοι «στήριξαν» την εκλογή Μεϊμαράκη καταγγέλλοντας την ετερόκλητη συμμαχία και σύμπλευση, ιστορικά και ιδεολογικά, διαφορετικών τάσεων και προσώπων στη μάχη της εκλογής του νέου Προέδρου της ΝΔ και εκφράζοντας την πλήρη αντίθεσή τους στο ρόλο της οικογένειας Μητσοτάκη και στον σημερινό εκπρόσωπό της στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Το γεγονός άλλωστε ότι η νίκη Μητσοτάκη με ποσοστό 51% είναι πύρρειος αλλά και το δεδομένο ότι η ήττα Μειμαράκη ήταν σίγουρα το πιο ασθενές σενάριο, επιβεβαιώνουν όσους παραμένουν σιωπηλοί αφού, σε μια προσπάθεια πρόβλεψης των εξελίξεων, τα εξαγόμενα συμπεράσματα παρουσιάζουν υψηλό δείκτη αβεβαιότητας και αντιφατικότητας. Ποιος μπορεί, μετά από το εκλογικό αποτέλεσμα 51% – 49%, να ισχυριστεί με απόλυτο τρόπο ότι η ενότητα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι και θα παραμείνει αρραγής ; Και αν η σύμπλευση Μητσοτάκη – Βορίδη – Γεωργιάδη αποτρέπει, προσωρινά έστω, διασπαστικές τάσεις από τα δεξιά της ΝΔ, τι είναι αυτό που θα κρατήσει το αμιγώς Καραμανλικό ρεύμα σε ακινησία για μεγάλο διάστημα; Μάλιστα δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση, απεναντίας το αναμένω, αν η προσπάθεια περαιτέρω διαχωρισμού των δύο τάσεων στη ΝΔ ξεκινούσε από τους κόλπους της σημερινής συμπολίτευσης αφού μια πολιτικά και επικοινωνιακά ισχνή ΝΔ, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλες εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, επιμηκύνει το χρόνο παραμονής της σημερινής κυβέρνησης στην εξουσία.
Ας μη λησμονούμε ότι απέναντι στον εκσυγχρονιστικό και «ανανεωτικό» λόγο του Μητσοτάκη, η άλλη πλευρά προβάλλει το παραδοσιακό πρότυπο της κοινωνικής κεντροδεξιάς ταυτίζοντας τον νικητή των εκλογών με τις πιο ακραίες φωνές της Ευρωπαϊκής και κυρίως Γερμανικής δεξιάς.
Η συζήτηση στους κόλπους της κεντροαριστεράς, αναφορικά με το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών στη ΝΔ, καλά κρατεί. Και είναι πολλοί αυτοί που χαρακτηρίζουν τη νίκη Μητσοτάκη ως ήττα του Τσίπρα, ως ήττα μιας γραμμής που ακολούθησε, αν δεν διαμόρφωσε, και ο Πρωθυπουργός με το επιτελείο του. Φαίνεται δηλαδή να εκτιμούν τη εκλογή Μητσοτάκη ή καλύτερα την ήττα Μεϊμαράκη ως θετικό για την Κεντροαριστερά γεγονός αφού θίγεται άμεσα , τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, και η πλευρά Τσίπρα – Παυλόπουλου. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις αυτές, ότι η «επικοινωνιακή συρρίκνωση» της γραμμής ΣΥΡΙΖΑ υπέρ Μεϊμαράκη, απελευθερώνει ζωτικό χώρο για την κεντροαριστερά… Η άποψή μου είναι μάλλον αντίθετη αν λάβει κανείς υπόψη του ότι πολιτικοί σχηματισμοί και άλλα μορφώματα «τύπου Ποτάμι» μάλλον θα προσκολληθούν στη ΝΔ του Μητσοτάκη παρά θα αναζητήσουν πολιτική στέγη στην ούτως ή άλλως χαμηλής συνεκτικότητας Κεντροαριστερά. Θα έλεγα δε ότι η Κεντροαριστερά ίσως περάσει δύσκολες καταστάσεις στο άμεσο μέλλον αφού η γραμμή Μητσοτάκης πιέζει τη δεξιά της πτέρυγα και η διαφαινόμενη μεταστροφή Τσίπρα προς σοσιαλδημοκρατικές λογικές, την αριστερή.
Τελικά η ήττα Μεϊμαράκη και… «Καραμανλικής Αριστεράς» δεν φαίνεται ούτε να ενισχύει και ούτε κυρίως να αλλάζει για την Κεντροαριστερά τη στόχευση για ανάδειξή της σε σημαντική συνιστώσα του νέου πολιτικού σκηνικού στη χώρα. Απεναντίας καθιστά το τοπίο ρευστό . Τουλάχιστον το ίδιο ρευστό και στην περίπτωση που είχε επικρατήσει η γραμμή Μειμαράκη. Ούτε χαρά, ούτε λύπη λοιπόν. Μάλλον για πολιτική χαρμολύπη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε τουλάχιστον για τη δοκιμαζόμενη κεντροαριστερά.