Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του Zygmunt Bauman (1925 – 9 Ιανουαρίου 2017), ένα συνθετικό κείμενο για τη ζωή και, κυρίως, το έργο του σπουδαίου Πολωνού φιλοσόφου, ένα εκτενές σχόλιο για τα περισσότερα από τα βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας.
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν πέθανε τη Δευτέρα 9 Ιανουαρίου. Πολωνός εβραϊκής καταγωγής, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας, μελετητής και κριτικός της μετανεωτερικής κοινωνίας, της μονόπλευρης οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά κι ένας στρατευμένος διανοούμενος υπέρ των κοινωνικών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ατομική του ιστορία είναι συναρπαστική. Μαχητής της πολωνικής αντίστασης, συμμετείχε στις φιλοσοβιετικές δυνάμεις, όχι μόνο γιατί ήταν κομμουνιστής, αλλά και γιατί στις δυνάμεις της φιλοαγγλικής αντίστασης κυριαρχούσαν ισχυρά θρησκόληπτα και αντισημιτικά στοιχεία. Υποδέχτηκε με ελπίδα την επικράτηση των κομμουνιστικών δυνάμεων, αλλά σύντομα απογοητεύτηκε, και μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία κατέφυγε αρχικά στο Τελ Αβίβ και στη συνέχεια στην Αγγλία.
Σε όλη την πνευματική του διαδρομή ακολούθησε τα δύσβατα και «ουτοπικά» μονοπάτια ενός αναρχικού ανθρωπισμού, παρότι είχε επηρεαστεί άμεσα από τη μαρξική σκέψη, αλλά και από τον Λεβινάς. Η κοινωνιολογική σκέψη του Μπάουμαν βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον «κατεστημένο» κοινωνιολογικό λόγο, αφού αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι το πώς λειτουργούν τα δομικά συστήματα, αλλά κυρίως πώς βιώνουν οι άνθρωποι τις σχέσεις τους μέσα στα συστήματα, πώς οι παγκόσμιες στρατηγικές κυριαρχίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων και πώς μεταβάλλονται οι ζωές των ανθρώπων.
Ο απαραίτητος και ο «εξαναγκαστικός» εκσυγχρονισμός
Η σκέψη του Μπάουμαν αποτελεί ένα σύγχρονο κατηγορητήριο κατά του «εξαναγκαστικού» εκσυγχρονισμού. Στο στόχαστρό του συμπεριλαμβάνονται οι «παράπλευρες απώλειες» της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας και όχι ο εκσυγχρονισμός. Πιο σωστά, μέμφεται εκείνους τους εκσυγχρονισμούς οι οποίοι αδιαφορούν για τα θύματα που γεννούν και μετατρέπουν την καταγραφή της φτώχειας, της υπόταξης και του κοινωνικού αποκλεισμού σε αρνητική αξιολόγηση για όσους συμπεριλαμβάνονται στις παραπάνω κατηγορίες.
Ο Μπάουμαν δεν είναι κήρυκας της επιστροφής στις κλειστές κοινότητες ή στις κοινωνίες που η αρχή συγκρότησής τους βρίσκεται πέρα από τον άνθρωπο. Αντιθέτως, η κριτική του, κυρίως στις «Σπαταλημένες ζωές» (Εκδόσεις «Κατάρτι», μτφρ. Μάρκος Καρασαρίνης), εστιάζει στο γεγονός της μετάβασης από την κοινωνία των παραγωγών (πρώτη νεωτερικότητα) στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία (δεύτερη ή ρευστή νεωτερικότητα), μετάβαση η οποία συνοδεύεται, όχι από την αναβάθμιση του ανθρώπου, αλλά από τη μετατροπή των «υπεράριθμων» και «περιττών ανθρώπων» σε απορρίμματα. Με πολύ εύστοχο τρόπο δείχνει πως στην πρώτη νεωτερικότητα ήταν ο σχεδιασμός που δημιουργούσε τους «περιττούς», ενώ στη ρευστή εποχή μας είναι η έλλειψη μόνιμων σκοπών που δημιουργεί τα «ανθρώπινα απορρίμματα».
Προσοχή όμως: Είναι άλλο ζήτημα η κριτική των Ζίγκμουντ Μπάουμαν (κριτική στη ρευστή κοινωνία), Ρίτσαρντ Σένετ (κριτική στην παρακμή της δημόσιας ζωής και της κουλτούρας του καπιταλισμού), Λιούις Μάμφορντ (κριτική στα τεχνολογικά συστήματα ισχύος και στην τεχνοκρατία) και Κρίστοφερ Λας (κριτική στις ελίτ, την αναξιοκρατία και τη μαζική επικοινωνία) και άλλο ο εγκλωβισμός κάποιων θαυμαστών τους που άκριτα προσχωρούν σε ιδεολογικά μοντέλα προνεωτερικής σκέψης. Ο εκσυγχρονισμός, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες, υψηλού επιπέδου στοχαστές, αντικατέστησε την έκλυτη και απειθάρχητη ιστορία με μια ιστορία λογικά σχεδιασμένη και πειθαρχημένη. Ταυτοχρόνως όμως δημιούργησε και κοινωνικές συσσωματώσεις που «πετάχτηκαν» έξω από τον πυρήνα των σύγχρονων κοινωνιών. Δεν απορρίπτουν όμως τον εκσυγχρονισμό για χάρη των παραδοσιακών κοινοτικών μορφών ζωής και συστημάτων, ούτε αδιαφορούν για την τομή δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού. Αυτό που επιδιώκουν είναι να προκαλέσουν τις αριστερές δυνάμεις να καταλάβουν πως ο αδιάφορος για τα θύματά του εκσυγχρονισμός αποτελεί στην ουσία άρνηση της νεωτερικότητας.
Δεν καταδικάζουν την ιδέα της προόδου. Αυτή την ιδέα τη θεωρούν μια αρχικά απελευθερωτική ιδέα, αφού είναι αυτή που αποτίναξε τις σκουριασμένες αλυσίδες που είχαν αλυσοδέσει το ανθρώπινο πνεύμα. Ούτε βεβαίως αρνούνται τον ρόλο και τη χρήση της επιστήμης. Αυτό που αμφισβητούν είναι πως κάθε επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος συνοδεύεται από δεδομένα οφέλη για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τις πολιτικές που ακολουθούνται. Ταυτοχρόνως, δεν διστάζουν να συγκρίνουν και να αξιολογούν πολιτισμικές και τεχνολογικές παραδόσεις, αλλά και δεν σταματούν να διακηρύσσουν πως κάθε καινοτομία δεν μπορεί να γίνεται δεκτή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές της επιπτώσεις. Βεβαίως, τα όρια ανάμεσα στην κριτική του εκσυγχρονισμού και στην απόρριψη της νεωτερικότητας είναι πολύ δυσδιάκριτα. Αυτό οδηγεί ακόμα και στοχαστές τέτοιου επιπέδου να μετατρέπουν πολλές φορές την επιθυμητή κριτική σε συντηρητικό νοσταλγισμό.
Ρευστή κοινωνία, ρευστές σχέσεις, επαφές χωρίς δεσμούς
Στο «Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι» (εκδόσεις «Μεταίχμιο», μτφρ. Κων/νος Γεωρμάς) και στο «Ρευστή αγάπη» (εκδόσεις «Εστία», μτφρ. Γιώργος Καράμπελας) ο Μπάουμαν αναλύει τις συνέπειες των παγκόσμιων στρατηγικών κυριαρχίας στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων. Στον κόσμο της ρευστής νεωτερικότητας ο κανόνας είναι πως τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές. Οι ανθρώπινες σχέσεις όχι μόνο δεν εξαιρούνται απ’ αυτόν τον κανόνα, αλλά αποτελούν και το κατεξοχήν πεδίο επιβεβαίωσής του. Σ’ αυτόν τον κόσμο κυρίαρχες δεν είναι οι σταθερές σχέσεις, αλλά οι δεσμοί που στηρίζονται στο «δίκτυο». Ο άνθρωπος της ρευστής κοινωνίας έχει απολέσει κάθε κοινωνική δεξιότητα και ικανότητα. Είναι ένας άνθρωπος που φοβάται τη μείξη (μειξιφοβία) και τη σχέση με τους διαφορετικούς απ’ αυτόν. Ο χωρίς ιδιότητες άνθρωπος της πρώτης νεωτερικότητας εκτοπίζεται από τον άνθρωπο χωρίς δεσμούς.
Για την παγκοσμιοποίηση
Στο βιβλίο του «Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο» (εκδόσεις «Πολύτροπο», μτφρ. Χρήστος Βαλλιάνος) εστιάζει τον φακό του κοινωνιολόγου στις αόρατες πλευρές της παγκοσμιοποίησης. Σκοπός του είναι να καταδείξει τη διπλή και αντιφατική πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που για ορισμένους σημαίνει ελευθερία κίνησης στον χώρο, γι’ άλλους αποτελεί μια διαδικασία περιχαράκωσης σε τοπικές παραμέτρους. Μια τέτοια εξέλιξη σε έναν διαρκώς κινούμενο χώρο «αποτελεί σημάδι κοινωνικής στέρησης και υποβάθμισης». Η παγκοσμιοποίηση στο έργο του Μπάουμαν φαντάζει σαν ένα γλυπτό, ο καλλιτέχνης και δημιουργός του οποίου δεν είναι η ανθρώπινη δημιουργικότητα, αλλά οι παντοδύναμες εταιρείες.
Ο Μπάουμαν στο συνολικό έργο του περιγράφει εκείνες τις εξελίξεις που συνδέονται με σημαντικές αλλαγές στον χώρο της εμπορευματοποίησης του κεφαλαίου και της εργασίας και οι οποίες οδηγούν στην απορρύθμιση και στην ιδιωτικοποίηση. Στην κοινωνία των καταναλωτών στο ρυθμιζόμενο από το κράτος «κόστος εργασίας» –μέσω της αποδιάρθρωσης των μηχανισμών συλλογικής διαπραγμάτευσης και εργασιακής προστασίας– έρχεται να προστεθεί και η εγκατάλειψη στις ιδιωτικές μέριμνες μεμονωμένων ατόμων της αξίας πώλησης της εργασίας. Το άτομο είναι υπεύθυνο για τη μοίρα του και τίποτα δεν μπορεί να το σώσει έξω από την ισχύ της καταναλωτικής του δύναμης.
Kαταναλωτές και απορρίματα
Το σχήμα του Μπάουμαν μάς θυμίζει τη βεμπεριανή ανάλυση σύμφωνα με την οποία κανείς δεν γνωρίζει αν κάποιος θα εξασφαλίσει τη θεία πρόνοια, έχει όμως ένα κριτήριο για να «προβλέψει» και αυτό δεν είναι άλλο παρά η επιτυχημένη πορεία στον χώρο της παραγωγής. Για την καταναλωτική κοινωνία, όπως την περιγράφει ο Μπάουμαν, το κριτήριο της επιτυχημένης ζωής δεν είναι η συμμετοχή στην παραγωγή, ούτε καν στην εργασία, αλλά η διαρκής και ανολοκλήρωτη κατανάλωση. Ο homo consumes είναι ένα άτομο που διαρκώς πρέπει να καταναλώνει, ποτέ να μη σταματάει. Τη στιγμή κατά την οποία οι καταναλωτές αισθανθούν ικανοποιημένοι από την καταναλωτική τους κατάσταση και πάψουν να ενδιαφέρονται για τη διαρκή κατανάλωση και την ταυτιζόμενη με αυτήν αποκομιδή (απόσυρση των γρήγορα απαξιωμένων προϊόντων) θα έχουμε και την κατάρρευση του ιδεότυπου της καταναλωτικής κοινωνίας. Η τελευταία πρέπει διαρκώς να φαίνεται και να είναι ανικανοποίητη. Δεν φτάνει όμως αυτό. Χρειάζεται διαρκώς να παράγει «απορρίμματα» από προϊόντα και ανθρώπους. Τα προϊόντα της πρέπει γρήγορα να χάνουν την ανταλλακτική τους αξία και να αντικαθίστανται από νέα, «φρέσκα». Οι άνθρωποι, με τη σειρά τους, όταν σταματήσουν να καταναλώνουν, γίνονται ανθρώπινα «απορρίμματα». Το εξέχον χαρακτηριστικό της κοινωνίας του κλασικού καπιταλισμού, δηλαδή της κοινωνίας των παραγωγών, είναι η αποξένωση του εργάτη από το προϊόν και την εργασία του. Το εξέχον χαρακτηριστικό της ρευστής κοινωνίας των καταναλωτών, της οποίας ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί τη νομιμοποιητική αρχή και όχι την αρχή συγκρότησης, είναι ο μετασχηματισμός των καταναλωτών σε εμπορεύματα. Το πιο ευπαθές και ευρισκόμενο υπό διαρκή πίεση προϊόν είναι ο ίδιος ο καταναλωτής.
Διαδίκτυο: μηχανή κατανάλωσης ψευδεπίγραφων σχέσεων
Στον καπιταλιστικό νεωτερικό κόσμο ο φετιχισμός του εμπορεύματος απέκρυπτε την ανθρώπινη υπόσταση της κοινωνίας. Στη μετανεωτερική, ρευστή κοινωνία ο φετιχισμός του αυτόνομου υποκειμένου αποκρύπτει την εμπορευματοποιημένη πραγματικότητα της κοινωνίας των καταναλωτών. Το δήθεν αυτόνομο και ανεξάρτητο υποκείμενο δεν είναι τίποτε άλλο από το άθροισμα των αγοραστικών του επιλογών. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος στοίχειωνε την κοινωνία των παραγωγών καταναλώνοντας τους ανθρώπους, ο φετιχισμός της υποκειμενικότητας στοιχειώνει την κοινωνία των καταναλωτών παράγοντας μια ψευδαίσθηση. Το εργαλείο αυτής της ψευδαίσθησης είναι το Διαδίκτυο, που από όργανο άντλησης στοιχείων μετατρέπεται σε μηχανή κατανάλωσης ψευδεπίγραφων ερωτικών και άλλων σχέσεων. Θα πρόσθετα ότι στο Διαδίκτυο οι άνθρωποι παίζουν, όχι όμως όπως στον homo ludens του Χουίζινγκα, εδώ το παιγνίδι τους αφορά τη μετατροπή των αναζητούμενων ανθρώπινων σχέσεων και γνώσεων σε εμπορεύματα. Στον κόσμο που περιγράφει ο Μπάουμαν ο έρωτας και η γνώση γίνονται το παιγνίδι του φαντασιακού υποκειμένου, που αυτό με τη σειρά του είναι διαρκώς έτοιμο να περάσει στον κόσμο των «απορριμμάτων». Αυτή η κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς μια ακμαία βιομηχανία διάθεσης απορριμμάτων.
Η κριτική ανάλυση του Μπάουμαν διαχωρίζει την κατανάλωση ως ένα αναγκαίο στοιχείο της βιολογικής επιβίωσης από τον καταναλωτισμό ως συγκεκριμένο τύπο κοινωνικής διαρρύθμισης, ο οποίος προκύπτει από τη μετατροπή τυπικών ανθρώπινων αναγκών, επιθυμιών και πόθων σε πρωτεύουσα κινητήρια και λειτουργική δύναμη της κοινωνίας. Στην καταναλωτική κοινωνία η ατομική ικανότητα για ανάγκη, επιθυμία και λαχτάρα αποσπάται από τα άτομα και εμπραγματώνεται σε εξωγενή δύναμη, η οποία υπερκαθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές.
Η στιγμιαία κοινωνία «σμήνος»
Ο καταναλωτισμός είναι μια ζωή που βιώνεται στο «τώρα», μια ζωή «βεβιασμένη».
Ενώ η νεωτερική κοινωνία των παραγωγών πόνταρε στην ανθεκτικότητα και στην ασφάλεια, η ρευστή κοινωνία των καταναλωτών μετατρέπει την ανθρώπινη επιθυμία για σταθερότητα από συστημική αρετή σε μεγάλο ελάττωμα. Το μεταμοντέρνο ρευστό περιβάλλον είναι εχθρικό στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, στην επένδυση και στην αποθήκευση. Ο καταναλωτισμός είναι μια ζωή που βιώνεται στο «τώρα», μια ζωή «βεβιασμένη». Οι ευκαιρίες του είναι μοναδικές και ο χρόνος του διακεκομμένος. Σ’ αυτόν τον κόσμο ο παραμικρός δισταγμός τιμωρείται με πέταγμα στα σκουπίδια.
Για να υπηρετήσει όλες αυτές τις νέες «ανάγκες» η οικονομία του καταναλωτισμού δεν μπορεί να σταματά στην παρόρμηση απλής απόκτησης και κατοχής, αλλά να επεκτείνεται και να συμπληρώνεται από την παρόρμηση απαλλαγής και ξεσκαρταρίσματος των γρήγορα αντικαταστάσιμων προϊόντων. Αυτή η κοινωνία υπόσχεται μια στιγμιαία «εδώ και τώρα» ευτυχία. Μια ευτυχία διηνεκών στιγμών. Αν όμως είναι δύσκολο να απαντηθεί γενικά το ερώτημα πότε οι άνθρωποι είναι ευτυχείς, είναι ακόμα πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθεί απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα στο πλαίσιο της καταναλωτικής κοινωνίας. Γιατί σ’ αυτήν την κοινωνία η υπόσχεση ικανοποίησης παραμένει δελεαστική μόνον όσο η επιθυμία και η ευτυχία παραμένουν ανικανοποίητες. Έτσι, ο καταναλωτισμός δεν είναι μόνο μια οικονομία της υπερβολής και της σπατάλης, είναι επίσης και μια οικονομία της εξαπάτησης και του ανικανοποίητου.
«Πέπλο άγνοιας» στην κοινωνία «της γνώσης»
Η κοινωνία των καταναλωτών δεν κρίνει ικανότητες, γνώσεις, προθέσεις. Όλα αυτά κρίνονται και αναγνωρίζονται μόνον όταν στηρίζουν την καταναλωτική ικανότητα των κατόχων τους. Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη συμβολή του Μπάουμαν στην κριτική του καταναλωτισμού έγκειται στην αποκάλυψη του «πέπλου άγνοιας» που κρύβεται πίσω από τις επικλήσεις και τους όρκους στην κοινωνία της γνώσης, των ίσων ευκαιριών, της διά βίου μάθησης και άλλων συμπαρομαρτούντων «προσόντων». Η επίκληση των παραπάνω προσόντων είναι σε εισαγωγικά, όσο αυτά θεωρούνται συνοδοί στο καφέ-μπαρ της κατανάλωσης και όχι συνοδοιπόροι της αυταξίας του ανθρώπου ως δημιουργού, ως ενότητα παραγωγού και καταναλωτή.
Για τον Μπάουμαν, ο σκοπός των όποιων απαιτούμενων προσόντων είναι να κάνει τους κατόχους τους ευπώλητο εμπόρευμα. Το να είναι κανείς καταναλωτής αποτελεί ένα ατέρμονο καθήκον και προϋποθέτει επίπονο αγώνα. Ο ελαττωματικός καταναλωτής βρίσκεται αυτομάτως εκτός κοινωνίας. Ο φόβος μην γίνει κανείς ελαττωματικός καταναλωτής κεφαλοποιείται από τις εταιρείες, αλλά και από τους διοικητικούς και εκπαιδευτικούς μηχανισμούς.
Μια ματιά με τεράστια πολιτική σημασία
Μια άλλη ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση του θαρραλέου κριτικού της κοινωνικής αποδιοργάνωσης είναι η ματιά που ρίχνει στην αγορά. Μια ματιά που έχει και τεράστια πολιτική σημασία. Στην κοινωνία των καταναλωτών η αγορά δεν είναι ο χώρος όπου πραγματοποιούνται οι παραγμένες στον χώρο της παραγωγής αξίες, αλλά ένας χώρος που εκφέρει «ετυμηγορίες αποκλεισμού». Στις προ-πολιτικές κοινωνίες, αλλά και σε αυτές της πρώτης νεωτερικότητας, μόνον ο κυρίαρχος, δηλαδή η πολιτική και το κράτος, μπορούσε να εκφέρει ετυμηγορίες αποκλεισμού. Σήμερα αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνει η αγορά. Στην ανάλυση του Μπάουμαν δεν είναι η πολιτική (κράτος) που χάνει αρμοδιότητες, αλλά είναι η αγορά που αποκτά πολιτικές εξουσίες.
Δεν απουσιάζει όμως μόνον η πολιτική από την κοινωνία των καταναλωτών, απουσιάζει και η ταξική ένταξη. Εδώ ο Μπάουμαν, από άλλους βεβαίως δρόμους, συγκλίνει με την ιδέα της εξατομικευμένης κοινωνίας και των κατηγοριών «ζόμπι» του Ούλριχ Μπεκ. Η κοινωνία των καταναλωτών, κατά τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, διασπά τις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, διαλύει τις συλλογικές ταξικές ταυτότητες. Μόνον που ο Μπεκ στις διαδικασίες ρευστοποίησης των ταξικών ταυτοτήτων βλέπει τη διαμόρφωση εξατομικευμένων ρίσκων, ενώ ο Μπάουμαν βλέπει τη διαμόρφωση σμηνών. Σμήνη από καταναλωτές και σμήνη από «αποτυχημένους καταναλωτές».
Η κουλτούρα του καταναλωτισμού
Η κουλτούρα του καταναλωτισμού συνδέεται με την επιδίωξη να μην είσαι μέλος του σμήνους, με την επιδίωξη «να είσαι μπροστά από το κοπάδι». Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσει κανείς την ένταξή του στην κοινωνία των καταναλωτών. Πρέπει να θέλεις να προπορεύεσαι για να μη χάσεις το υπόλοιπο κοπάδι. Η άρνηση του κοπαδιού αποτελεί την προϋπόθεση ένταξης του καταναλωτή σ’ αυτό. Αυτό, με άλλα λόγια, γίνεται μέσα από την ταύτιση της ελευθερίας με την επιλογή. Ελεύθερος δεν είναι αυτός που στο χεγκελιανό σύμπαν γνωρίζει την αναγκαιότητα, αλλά αυτός που γνωρίζει και μπορεί να επιλέγει. Ελευθερία είναι η επιλογή και επιλογή η εκχώρηση της ελευθερίας.
Όσον αφορά τις αξίες της κουλτούρας του καταναλωτισμού, αυτές συνίστανται στην εμφατική άρνηση της αρετής της αναβλητικότητας και της καθυστέρησης της ικανοποίησης. Δύο αρετές που ο βεμπεριανός κόσμος τις συνέδεσε άμεσα με το «πνεύμα του καπιταλισμού». Η κουλτούρα του καταναλωτισμού ταυτίζεται με τη θεοποίηση της καινοτομίας. Όχι τυχαία, ένας κόσμος της Αριστεράς που παλαιότερα θεοποιούσε τον οικονομισμό και τον παραγωγικισμό, σήμερα θεοποιεί την καινοτομία. Ταχύτητα, καινοτομία, ανία, απόρριψη, το μαγικό τετράπτυχο της κουλτούρας του καταναλωτισμού. Υπερβολή, ασωτία και εξωφρενική σπατάλη, τα ψυχοφάρμακά της. Ο Μπάουμαν όμως δεν είναι καταστροφολόγος. Η απορρυθμισμένη κοινωνία των καταναλωτών δεν είναι ο χωρίς ηγεμόνα ζοφερός χομπσιανός κόσμος, ούτε η ιδιωτικοποίηση της ευθύνης παραλύει ανεπιστρεπτί τα υποκείμενα της ιστορίας, όπως πρόβλεψε ο Λεβινάς. Σήμερα, όμως, αντί του κράτους πρόνοιας, το καθήκον της «ανακούφισης από την ευθύνη» αναλαμβάνει πλήθος ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι σπεύδουν με το αζημίωτο να αναλάβουν τα καθήκοντα που εγκατέλειψε η κοινωνία.
Τελικά οι κοινωνίες του καταναλωτισμού είναι κοινωνίες «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Σ’ αυτές τις κοινωνίες οι νευρώσεις προέρχονται από το αίσθημα ανασφάλειας και όχι από τη φρίκη της ενοχής. Αίσθημα που αντιμετωπίζεται μόνο με συνεχή δράση. Κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι εξουσίες των αγορών, γι’ αυτό και κηρύττουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως την «καλύτερη μέθοδο για να πείθονται οι διοικούμενοι να δέχονται τις πιο δραστικές αλλαγές που πλήττουν τη ζωή τους». Η συνεχής δράση είναι η μόνη θεραπευτική δύναμη. Το σύμπλεγμα της ανεπάρκειας αντιμετωπίζεται μόνο με εξαιρετικά έντονη προσπάθεια.
Αρωγός σ’ αυτή την προσπάθεια είναι ο «κυβερνοχώρος». Ο συγγραφέας εντοπίζει εδώ, αντίθετα με τις ιδεολογίες του συρμού, τον κατεξοχήν χώρο αποπολιτικοποίησης του πολιτικού. Η ισχυρή ροή της πληροφορίας δεν «είναι παραπόταμος» του ποταμού της δημοκρατίας, αλλά ακόρεστος αγωγός, που διοχετεύει τα περιεχόμενα της πραγματικής πολιτικής σε «ηλεκτρονικές αποθήκες», καθιστώντας τη λαϊκή κυριαρχία στείρα, ανενεργή και ασήμαντη. Στο Διαδίκτυο η σύγκρουση και η αντιπαράθεση αντικαθίστανται από ηχητικά αποσπάσματα και φωτογραφικά στιγμιότυπα. Οι σελίδες που ο Μπάουμαν αφιερώνει στην κριτική του Διαδικτύου είναι συγκλονιστικές και διδακτικές μέσα στην υπερβολή τους.
Η ανάδυση μιας υπό-τάξης
Σ’ αυτό το κυνήγι υπάρχουν πολλά «υποκείμενα» που δεν κατορθώνουν να γίνουν εμπορεύματα, που όχι μόνο δεν πιάνουν θηράματα, αλλά γίνονται τα ίδια θήραμα.
Τελικά, αντίθετα με όσα κάποιες επιδερμικές κριτικές αποδίδουν στην κοινωνία των καταναλωτών, το κατά Μπάουμαν κύριο ελάττωμά της δεν είναι η κατανάλωση η ίδια, αλλά οι συνέπειες του κυνηγιού της. Σ’ αυτό το κυνήγι υπάρχουν πολλά «υποκείμενα» που δεν κατορθώνουν να γίνουν εμπορεύματα, που όχι μόνο δεν πιάνουν θηράματα, αλλά γίνονται τα ίδια θήραμα. Αυτοί είναι οι παράπλευρες απώλειες του καταναλωτισμού. Σήμερα υπάρχει μια νέα κατηγορία πληθυσμού η οποία γίνεται το συλλογικό θύμα των διαδικασιών που ήδη έχουν αναφερθεί. Ο όρος «υπόταξη» (underclass) υποδηλώνει μια ιδιαίτερα αφιλόξενη κοινωνία για μεγάλες και ετερόκλιτες κατηγορίες ανθρώπων. Σ’ αυτές τις κατηγορίες στοιβάζονται εγκληματίες και ανύπαντρες μητέρες που ζουν από την πρόνοια, νεαροί παραβάτες και τοξικομανείς, αποφυλακισθέντες και άστεγοι, βαποράκια και επαίτες, μετανάστες και αλκοολικοί κ.ο.κ. Κατηγορίες που το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αποτυχία τους να είναι καταναλωτές. Αποτυχία που φυσικά χρεώνεται στους ίδιους. Εγκληματικότητα, ναρκωτικά και πρόνοια παρατίθενται από κοινού, με προφανή στόχο την απαξίωση της πρόνοιας.
Ο Μπάουμαν εδώ πολύ σωστά διακρίνει πως πίσω απ’ αυτές τις κατηγορίες κρύβεται μια αξιολόγηση και όχι μια περιγραφή. Ο όρος της υπόταξης αποσκοπεί στην απόκρυψη του «ζητήματος της φτώχειας». Τη φτώχεια την παράγει η κοινωνία, την υπόταξη ή τους ανεπαρκείς καταναλωτές τούς παράγει η ίδια τους η ανικανότητα. Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: και η φτώχεια δεν υφίσταται και όσοι ανήκουν στην underclass είναι θύματα της απροθυμίας τους να είναι καταναλωτές.
Υπάρχει λύση;
Ο Μπάουμαν δεν αναζητεί λύση για τις δυσλειτουργίες της κοινωνίας των καταναλωτών σε μια στείρα άρνηση της κυβερνητικής διαχείρισης. Ως γνήσιος ριζοσπάστης σοσιαλιστής, αναζητεί τα νήματα που συνδέουν την Αριστερά με το κράτος πρόνοιας. Αυτό είναι η απάντηση στις παράπλευρες απώλειες. Τι σημαίνει όμως κράτος πρόνοιας; Τίποτε άλλο από ένα κράτος που προάγει την αρχή της «συλλογικής διασφάλισης από την ατομική δυστυχία και τις συνέπειές της». Και πού βρίσκεται αυτό το κράτος; Μήπως στη σοσιαλδημοκρατία της χρυσής περιόδου ή μήπως στους ηγέτες της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς; Όχι, είναι πολύ πιο κοντά στο πρόγραμμα του 2004 της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας.
Τελικά, όπως τόνισα και στην αρχή αυτού του κειμένου, στόχος της κριτικής του Μπάουμαν δεν είναι ο εκσυγχρονισμός γενικά, αλλά ο εκσυγχρονισμός όπως τον διαμορφώνουν οι ρευστές και καταναλωτικές κοινωνίες. ‘Η, με τα δικά του λόγια, «η κοινωνική δικαιοσύνη και η οικονομική αποτελεσματικότητα, η πίστη στην παράδοση του κοινωνικού κράτους και η ικανότητα γοργού εκσυγχρονισμού (με ελάχιστη ή μηδενική ζημιά για την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη) δεν χρειάζεται να είναι στα μαχαίρια» (Ζωή για κατανάλωση, σελ. 181, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Πολύτροπον).
Στην ανάλυση του Μπάουμαν δεν λαμβάνονται υπόψη πολλές από τις οικονομικές, πολιτικές και διαχειριστικές δουλείες που η πραγματική κυβερνώσα Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει.
Βεβαίως στην ανάλυση του Μπάουμαν δεν λαμβάνονται υπόψη πολλές από τις οικονομικές, πολιτικές και διαχειριστικές δουλείες που η πραγματική κυβερνώσα Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει. Ενώ, επίσης, η αναμόρφωση του κράτους πρόνοιας δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές πραγματικότητες. Κατά τη γνώμη μου, ένα σημερινό κράτος πρόνοιας, αντίθετα με το ψευτοδίλημμα υπολειμματικό ή καθολικό μοντέλο, θα είναι «υπολειμματικό» όσον αφορά τα επιδόματα και καθολικό όσον αφορά την υποστήριξη των δημόσιων αγαθών, όπως υγεία, φροντίδα, εκπαίδευση, κοινωνική και ατομική ασφάλεια.
Τα βιβλία του Μπάουμαν απαιτούν αναγνώστες με γερά νεύρα και ανοικτό πνεύμα. Ο κόσμος που περιγράφουν δεν οδηγεί προς την κόλαση των άλλων, είναι ο ίδιος κόλαση. Αυτή όμως η ανάγκη αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων εμπεριέχει και ιδιαίτερους κινδύνους. Η ισορροπία μεταξύ της καταγραφής των προβλημάτων, των προτάσεων μεταρρύθμισης του κόσμου και της δαιμονοποίησης των παγκόσμιων εξελίξεων είναι ιδιαίτερα επισφαλής. Αν κανείς δεν προσέξει, μπορεί να πέσει στην παγίδα της μεταφυσικής και ρομαντικής ερμηνείας της Παγκοσμιοποίησης, ως μιας διαδικασίας που οδηγεί συνεχώς προς τα πίσω. Ο Μπάουμαν σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία, όχι όμως και όλοι όσοι θαυμάζουν τη σκέψη του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
** Μια πρώτη εκδοχή του κειμένου είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.