Το ότι υποχρεωνόμαστε Ιούλιο μήνα να μιλήσουμε για την αρχαία σκουριά της Αριστεράς, τις εμμονές κάποιων από τους αντιπάλους της και το φάντασμα της ένοπλης βίας, όλο αυτό έχει κάτι βαθιά ανησυχαστικό. Σαν να βυθιζόμαστε στο παρελθόν που αρνείται να παρέλθει κι αυτό να μας κρατάει στην απατηλά στοργική του αγκαλιά.
Ι
Άνθρωποι με προέλευση το χώρο της Νέας Δημοκρατίας είτε τις πιο «χαλαρές» και όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένες πλευρές του αστικού μεσαίου χώρου, δεν γνωρίζουν τα ενδότερα της ελληνικής Αριστεράς. Έχουν θολές και μάλλον πρόσφατες παραστάσεις, κυρίως από την ιστορία και την επικαιρότητα του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ. Αγνοούν, όπως είναι φυσικό, τις μοριακές διεργασίες που δημιούργησαν από τη δεκαετία του 1960, αλλά κυρίως από το 1974 και έπειτα, το μωσαϊκό της εγχώριας άκρας Αριστεράς. Στο κάτω κάτω μιλάμε για μια διαδρομή με εκατοντάδες διασπάσεις που αφορούν από κόμματα μέχρι ομάδες των πενήντα ανθρώπων, με διαφορετικό χρονικό και πολιτικό βάθος ύπαρξης. Εκ των υστέρων, επίσης, πολλά πρόσωπα και πράγματα επιστρέφουν ως απλώς γραφικά και ρετρό σύμβολα μιας άλλης εποχικής σκηνογραφίας.
Ειδικά για τον μη αριστερό πολίτη, όλες αυτές οι διαφορές, οι τίτλοι και οι πομπώδεις ονομασίες των «αριστερών», όλο αυτό το μπαρόκ επιθετικών προσδιορισμών και βαριάς ιδεολογικής ορολογίας για λίγους και μυημένους ήταν πάντα κάτι σκοτεινό και ακατανόητο. Όποιος γνώριζε τι σήμαιναν τα δεκάδες αρκτικόλεξα ή είχε πληροφορίες για τα δράματα και τις κωμωδίες που παίχτηκαν γύρω απ’ αυτά περνούσε για σαμάνος μιας άχρηστης γνώσης. Αυτές οι ιστορίες είτε δεν είχαν και πολλή σημασία –κομμούνια είναι όλοι τους, τι το ψάχνεις– είτε ήταν και λίγο στάχτη στα μάτια για να μπερδεύεται κανείς.
Με άλλα λόγια, για έναν κόσμο μακριά από την Αριστερά, σχεδόν όλες οι φαμίλιες και τα subgenres της Αριστεράς ήταν περίπου ένα και το αυτό. Παλιότερα, εξαιρούσαν βέβαια έναν Κύρκο, έναν Ηλιού, τον Παπαγιαννάκη ή τους πιο Ευρωπαίους και μετριοπαθείς της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η υπόλοιπη Αριστερά, και ιδίως ο γαλαξίας των εξωκοινοβουλευτικών, εμφανιζόταν ως περίπου το ίδιο πράγμα.
Έτσι και οι έλληνες τρομοκράτες θεωρήθηκαν γεννήματα των πιθανών χώρων προέλευσής τους: τροτσκιστές, μαοϊκοί ή (αυτή είναι η ελληνική πινελιά) άνθρωποι από το ΠΑΚ και το πρωταρχικό ΠΑΣΟΚ. Σοσιαλ-κομμουνιστές. Για κάποια χρόνια, τουλάχιστον. Ύστερα, ήρθαν οι αναρχικοί και οι νεαροί μηδενιστές, κυρίως κατά την τελευταία δεκαπενταετία.
Σύμφωνα με πολλούς πολίτες εκτός Αριστεράς, όλα αυτά που συνέβησαν στη χώρα τα έκαναν αριστεροί των άκρων. Και επειδή στις δίκες των εκάστοτε συλληφθέντων πήγαιναν και κανονικοί αριστεροί –από όλους σχεδόν τους χώρους– για μάρτυρες υπεράσπισης, το συμπέρασμα ήταν πως αυτοί οι συλλογικοί χώροι είχαν λερωμένη τη φωλιά τους. Για πολλούς συντηρητικούς υπήρξε σαφώς μια άτυπη, αριστερή ηθική αυτουργία σε διαρκή βάση για τη μεταπολιτευτική τρομοκρατία, πέρα δηλαδή από τα πρόσωπα των όποιων δραστών, από τα φανερά και απ’ όσα έμειναν κρυμμένα και δεν αποκαλύφθηκαν.
Με τη λεγόμενη αριστερή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια από το 2007 και μετά, αυτή η συσχέτιση τρομοκρατίας και Αριστεράς αναβίωσε και επαναφορτίστηκε στο μυαλό πολλών. Δεν ήξεραν και ούτε είχαν καμιά όρεξη να μάθουν για τη βαθιά περιφρόνηση που αισθάνεται ο εξτρεμιστής για τον «ρεφορμιστή», ούτε για την αναλυτική διάκριση μεταξύ ριζοσπαστισμού και εξτρεμισμού ή για την απόσταση που χωρίζει τις λεκτικές υπερβάσεις της ζύμωσης από τις πραγματικές οριακές πράξεις. Ο ίδιος ο κινηματικός «ιλεγκαλισμός» ορισμένων κινητοποιήσεων του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ και τα επιδειξιομανή συνθήματα σε κάτι radical πανό της νεολαίας του (ακόμα και σήμερα, μετά το αριστερό μνημόνιο!), η εμπειρία του Δεκέμβρη του 2008 και, κυρίως, η πάγια απροθυμία της ριζοσπαστικής Αριστεράς να δείξει τον ακροαριστερό εξτρεμισμό ως εχθρό της ελευθερίας και της δημοκρατίας ενίσχυσαν την καχυποψία των μη αριστερών πολιτών: γι’ αυτούς, ανάμεσα σε έναν Κουφοντίνα και σε έναν κινηματικό ακτιβιστή, ανάμεσα σε έναν συνδικαλιστή της ΟΚΔΕ ή του ΝΑΡ και σε ένα μέλος των Πυρήνων της Φωτιάς, σε έναν αναρχικό που μιλάει για τα κοινά και στον τραμπούκο με το σφυρί στο χέρι στο πανεπιστήμιο οι διαφορές είναι αμελητέες και, απλώς, διαφορές «ποσότητας έντασης». Ο ένας είναι απλώς μια μιλιταριστική και πιο φανατική εκδοχή του άλλου. Αδέλφια, ή έστω πρώτα ξαδέρφια, που μπορεί κάποτε να ανταλλάσσουν βρισιές αλλά κατά βάθος αγαπιούνται γιατί συνενώνονται στο βαθύτερο επίπεδο του μίσους για τον κοινό εχθρό, της εμφυλιακής μνήμης και της ιδέας πως ο «αστικός κόσμος» είναι το έσχατο κακό.
Έκαναν και κάνουν λάθος όλοι όσοι δεν γνωρίζουν ούτε είναι υποχρεωμένοι να έχουν κάποια ιδέα για μια ιστορία με πολλές υπόγειες όψεις; Ναι. Διότι όταν μιλάμε για τρομοκρατία και τρομοκράτες πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου συγκεκριμένες πράξεις καθορισμένων ατόμων. Συγκεκριμένες αποφάσεις και επιλογές. Δεν αρκούν τα γενικά συστήματα πεποιθήσεων ούτε κάποια θερμά λόγια αλλά ορισμένες πρακτικές. Πρακτικές και τεχνολογίες δράσης με καταστροφικό και ενίοτε δολοφονικό χαρακτήρα. Η ισοπεδωτική σύγχυση ανάμεσα σε πολύ διαφορετικά επίπεδα ταραχών και ανορθόδοξης δράσης είναι μια σταθερά αυτού του αφελούς, δεξιού «ιμπρεσιονισμού». Αν δεν δει κανείς κυρίως το επιχειρησιακό και πρακτικό σκέλος, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη δώσει τόση σημασία στα όποια αποδεικτικά στοιχεία και στα σκληρά τεκμήρια, αλλά να βολευτεί με τα γενικά πολιτικά του συμπεράσματα, με κάποιες επιδερμικές, ιδεολογικές εντυπώσεις. Να βρίσκει έτσι τους εν δυνάμει τρομοκράτες παντού, δυσκολεύοντας με αυτό τον τρόπο και την πραγματική έρευνα για το βίο και τις πρακτικές του ελληνικού πολιτικού υπόκοσμου. Πολλά ας πούμε αποσπάσματα ή και ολόκληρα κομμάτια από τις προκηρύξεις των ενόπλων οργανώσεων (ιδίως της πρώιμης Μεταπολίτευσης) θα μπορούσαν να είναι αυτούσια κείμενα της μιας ή άλλης νόμιμης οργάνωσης της άκρας Αριστεράς. Σημαίνει αυτό ότι όλοι οι χώροι ήταν φιλο-τρομοκράτες ή ότι, αντιθέτως, κάποια άτομα και συγκεκριμένες παρέες κολυμπούσαν στους κοινούς αριστερούς τόπους της εποχής;
Μερικές προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη παραπέμπουν σαφώς στη μέση θεωρητική και πολιτική σκευή ενός «ριζοσπάστη» πασόκου και αριστερού της πρώιμης Μεταπολίτευσης που σύχναζε στα πηγαδάκια της Ομόνοιας ή σε συνελεύσεις και καφενεία: με μπόλικες θεωρίες εξάρτησης, με μητρόπολη/περιφέρεια, με αντι-δεξιά/ αντιφασιστική ρητορική κοινή που αγκάλιαζε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, από τον τότε πατριωτικό πασοκογενή χώρο μέχρι τα ΜΛ. Τίποτα το ιδιαίτερο λοιπόν, εκτός από τις πράξεις και τη μέθοδο. Αυτή η διάσταση της δράσης, του passage à l’acte, κάνει τη διαφορά, η τρομοκρατική πρακτική και όχι η παρουσία εξτρεμιστικών προτάσεων στα ίδια πάνω-κάτω κουραστικά και πομπώδη κείμενα.
Για να κάνω ένα άλμα στο χρόνο, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος και η κουβέντα-τού-αέρα που εκστόμισε βγαίνουν από αυτή τη σχολή της σύγχυσης και της επιπόλαιης γενίκευσης. Από την ίδια σχολή με την οποία κάποτε ο Καμμένος, ο Τράγκας, κάτι πρωτοσέλιδα του Ελεύθερου Τύπου, διάφοροι Ντάσκες και πολλοί απλοί άνθρωποι του συντηρητικού χώρου (και όχι μόνο) διαβεβαίωναν πως οι κόκκινοι τρομοκράτες μπαινόβγαιναν στα γραφεία κομμάτων και ήταν απλώς τα όργανα εκκαθάρισης των ανήσυχων δεξιών φωνών της Μεταπολίτευσης. Στη δεκαετία του 1980, αυτή η φιλολογία για τα «φιλαράκια τρομοκράτες» ήταν κοινός τόπος και γέννησε μια ανθηρή φιλολογία συνωμοσιολογικής φαντασίας που περιμένει τον μελετητή της.
ΙΙ
Πολλοί στην Αριστερά θεώρησαν όμως πως οι ρηχές και ενίοτε εξωφρενικές ασκήσεις φαντασίας κάποιων αντιπάλων της Αριστεράς λύνουν το πρόβλημα. Οι κατά καιρούς Μπογδάνοι λένε ανοησίες ή υπηρετούν απλώς μια ατζέντα «στιγματισμού των ριζοσπαστικών χώρων», επομένως θέμα δεν υπάρχει. Για μεγάλο μέρος της Αριστεράς (εκτός, βεβαίως, του ΚΚΕ, που πρόσθετε πάντα τον αιώνιο παράγοντα CΙΑ στις αναλύσεις του), οι ένοπλοι της Μεταπολίτευσης ήταν κάτι εξωγήινοι ή έστω μικρά κρούσματα στο περιθώριο της Ιστορίας του μαζικού κινήματος. Σύμφωνα με αυτή τη βολική διευθέτηση του θέματος, δεν υπάρχει καμιά σχέση των ένοπλων οργανώσεων μετά το 1974 με την ιστορικότητα της ελληνικής Αριστεράς, με τον αντιφασισμό ή με τους κόσμους των αγώνων από το 1965, την αντιδικτατορική αντίσταση ή το 1974. Σαν να πρόκειται για πρόσωπα, κείμενα και πράξεις δίχως καταγωγή και κοινωνικές σχέσεις, που φύτρωσαν κυριολεκτικά από το πουθενά και σε κενό. Αστεία πράγματα, για όποιον έχει έστω και στοιχειώδη γνώση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών παραδειγμάτων όπου για παράδειγμα οι νέοι ερυθροταξιαρχίτες –πριν εμφανιστούν στο προσκήνιο με δράση– συναντούσαν τους ανθρώπους του «Μανιφέστο» και της Αριστεράς του Ιταλικού ΚΚ, οι μεν γνώριζαν φυσικά τους άλλους και βέβαια δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια για τις προθέσεις ο ένας του άλλου. Κανένα δήθεν σκοτάδι, απλώς εξ αρχής ρήγμα και ηθικοπολιτική άβυσσος. Εκεί.
Στην Ελλάδα όμως χτίστηκαν πολλές, ανακουφιστικές μισές αλήθειες πάνω στην απώθηση μιας πραγματικότητας. Οι ιδεολογικά ρηχές και συχνά κραυγαλέες δίκες που έστηναν κατά καιρούς κάποιοι δεξιοί δημοσιογράφοι ή παράγοντες του ακροδεξιού περιθωρίου έγιναν το πρόσχημα για αυτο-αθώωση και για την ανάπτυξη μιας μυθολογικής ήσυχης συνείδησης στην άλλη πλευρά. Στην Αριστερά εγκαταστάθηκε έτσι η σκανδαλώδης υποτίμηση της αριστερογενούς βίας. Γενικεύτηκε η χρήση ευφημισμών για τις εμπειρίες της πολιτικής τρομοκρατίας. Με την εξαίρεση του άτεγκτου σε αυτά Άγγελου Ελεφάντη και ελάχιστων άλλων, οι διανοούμενοι του χώρου θα αποφύγουν πάντα να μιλήσουν για δολοφόνους της άκρας Αριστεράς. Πολλοί θα βρουν καταφύγιο σε μια ανθρωπιστική ηθικολογία που δεν θέλει να κατονομάσει πολιτικά το κακό αλλά επείγεται να περάσει στην αντεπίθεση κατά των κρατικών σκευωριών (στην ουσία, άλλωστε, θα βαφτίσει «σκευωρίες» όλες τις έρευνες και τις ποινικές διερευνήσεις στη μια ή άλλη υπόθεση).
Δεν υπήρξε έτσι ποτέ μια σοβαρή καμπάνια εναντίον του εξτρεμισμού και των αντιδημοκρατικών λογικών. Μόνο ή κυρίως μια φτηνή θεωρία περί βλαπτικών συνεπειών στο κίνημα, λες και ένα πολιτικό δεινό κρίνεται απλώς από τις εργαλειακές του επιπτώσεις και όχι με αυτοδύναμα ηθικά-πολιτικά κριτήρια. Δεν αναδείχθηκε ποτέ έτσι το πρόβλημα ως πρόβλημα εκτροπής και πραξικοπηματικής συνείδησης αλλά, αντιθέτως, άνθισε ένας λόγος περί κρατικής καταστολής. Όλο το βάρος έπεσε στις κακές πρακτικές των μηχανισμών του κράτους, στον κιτρινισμό του Τύπου ή σε άλλα φαινόμενα παραβίασης των πρωτοκόλλων της έρευνας για τα σχετικά θέματα. Την ίδια στιγμή, αποτυπώθηκε μια σχεδόν εξαγνιστική προσέγγιση στο φαινόμενο με αναφορές στην Αντίσταση, στο δίκαιο της υποκειμενικής εξέγερσης, σε ιστορικές και ταξικές αδικοπραγίες. Και είχαμε, τέλος, τη διαρκή ενεργοποίηση της μνήμης από άλλους διωγμούς και εμπειρίες καταπίεσης (από τη σκληρή μετακατοχική περίοδο). Ως εάν η μεταπολιτευτική δημοκρατία –με όλες της τις ανώριμες και προβληματικές πλευρές– να ήταν το ίδιο πάνω-κάτω κράτος της εθνικοφροσύνης και της διαρκούς σκευωρίας εναντίον αθώων.
Αποτέλεσμα; Το ότι η κυρίαρχη ποσοτικά και ποιοτικά τρομοκρατία μετά το 1974 ήταν αριστερογενής δεν έγινε ποτέ αποδεκτό μέσα στην Αριστερά. Όλοι το γνώριζαν, αλλά πολύ λίγοι θα το συζητούσαν δημοσίως. Στο βαθμό μάλιστα που κάτι τέτοιο το φώναζαν συνήθως διάφοροι εμμονικοί της αντίπαλης πλευράς, οδηγούσε πολλούς αριστερούς να το θεωρούν εχθρική συκοφαντία και έγκλημα καθοσιώσεως. Σαν να προσβάλλει κανείς μια ιερή ουσία αναφέροντας τις πολλές βέβηλες λεπτομέρειες τις οποίες προσφέρει η πραγματικότητα. Το διαπιστωμένο –ακόμα και με την πιο απλή καταμέτρηση θυμάτων και στόχων– γεγονός πως το ένοπλο φαινόμενο από το 1974 έως προσφάτως συνδέεται, κατά κανόνα, με τη γνωστή διπλή δέσμευση του ακροαριστερού λόγου, τον αντιδυτικό αντι-ιμπεριαλισμό και τον αντι-καπιταλισμό, ενοχλεί. Και όταν κάποιος το υπενθυμίζει, αντιμετωπίζεται με εχθρικά πυρά. Ή με διάφορες τεχνικές αποφυγής του ουσιώδους ζητήματος, για παράδειγμα, με μετατόπιση της συζήτησης στον συμμοριτισμό (και στις δολοφονικές του συνέπειες) της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής. Λες και η ανάδυση μιας βίαιης, ακροδεξιάς δυναμικής στην ελληνική κοινωνία της κρίσης καθιστά αυτομάτως μικρής εμβέλειας και σημασίας το γεγονός πως υπήρξε τρομοκρατική πρακτική πολλών δεκαετιών από ανθρώπους που δικαιολογούσαν τις πράξεις τους με αριστερά λόγια, με μαρξιστικές, λενινιστικές, αντιαμερικανικές και αντικαθεστωτικές αναλύσεις.
ΙΙΙ
Τα αντισύριζα συναισθήματα που αναπτύσσονται σε τμήματα της κοινωνίας ευνοούν σήμερα τη συμπερίληψη όλης σχεδόν της αριστερής ενδοχώρας σε ένα «τόξο του κακού». Μια ακατέργαστη δεξιά αντίληψη –που ενίοτε προσκολλάται και σε αποσπασματικές φιλελεύθερες ρητορικές– τείνει να ιδιοποιηθεί τον αιώνιο αριστερίστικο συλλογισμό: όπως εκείνος δεν βρίσκει διαφορές ουσίας μεταξύ αστικών φιλελεύθερων δυνάμεων και φασισμού, έτσι και κάποιοι δεξιο-φιλελεύθεροι –όχι πολλοί όμως, ευτυχώς– θεωρούν πως ανάμεσα στους αριστερούς, στους εξτρεμιστές και στους τρομοκράτες υπάρχουν μικρές και επουσιώδεις διαφορές. Συχνά, μάλιστα, κυριαρχεί η αντίληψη πως οι τρομοκράτες και οι κάθε λογής βίαιοι είναι συγγενείς πρώτου βαθμού των θεσμικών αριστερών και απολαμβάνουν προστασίας.
Αυτή ωστόσο η μαχητική αντι-αριστερά της κρίσης δεν μπορεί να χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο για παιχνίδια προσποίησης και ιδεολογικής φενάκης. Είμαστε πια στο 2017 και δεν έχει κανένα νόημα να αρνείται κανείς την ίδια την ιστορική εμπειρία: το ότι επί χρόνια υπήρξαν σε αυτή τη χώρα παρέες, δίκτυα, ομάδες ανθρώπων με προέλευση από τον πλούσιο αριστερό λειμώνα και οι οποίοι συναντήθηκαν στην ένοπλη παράνομη πρακτική και στο ξεγέλασμα εχθρών και «φίλων». Με διάφορα κίνητρα και φυσικά με αφανείς εμπλοκές που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις προεκτάσεις τους αφού άλλωστε πολλά πραγματολογικά και αστυνομικά στοιχεία παραμένουν πάντα στο σκοτάδι (ίσως για λόγους πολιτικής σύνεσης των Αρχών για να μην ξύσουν πληγές). Οι εμπειρίες του αριστερού, αντισυστημικού underworld αποτελούν φυσικά μέρος της ιστορίας της Αριστεράς και δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως κάτι ξένο ή εξωτικό. Το μειοψηφικό, το περιθωριακό, το «παρακρατικό» και το κρυφό συνυπογράφουν την Ιστορία και την ιστορικότητα της πολιτικής, έστω ως παθολογίες της δράσης.
Το να αναγνωρίσει κανείς ανοιχτά τις παθολογίες της πολιτικής δράσης, να έχει δηλαδή προχωρήσει σε μια καθαρή εξήγηση με τις αυταρχικές και ολοκληρωτικές πτυχές της ριζοσπαστικής πολιτικής συνείδησης, θα ήταν η μοναδική διέξοδος από τις αμηχανίες, από τα εμφανή ψέματα και τα ανούσια μικροκομματικά παιχνίδια γύρω από το ποιος είναι «με τους τρομοκράτες» και ποιος όχι.
Υπάρχει όμως κάτι που εμποδίζει εδώ και πολλές δεκαετίες αυτή την πολιτική υπέρβαση μέσα στην ελληνική Αριστερά και στην ελληνική κοινωνία ευρύτερα: το ότι η αντιφασιστική της ευαισθησία της δεν συνδυάστηκε, παρά ελάχιστα, με μια συνεκτική και ώριμη αντιολοκληρωτική δέσμευση. Μικρές πολιτικές δυνάμεις της ανανέωσης και μεμονωμένοι διανοούμενοι (ένας Πατρίκιος, ένας Ραυτόπουλος κ.ά.) είδαν το πρόβλημα – αλλά η κοινωνική βάση και κυρίως οι νεότερες γενιές έμειναν ασυγκίνητες. Οι δε ριζοσπαστικοποιημένοι διανοούμενοι της πρόσφατης, αντιμνημονιακής περιόδου θα θεωρήσουν πως αυτή η αντιολοκληρωτική δέσμευση είναι η εφαρμογή κάποιας διαβολικής θεωρίας των δύο άκρων. Γι’ αυτούς, βεβαίως, δεν υπάρχει άλλο κακό στον κόσμο των πρακτικών παρά μόνο ο νεοφιλελευθερισμός. Αν κάτι δεν συσχετίζεται με αυτόν, δεν έχει γνωστικό και πολιτικό ενδιαφέρον.
Αλλά για ποιο λόγο να φοβάται κανείς να μιλήσει για δύο άκρα; Υπάρχει μήπως κάποιος ειδικός, ιστορικός ή μεταφυσικός, λόγος που καθιστά έναν ιδεολογικό και πολιτικό χώρο απαλλαγμένο από το πολιτικό κακό; Υπάρχει οποιαδήποτε κληρονομιά εγγενούς αγαθότητας; Όχι φυσικά. Μετά απ’ όλα όσα έχουμε μάθει για τα τέρατα του εικοστού αιώνα, είναι γελοίο και εξοργιστικό να ενδύεται κανείς τον μανδύα της ηθικής υπεροχής. Το να αναγνωρίζεις ότι υπήρξαν και υφίστανται ποικίλες μορφές ιδεολογικοπολιτικού κακού (και ένα από αυτά είναι η τρομοκρατική πρακτική και η αντίστοιχη πολιτική βία) δεν σημαίνει πως σταματάς να ερευνάς τις διαφορές στην Ιστορία, τους ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την μια ή την άλλη πολιτική παθολογία. Δεν εξισώνεις τα επιμέρους δεινά αλλά αναζητείς το πεδίο στο οποίο όλες οι παθολογίες της πολιτικής δράσης (δεξιές ή αριστερές) υπονομεύουν την κοινωνία των ελευθεριών και τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη σε ένα κράτος δικαίου.
Οι πολιτικές παθολογίες μετέχουν στη διαμόρφωση των συλλογικών ταυτοτήτων και των πολιτικών παθών. Ο ίδιος ο ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από την ανάλυση της δημοκρατίας, των αντιφάσεων της μαζικής τεχνολογικής κοινωνίας και των συγκρούσεων που προκύπτουν ανάμεσα στην πολιτική ως θρησκεία και στην πολιτική ως κοσμικό ορίζοντα όπου διαπραγματευόμαστε τις συγκρούσεις μας και χτίζουμε ένα modusvivendi.
Η αποθέωση της πολιτικής ως θρησκείας της δέσμευσης και της σύγκρουσης για την αλήθεια είναι μια θεμελιώδης παράμετρος που δεν πρέπει να την ξεχνάμε.
Μαζί όμως με την αποθέωση της πολιτικής ως θρησκείας, η ελληνική εμπειρία γνώρισε και μια αποθέωση της Ιστορίας ως Ιστορίας του πόνου, της κρατικής βίας και του διωγμού. Ο εμφύλιος, η καχεκτική δημοκρατία, η επτάχρονη δικτατορία έγιναν τα υπαρξιακά βάθρα αυτής της αγχωτικής «υπερπολιτικοποίησης». Ο πυρήνας αυτής της υπερπολιτικοποίησης είναι όμως η τραυματική απόκλιση από την ίδια την κοινωνική κίνηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: όσο αυτή η κίνηση εμπεδώνει την ειρήνη, ρυθμίζει τις συγκρούσεις και ενθαρρύνει σχέδια ζωής για εκπλήρωση και ατομική ευτυχία, τόσο πιο έντονη γίνεται η αποκοπή του «πολιτικού αγωνιστή» από την πραγματικότητα. Η παθολογική εκδοχή αυτής της αποκοπής είναι ο τρομοκρατικός και βίαιος σεχταρισμός. Θα σπρώξει εν τέλει άτομα και μικρές ομάδες σε ένα είδος ένοπλου αναχωρητισμού από μια κοινωνία που θα τη θεωρήσουν χαμένη, αποπροσανατολισμένη και παραδομένη στους κάθε λογής δυνάστες της.
ΙV
Ο πρωθυπουργός και οι «πρώην σύντροφοί του» οι τρομοκράτες, λέει ο ένας. Πολλοί έσπευσαν να το υιοθετήσουν, λιαίνοντας κάπως τη χοντροκομμένα επιδεικτική ρητορική.
Η απάντηση ήρθε βεβαίως αμέσως: ιδού «ο φιλελές» και οι «φίλοι» του οι χρυσαυγίτες.
Από τη μία, το βλέμμα που ψάχνει συνέχεια έως ταύτιση ανάμεσα στις αντιθεσμικές και τυχοδιωκτικές επιλογές του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ και στις εξτρεμιστικές και δολοφονικές πρακτικές των «αντικαθεστωτικών».
Από την άλλη, έχουμε αφύπνιση της γνωστής τάσης που βλέπει κάθε φιλελευθερισμό ως συγκαλυμμένη Ακροδεξιά ενώ ταυτίζει διαρκώς τη «νεοφιλελεύθερη διαπλοκή» με τη δικτατορία και το φασισμό.
Με αυτές τις δυο εκδοχές φτωχής σκέψης πορευόμαστε, τέσσερις δεκαετίες μετά την τομή του 1974.
Ο ριζοσπαστισμός ναρκώνει τη σκέψη και τη μεταβάλλει σε οδοστρωτήρα εύκολων συγχωνεύσεων. Στην Αριστερά, ακόμα και σε αυτή την «τσιπρική» μετα-περιοχή της, παλεύουν ακόμα με τους ευφημισμούς και τις όμορφα τακτοποιημένες κουβέντες. Φοβούνται να παραδεχτούν πως υπήρξε και μπορεί ανά πάσα στιγμή να υπάρξει και μια ολοκληρωτική, αντιδημοκρατική, απάνθρωπη ριζοσπαστική κληρονομιά. Και πως ούτε ο αντιφασισμός ούτε ο αντι-ελίτ ηθικισμός και η ρητορική της κοινωνικής δικαιοσύνης απαλλάσσουν κάποιον από το έγκλημα, αν το έχει διαπράξει ή αν έσπευσε να το δικαιολογήσει θεωρητικά.
Σε ορισμένες γωνιές του φιλελεύθερου χώρου, η άγνοια, η αντιπολιτευτική μανιέρα, η πρόχειρη ανάγκη για δικαίωση ακόμα και των αντικομμουνιστών εθνικοφρόνων του 1950 φτιάχνει πλέον έναν άλλον αναχρονισμό: έναν πολεμικό οίστρο που δεν υπολείπεται σε υστερία από τους αριστερισμούς του διαδικτύου.
Αλλά δεν υπάρχει πιο τρανή απόδειξη για την οπισθοδρόμησή μας σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο από αυτήν εδώ τη γραφή και το θέμα της.
Το ότι υποχρεωνόμαστε Ιούλιο μήνα να μιλήσουμε για την αρχαία σκουριά της Αριστεράς, τις εμμονές κάποιων από τους αντιπάλους της και το φάντασμα της ένοπλης βίας, όλο αυτό έχει κάτι βαθιά ανησυχαστικό. Σαν να βυθιζόμαστε στο παρελθόν που αρνείται να παρέλθει κι αυτό να μας κρατάει στην απατηλά στοργική του αγκαλιά. Η πολιτική ανορθογραφία των ημερών μάς αναγκάζει να γίνουμε εθνογράφοι χαμένων κόσμων – επειδή ακριβώς έχουμε την υποψία πως αυτοί οι κόσμοι ζουν και βασιλεύουν. Έστω στο κρύο και κακό αστείο του έλληνα πρωθυπουργού για τις μολότοφ.