Ανάμεσα στα άλλα που επικαλέστηκε ο υπουργός κ. Σταύρος Κοντονής για τη μη συμμετοχή της Γενικής Γραμματείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο συνέδριο που διοργανώνει η Εσθονική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ στο Ταλίν («Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα») ήταν και η «Άνοιξη της Πράγας». Αν θέλει κανείς να θυμηθεί τη σημασία της, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο κλασικό Αστείο του Μίλαν Κούντερα. Όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα στη Γαλλία, λίγες εβδομάδες μετά την στρατιωτική εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα, τα λόγια του συντρόφου Αραγκόν δεν άφηναν πολλά περιθώρια παρερμηνείας: η σοβιετική «ομαλοποίηση» ήταν μια καταστροφή∙ η χώρα έμοιαζε με μια θλιβερή «Μπιάφρα του πνεύματος». Περισσότερο και από τον Μάη του ’68, για τους αριστερούς πολίτες της Ευρώπης, η «Άνοιξη της Πράγας» δημιουργούσε την προσδοκία μιας ιδεολογικής χειραφέτησης από τον σταλινισμό.

Την ίδια περίοδο, το ρεύμα του Ευρωκομουνισμού εγκατέλειπε οριστικά τη «δικτατορία του προλεταριάτου» και την ένοπλη επανάσταση, ενώ παράλληλα έβγαζε τους σταλινικούς «σκελετούς από το ντουλάπι». Η αντίληψη για ένα σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία ήταν ανανεωτική, ακριβώς επειδή έβγαινε μέσα από τις φιλελεύθερες παραδόσεις της Ευρώπης. Αυτές ακριβώς οι παραδόσεις ενταφιάζονταν οριστικά στις χώρες του «Υπαρκτού». «Ολοκληρωτισμός δεν σημαίνει μόνο κόλαση. Αλλά και το όνειρο για έναν παράδεισο», έγραφε αργότερα ο Κούντερα. Μόνο που, μας υπενθυμίζει ο ίδιος, δίπλα σε αυτή την Εδέμ στήθηκαν γρήγορα και μερικά Γκουλάγκ, για όσους ένιωθαν κάπως άβολα με αυτόν τον κομμουνιστικό παράδεισο. Το 1979, μετά την έκδοση του Βιβλίου του Γέλιου και της Λήθης, αφαιρέθηκε από τον συγγραφέα η τσεχική υπηκοότητα.

Στο βιβλίο εκείνο ήταν ήδη εμφανείς οι πολιτικές επιπλοκές αλλά και οι καταχρήσεις της μνήμης, που θα απασχολούσαν μετέπειτα την Ενωμένη Ευρώπη. Ιδίως μετά από την αναγνώριση της «θεσμικής μνήμης» της Ευρώπης για τα θύματα των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων (ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 2/4/2009), η συζήτηση για τις βίαιες «κληρονομιές» του 21ού αιώνα άνοιξε ξανά. Μαζί με την ιστορική αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αναδύθηκαν φαινόμενα ιστορικού αναθεωρητισμού, αμφισβήτησης του ηθικού μεγαλείου της αντιφασιστικής αντίστασης, καθώς και αθροιστικοί συμψηφισμοί μιας αδιέξοδης «πτωματολογίας», προκειμένου να μετρηθεί ποσοτικά το «μεγαλύτερο Κακό». Σε αυτή τη συζήτηση, σταδιακά, προστέθηκαν και οι ιδιαίτερες εθνικές ευαισθησίες κρατών όπως η Εσθονία, που βίωσαν τραυματικά το βάρος της ιστορίας. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν μπορεί να ακυρώσει το ιστορικό και αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχει συγκροτηθεί η παλαιότερη αλλά και η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση: τις στάχτες του Άουσβιτς αλλά και τα τείχη του Βερολίνου.

Δουλειά των ιστορικών είναι να τονίζουν πως η μελέτη μιας ιδεολογίας δεν μπορεί να συρρικνώνεται στην απαρίθμηση των εγκλημάτων που έγιναν στο όνομα της. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τόσο ο ναζισμός όσο και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν υπήρξαν αυταρχικά καθεστώτα και —διακριτές μεν αλλά εγκληματικές— εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Ο ναζισμός ηττήθηκε και ο κομουνισμός κατέρρευσε. Πράγματι κάποτε συγκρούσθηκαν μεταξύ τους. Η έκβαση μάλιστα αυτής της σύγκρουσης έκρινε, σε μεγάλο βαθμό, και το μέλλον της Ευρώπης. Ακριβώς για αυτό το λόγο, οι πολιτικοί της δημοκρατικής Ευρώπης δεν μπορούν να μοιράζουν σήμερα συγχωροχάρτια για τα Γκουλάγκ. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν ταιριάζει ούτε στις κληρονομιές του Ευρωκομουνισμού ούτε στις διαθήκες της Ανανεωτικής Αριστεράς.

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη Νέα Σελίδα

Σχόλια