Δρ. Αγαθοκλής Αζέλης

Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου έλαβε χώρα στον γειτονικό Βόλο ένα μεγάλο συνέδριο με διεθνείς συμμετοχές. Θέμα του ήταν η Δημόσια Ιστορία, δηλαδή η διαμεσολάβηση ιστορικής γνώσης από υποκείμενα που δεν ανήκουν στους ακαδημαϊκούς ιστορικούς, όπως κινηματογραφικούς και θεατρικούς σκηνοθέτες, δημοσιογράφους, λογοτέχνες κ.ά. Θεώρησα το γεγονός ευτυχή σύμπτωση, καθώς ετοίμαζα την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Ρουσόπουλου «Καιρός για μυθιστόρημα», το οποίο ακριβώς ανήκει στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος και με αυτό το δημιούργημά του ο συγγραφέας εισέρχεται εκ των πραγμάτων μεταξύ άλλων στη μεγάλη συζήτηση για τη Δημόσια Ιστορία. Στη διεθνή κοινότητα ευρύτατο δημόσιο διάλογο προκάλεσαν τα τελευταία χρόνια τα ιστορικά μυθιστορήματα του Ντάνιελ Μέντελσον «Χαμένοι», του Τζόναθαν Λίτελ «Ευμενίδες», ενώ πολύ έχει συζητηθεί στην εγχώρια δημόσια σκηνή το τελευταίο ιστορικό μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Το χαστουκόδεντρο», το οποίο απασχόλησε και το συνέδριο που προανέφερα.

Δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό έχει εντρυφήσει ο Γιώργος Ρουσόπουλος στη σχετική βιβλιοπαραγωγή, όμως το βιβλίο του δείχνει εμπειρία του αντικειμένου και ωριμότητα, μολονότι είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας μας προέρχεται από τον χώρο των θετικών επιστημών, συνδύασε σπουδές στα μαθηματικά και στη φιλοσοφία σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με επιστέγασμα το διδακτορικό στη Φιλοσοφία, δίδαξε Φιλοσοφία, και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο Πολυτεχνείο Κρήτης από το 1987 έως το 1993, ενώ από το 1992 μέχρι πρόσφατα δίδαξε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Τα παραπάνω στοιχεία τα αναφέρω διότι, αν στη λογοτεχνία συντελείται η μετουσίωση μιας εσωτερικής κλήσης-έμπνευσης σε λόγο, ο τρόπος που θα επιλέξει να οργανώσει ο πεζογράφος τη σκέψη και κατ’ αντανάκλαση το λόγο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το είδος των σπουδών ή των αντικειμένων ιδιαίτερης ενασχόλησής του. Όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο του Γιώργου Ρουσόπουλου, χωρίς να γνωρίζω ακόμη τα βιογραφικά του στοιχεία, είχα την αίσθηση (μολονότι δεν είμαι μαθηματικός) ότι αναγνώριζα μια αυστηρή δομή που παραπέμπει στις θετικές επιστήμες, η λύσις-έκβαση δε του μυθιστορήματος με παρέπεμψε μάλλον στην κβαντομηχανική. Αυτή την αίσθηση μου έδωσε το παιχνίδι με διάφορες εκδοχές της αλήθειας και την αναίρεσή τους, το οποίο επιδέξια κάνει ο συγγραφέας μας.

Το μυθιστόρημα προλογίζεται από δύο μότο, τα οποία δεν πρέπει να παραβλέψει ο αναγνώστης, καθώς πρόκειται για έναν οιονεί καταστατικό χάρτη της δομής του βιβλίου και συνάμα για ένα πρίσμα μέσω του οποίου ο συγγραφέας προτείνει στο κοινό να το διαβάσει. Το πρώτο μότο προέρχεται από το χέρι του HaydenWhite, ενώ το δεύτερο ανήκει στον RolandBarthes. Ο πρώτος είναι γνωστός από τις μελέτες του για τη μορφή-αφηγηματολογία των ιστοριογραφικών κειμένων, ο δεύτερος για την αφηγηματολογία από γλωσσολογικής σκοπιάς.

Σύμφωνα με το παράθεμα του Γουάιτ «Αυτό που διακρίνει την «ιστορική» από τη «μυθιστορηματική» αφήγηση είναι πάνω απ’ όλα το περιεχόμενο, όχι η μορφή. Το περιεχόμενο των ιστορικών αφηγήσεων είναι πραγματικά γεγονότα, γεγονότα που συνέβησαν – όχι φανταστικά γεγονότα που επινόησε ο αφηγητής. Τούτο σημαίνει ότι οι ιστορικές αφηγήσεις είναι ζήτημα ανακάλυψης, όχι κατασκευής […]

Η ιστορική αφήγηση δεν εξαφανίζει τις ψεύτικες εντυπώσεις για το παρελθόν, για την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία. Δοκιμάζει όμως την ικανότητα των μύθων ενός πολιτισμού να δώσει νόημα στα πραγματικά γεγονότα με τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τα εκθέσει στη συνείδηση, διαμορφώνοντας φανταστικά γεγονότα […].

Στο βαθμό που η ιστορική αφήγηση προικίζει με νόημα τα πραγματικά γεγονότα, τέτοιο νόημα που συναντάμε στους μύθους και στη λογοτεχνία, δικαιολογείται να τη θεωρούμε ως αλληγόρηση. Αντί λοιπόν να θεωρούμε μια ιστορική αφήγηση ως «μυθική» ή «ιδεολογική», καλύτερα να τη θεωρούμε ως αλληγορική: άλλα λέει κι άλλα σημαίνει

Έρχεται όμως ο Ρολάν Μπαρτ να αμφισβητήσει το παραπάνω: «Τα επιχειρήματα υπέρ του «ρεαλισμού» της αφήγησης πρέπει να εγκαταλειφθούν. […] Η λειτουργία της αφήγησης δεν είναι να αναπαριστά αλλά να συγκροτεί το θέαμα. Η αφήγηση δεν δείχνει, δεν μιμείται. «Αυτό που συμβαίνει» στην αφήγηση, από τη σκοπιά της αναφορικότητάς της στην πραγματικότητα είναι κυριολεκτικά τίποτα. «Αυτό που συμβαίνει» είναι μόνο η γλώσσα, η περιπέτεια της γλώσσας, η ασταμάτητη τελετουργία της έλευσής της

Περιεχόμενο ή μορφή λοιπόν το μυθιστόρημα; Και ποιος μας υποχρεώνει να επιλέξουμε διλημματικά; Ο συγγραφέας του μήπως, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του από την προνομιακή θέση του δημιουργού που από τη μια δομεί τον μύθο του με αξιώσεις αληθοφάνειας κι από την άλλη φέρνει ανατροπές μέσω της αφήγησης, οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στο λόγο σε σχέση με τα γεγονότα; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα, όταν μιλάει για τέχνη…

Αρκούν αυτά τα αναγκαία ως πλαίσιο της βιβλιοπαρουσίασης αυτής.

Ας εισέλθουμε όμως στα ενδότερα του μυθιστορήματός μας! Η υπόθεση δείχνει απλή και συνάμα αληθοφανής, αφού την έχουν αντιμετωπίσει πολυάριθμοι Έλληνες της μεταπολεμικής γενιάς. Ένας νέος άνδρας, επιστρέφει από συστηματικές μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και αρχίζει επιστημονική καριέρα στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Από παλιά τον απασχολούσε ένα σημαντικό οικογενειακό ζήτημα, για το οποίο όμως οι οικείοι του απέφευγαν να μιλούν. Ο αφηγητής δεν γνώρισε ποτέ τον δάσκαλο παππού του, καθώς γεννήθηκε μετά τον θάνατό του. Το παιδί μεγάλωσε κάτω από τη σκιά της απουσίας, όμως αυτός ο θάνατος αποτελούσε ένα μεγάλο μυστήριο για αυτό. Δεν γνώριζε τις συνθήκες του θανάτου του που έλαβε χώρα το έτος 1948, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ακριβώς αυτό το μυστήριο επιθυμούσε πάντα να ξεδιαλύνει και τώρα θεώρησε ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή. Εκείνος είχε τη δυνατότητας της έρευνας, ενώ έπρεπε πλέον να βιαστεί, καθώς σταδιακά εξέλιπαν οι μάρτυρες.

Με αφορμή ένα ετεροχρονισμένο μνημόσυνο της οικογένειας για τον εκλιπόντα παππού, το οποίο εξυπηρετεί την εξέλιξη του μύθου του μυθιστορήματός μας, ο αφηγητής συγκροτεί τη στρατηγική της αναζήτησης μαρτύρων και μαρτυριών. Όλα αυτά γίνονται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Η οικογενειακή κατάσταση». Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Στα ίχνη του δασκάλου» κι εδώ ο αφηγητής αναζητά τους μάρτυρες και συνομιλεί μαζί τους. Με ευφυή οργάνωση της αφήγησης ο συγγραφέας, παρουσιάζοντας τις μαρτυρίες που σχετίζονται με το πρόσωπο του παππού παρουσιάζει σημαίνουσες πληροφορίες και για τις προσωπικότητες των μαρτύρων καθώς και για όσα πρόσωπα οι ίδιοι καταθέτουν πληροφορίες, έστω και μέσα από το δικό τους φίλτρο, κατασκευάζοντας έτσι σταδιακά το ανθρωπολογικό και ιστορικό τοπίο της χώρας μας από τη δεκαετία του μεγάλου πολέμου και μετά με τη μορφή ενός παζλ, το οποίο δομείται μεθοδικά μεν, όχι όμως χωρίς ανατροπές και εκπλήξεις. Επιλέγει ως πρώτη μάρτυρα τη θεία Μαρίνα, αδελφή της μητέρας του και κόρης του δασκάλου, χωρίς να είναι το πρώτο πρόσωπο με το οποίο μιλάει γενικώς. Το πλαίσιο της έρευνάς του, όπως είπαμε ήδη, το θέτει ο αφηγητής στο πρώτο κεφάλαιο, ενώ από το δεύτερο αρχίζει η παράθεση των μαρτυριών. Από την κατάθεση της θείας Μαρίνας προκύπτουν πληροφορίες για το κτίσιμο του μύλου, σημείου αναφοράς επαγγελματικής και υπαρξιακής της ευρύτερης οικογένειας των ανιόντων του αφηγητή. Εκεί άλλωστε και σε συνύφανση με γεγονότα που σχετίζονται με αυτόν θα σκοτωθεί ο δάσκαλος παππούς. Αυτός ο μύλος ο οποίος έδωσε οικονομική διέξοδο στους ανιόντες της οικογένειάς του κατά την προπολεμική περίοδο και τους έσωσε από την πείνα στην κατοχή, διαδραμάτισε ρόλο στη δολοφονία του παππού από παρακρατικούς την περίοδο του εμφυλίου. Συγκεκριμένα, οργανώνοντας μια επιχείρηση για ανατίναξη μιας σημαντικής γέφυρας στα περίχωρα του επινοημένου χωριού Τζαναρλί της Θεσσαλίας, από την οποία περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή Βόλου-Καλαμπάκας, στον μύλο κρύφτηκαν αντάρτες οι οποίοι αποτελούσαν εμπροσθοφυλακή για την επιχείρηση. Κάποιος κατέδωσε στις αρχές την παρουσία των ανταρτών. Αυτός ο κάποιος, ονόματι Φώτης Μαλισόβας, μιλούσε με τους αντάρτες που ήταν κρυμμένοι στον Μύλο, μεταξύ των οποίων και ένα θείο του, όμως νομίζοντας ότι τον είδε κάποιος συγχωριανός, έσπευσε να καταδώσει τους αντάρτες, για να σώσει τη δική του ζωή, η οποία νόμιζε ότι κινδυνεύει. Στη συνέχεια έγινε επέμβαση του στρατού ο οποίος κατέκαψε τον μύλο για να εξουδετερώσει τους αντάρτες, ενώ κάποιοι παρακρατικοί θεώρησαν τον παππού-δάσκαλο, παλαιό τοπικό στέλεχος του ΕΑΜ, συνυπεύθυνο και γνώστη της υπόθεσης και αφού τον βασάνισαν τον σκότωσαν, παίρνοντας ως λάφυρα τα ρούχα και τα λίγα τιμαλφή του, ενώ συνέλαβαν και τη μια του κόρη, τη Φιλιώ. Διαμορφώνεται λοιπόν μια πρώτη εικόνα του πλαισίου της δολοφονίας. Οι υπόλοιποι αφηγητές θα συμπληρώσουν ή θα τροποποιήσουν την πρώτη αφήγηση.

Σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά και γενικότερα στο βιβλίο, παρουσιάζονται επιπλέον στοιχεία για την ιστορία της οικογένειας, τις κρίσιμες συνθήκες κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Διαφαίνεται ένα δίκτυο ανθρώπων του χωριού, μια αρκετά εκτεταμένη ανθρωπογεωγραφία, με ποικίλους ρόλους και κίνητρα για τις ενέργειές τους. Ο συγγραφέας με καλή ανθρωπογνωσία χτίζει τους χαρακτήρες και την μικροκοινωνία του χωριού, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται μπροστά μας σαν ζωντανοί πραγματικοί άνθρωποι, με αδυναμίες και πάθη, κι όχι σαν κατασκευασμένες λογοτεχνικές περσόνες. Ακριβώς η πραγματική ανθρώπινη υφή των ηρώων θα δυσκολέψει τη διαλεύκανση της υπόθεσης, αφού οι άνθρωποι είναι πιο σύνθετοι στα κίνητρα των ενεργειών τους από ό,τι η αναπαράστασή τους. Συνάμα ο αφηγητής συνθέτει με γνώση το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του εμφυλίου καθώς και της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Πολιτικές αντιπαλότητες, προσωπικές φιλοδοξίες, και αδυναμίες διαπλέκονται με συστηματικό και εποικοδομητικό τρόπο.

Αφού ο αφηγητής μας αφιέρωσε το πρώτο μισό του βιβλίου στην αναζήτηση πληροφοριών για τον παππού του, στρέφεται στη συνέχεια στην αναζήτηση πληροφοριών για τον συγχωριανό Φώτη Μαλισόβα, ο οποίος προκαλεί το ενδιαφέρον του. Όπως γράφει,

«Για να προκύψει όμως μια συνεπέστερη και σαφέστερη εικόνα των γεγονότων του Μύλου, έπρεπε να στραφώ προς τον Φώτη Μαλισόβα –τον άγνωστο χ των γεγονότων του Μύλου. Παρά το ότι επισήμως, δηλαδή, στο ρεπορτάζ των εφημερίδων, δεν αναφερόταν καμιά σχέση ανάμεσα στον Φώτη Μαλισόβα και στα γεγονότα του Μύλου, όλοι στο χωριό γνώριζαν ότι ο Φώτης Μαλισόβας ανασύρθηκε νεκρός το μεσημέρι της Δευτέρας απ’ το πηγάδι της αυλής του σπιτιού τους. Για τον Φώτη Μαλισόβα, τον μοιραίο άνθρωπο του Μύλου, δεν γνώριζα πολλά.».

Μοιραίο τον χαρακτηρίζει ο αφηγητής. Η εξέλιξη του μύθου επιφυλάσσει ανατροπές ως προς τις ενέργειες και τα κίνητρα αυτού του ανθρώπου, μια τραγική τελικά προσωπικότητα, που οδηγεί συνανθρώπους και τον ίδιο του τον εαυτό στον όλεθρο λόγω κακής εκτίμησης ενός γεγονότος, όμως δεν αρμόζει στη βιβλιοπαρουσίαση να αφαιρεί από τον αναγνώστη τη γοητεία της αφήγησης με την αποκάλυψη της πλοκής. Πάντως στην αναζήτηση πληροφοριών για τον Μαλισόβα, προπάντων για τις συνθήκες του θανάτου του ενώ εκτυλίσσονταν τα γεγονότα του μύλου, ο αφηγητής επιχειρεί μια μεγάλη επιβράδυνση, την οποία αξιοποιεί για να δώσει περισσότερες πληροφορίες για ανθρώπους και πράγματα της εποχής, ανασυνθέτοντας την μικροτοπική κοινωνία σε πολλά επίπεδα. Αξίζει να παραθέσω μια σύντομη σκέψη του αφηγητή για τον ήρωα, η οποία είναι ενδεικτική για την εμβάθυνση που κάνει στην ψυχογράφηση των προσώπων: «…αυτών που μπορούσαν και αυτών που δεν μπορούσαν πλέον για τον Φώτη, ο οποίος μες σε δυο μέρες ήρθε αντιμέτωπος με καταστάσεις που τον υπερέβαιναν και τον οδήγησαν σε ενέργειες που είχαν συνέπειες, όχι μόνο πάνω στη δική τους ζωή, αλλά και στις ζωές τόσων ανθρώπων –του Δάσκαλου, του θείου τους Μήτσου Μπαβέλα, της Φιλιώς και της Μαρίας- ακόμα και της δικής μου».

Στο πλαίσιο μιας σύντομης βιβλιοπαρουσίασης δεν μπορεί ασφαλώς να γίνει αναφορά στα πολυάριθμα πρόσωπα που εμπλέκονται στην αφήγηση ούτε στο αφηγηματικό υλικό. Δεν μπορώ όμως να μη αναφερθώ σε άλλο ένα πρόσωπο με μεγάλο συμβολικό βάρος, τη θεία Φιλιώ, στην οποία ο συγγραφέας αφιερώνει χωριστό κεφάλαιο, και αντιπροσωπεύει στο βιβλίο τις κατατρεγμένες γυναίκες του εμφυλίου, οι οποίες έτυχε να βρίσκονται στην πλευρά των ηττημένων, αντιμετώπισαν το φάσμα της θανατικής καταδίκης, επιβίωσαν με δυσκολία και πέτυχαν έναν επίμοχθο βιοπορισμό με την ακρωτηριασμένη τους οικογένεια στη μεταπολεμική Ελλάδα, καθώς απουσίαζε από το πλευρό τους ο σύζυγος, ο οποίος διαφεύγοντας σε κάποια από τις ανατολικές χώρες δημιούργησε νέα οικογένεια.

Μιλήσαμε για τίτλους των κεφαλαίων, ελάχιστους από τους οποίους αναφέραμε. Αυτή η οργάνωση του βιβλίου δίνει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας, μολονότι τιτλοφορεί το βιβλίο του «Καιρός για μυθιστόρημα», ουσιαστικά υποβάλλει την ιδέα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο στηριγμένο σε έρευνα. Με αυτό το σκοπό ο δραματοποιημένος ομοδιηγητικός αφηγητής δείχνει να συμπληρώνει την αφήγηση με κείμενα-πηγές προκειμένου να ενισχύσει την αληθοφάνεια της αφήγησης. Πολλές λεπτομέρειες οι οποίες μπορεί αρχικά να παραξενέψουν τον αναγνώστη, λειτουργούν ως επιβράδυνση είτε ως τεκμήριο αληθείας.

Η μεγάλη ανατροπή στο τέλος, η οποία μπορεί να είναι μυθιστορηματική, όμως πολλοί από μας έχουμε βιώσει ανάλογες συμπτώσεις στην πραγματική μας ζωή, αιτιολογεί την απόφαση του συγγραφέα-αφηγητή να συγγράψει το μυθιστόρημα.

Συνοψίζοντας, το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρουσόπουλου «Καιρός για μυθιστόρημα» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσει κανείς για πολλούς λόγους. Ξεκινώντας από ένα τραγικό θέμα που έχει απασχολήσει αρκετούς, βρίσκει πρωτότυπους τρόπους προσέγγισης και αφήγησης που το κάνουν γοητευτικό ανάγνωσμα. Προσφέρει πολλές πληροφορίες για τις νοοτροπίες, τον καθημερινό βίο και τις ανθρώπινες σχέσεις σε μια ελληνική επαρχία σε μια δύσκολη ιστορική συγκυρία, δημιουργεί ανατροπές, διευρύνει το οπτικό πεδίο του αναγνώστη, προσφέρει υπαρξιακές προεκτάσεις και αναζητήσεις, γενικά ανοίγει έναν ευρύ διάλογο με το παρελθόν, δείχνοντας ότι ποτέ δεν κλείνουν οριστικά οι λογαριασμοί μαζί του, γίνεται δε με τον τρόπο του επίσης ουσιωδώς πολιτικό. Το σταθμισμένο λιτό επιμύθιο διαμεσολαβεί στον αναγνώστη την προβληματική των επάλληλων κύκλων, υποδεικνύοντας ότι τα τοπικά ιστορικά γεγονότα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε μέσα στον ευρύτερο κύκλο της εθνικής ιστορίας και την εθνική ιστορία στον ευρύτατο κύκλο της μεγάλης, της παγκόσμιας. Ίσως φαίνεται μελαγχολική η διαπίστωση του συγγραφέα «αυτοί οι καημένοι, οι άνθρωποι στο Τζαναρλί […] -όλοι τους- εχθροί και φίλοι, πιάστηκαν στα δίχτυα της «μεγάλης» ιστορίας, και το χειρότερο -άλλος λίγο, άλλος πολύ- όλοι τους υπέφεραν, συνθλίβηκαν κάτω απ’ τις μυλόπετρες της «μεγάλης» ιστορίας.» Αν κοιτάξουμε όμως τα πράγματα από τη οπτική γωνία του σήμερα, μπορούμε να καταλογίσουμε κάτι στον συγγραφέα μας γι’ αυτό; Πόσο επίκαιρος γίνεται με την αναμόχλευση του παρελθόντος!

 

Υ.Γ. Η παραπάνω βιβλιοπαρουσίαση αναγνώστηκε στις 08/05/2014 σε εκδήλωση που διοργανώθηκε στην αίθουσα του Δημοτικού Κινηματογράφου στα Τρίκαλα. Γράφω αυτό το υστερόγραφο όχι μόνον επιθυμώντας να αναφέρω την πολύ ενδιαφέρουσα εις βάθος συζήτηση που ακολούθησε ανάμεσα στους συντελεστές και το κοινό αλλά και για να καταγράψω μια σύμπτωση στην οποία συναντήθηκαν η λογοτεχνία και η ιστορία. Εκλεκτό μέλος του κοινού είχε βιώσει ανάλογο βίωμα με τον αφηγητή: ο πατέρας του, δάσκαλος κι αυτός, απήχθη από το σπίτι του και δολοφονήθηκε από κουκουλοφόρους, οι οποίοι επίσης του αφαίρεσαν τα προσωπικά του είδη. Η μόνη διαφορά φαίνεται να ήταν η πολιτική τοποθέτηση των θυτών. Έτσι λοιπόν κατά τη συγγραφή του βιβλίου η τέχνη πήγε να συναντήσει τη ζωή, ενώ κατά τη βιβλιοπαρουσίαση η ζωή συνάντησε την τέχνη και φάνηκε να συμπορεύονται με κοινό βηματισμό. Είθε να μας κάνει σοφότερους αυτή η διαπίστωση!

 

 

Σχόλια