Ο Μάνος Ματσαγγάνης, αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ένας από τους πιο αξιόλογους και παρεμβατικούς Έλληνες διανοούμενους, βρέθηκε με υποτροφία του Ιδρύματος Fulbright, από τον Σεπτέμβριο του 2014 έως τον Απρίλιο του 2015 στις ΗΠΑ, αρχικά στο Χάρβαρντ (Βοστώνη) στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου και μετά στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, απέναντι από το Σαν Φραντσίσκο, στο Κέντρο Δίκαιης Ανάπτυξης. Από τον Νοέμβριο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2015 έστελνε τις «ανταποκρίσεις» του στο περιοδικό Books’ Journal. Το περιοδικό δημοσίευσε σε οκτώ συνέχειες αυτά τα Γράμματα, τα οποία διάβασα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Σήμερα οι Εκδόσεις Κριτική τα προσφέρουν σε ένα βιβλίο 150 σελίδων.

Ο Ματσαγγάνης περιγράφει στιγμιότυπα από την καθημερινότητα και τις ακαδημαϊκές του στιγμές σ’ αυτά τα μεγάλα Πανεπιστήμια. Παρακολουθώντας και συμμετέχοντας σε σεμινάρια, τακτικές επισκέψεις σε Μουσεία, σε αίθουσες τέχνης και σε κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και βόλτες στα άπειρα Πάρκα με το ποδήλατό του ή πεζή, όπου κινούνταν ανάμεσα στους σκίουρους, τα ελάφια και τα καταπράσινα τοπία, μιλά στους ξένους και στους Έλληνες για την ελληνική κρίση.

Έχω την τύχη όχι μόνο να γνωρίζω τον Μάνο Ματσαγγάνη, αλλά αυτός μαζί με τον Δημήτρη Σκάλκο, ο οποίος και αυτός πρόσφατα εξέδωσε ένα ιδιαίτερα επίκαιρο βιβλίο με τίτλο Αλλάζει η Ελλάδα; (εκδ. Επίκεντρο), μου έχουν κάνει την τιμή να συνυπογράψουμε μια σειρά άρθρων. Είναι κάτι σαν το «ο Φιλελεύθερος, ο Σοσιαλδημοκράτης και ο Αριστερός». Για το ποιος είναι ο φιλελεύθερος τα πράγματα είναι ξεκάθαρα (ο Σκάλκος), για το ποιος όμως είναι ο σοσιαλδημοκράτης και ποιος ο αριστερός, τα πράγματα είναι πιο ρευστά. Και οι τρεις όμως γνωρίζουμε ότι και οι τρεις αυτές ταυτότητες ανήκουν σε μια οικογένεια, τα μέλη της οποίας μπορεί να κατοικούν σε διαφορετικά κομματικά σπίτια, εξ ου και πολλές φορές υπάρχει η ανάγκη μετακομίσεων, αλλά δεν παύουν να είναι μέλη της οικογένειας της δημοκρατικής, σοσιαλιστικής και φιλελεύθερης Αριστεράς. Γιατί ο φιλελευθερισμός ανήκει στην αριστερή οικογένεια, είναι παιδί της, ακόμη και αν δεχθούμε πως είναι υιοθετημένο.

Όσοι γνωρίζουν τον Ματσαγγάνη, ξέρουν πως πέρα από το υπέρβαρο των επιστημονικών και διανοητικών του αποσκευών, αυτός είναι ένας άνθρωπος με υψηλότατη αίσθηση του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού. Ο Ματσαγγάνης και με αυτό εδώ το βιβλίο του προσφέρει απλόχερα μαθήματα πολιτικής και επιστημονικής ανάλυσης, αλλά και υπέροχες δόσεις σαρκασμού, χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Πολιτικοί χωρίς χιούμορ είναι σίγουρα κακοί πολιτικοί, και επιστήμονες χωρίς χιούμορ, τις περισσότερες φορές, είναι κακοί επιστήμονες.

Αυτό το βιβλίο, σε πείσμα του αυτοπροσδιορισμού του ως «Ημερολόγιο», το αντιλαμβάνομαι ως κάτι σαν «διάλογοι με τους ξένους για την ελληνική κρίση» ή ως «απλά μαθήματα για τους κύριους υπεύθυνους γι’ αυτή την κρίση», ή και ακόμη ως «δύσκολα μαθήματα αποδόμησης της όποιας θετικής γνώμης έχουν (ή είχαν;) για τον κ. Τσίπρα», διάφοροι κύκλοι της παγκόσμιας προοδευτικής και φιλελεύθερης αριστερής διανόησης. Ο Ματσαγγάνης μέσα από την περιγραφή των ανθρώπινων στιγμών του, των φιλικών σχέσεων που ανέπτυξε εκεί, μέσα από την ανάλυση όσων άκουσε από πολύ σημαντικές προσωπικότητες (πολιτικοί, επιστήμονες και διανοούμενοι παρελαύνουν στις λίγες σελίδες του βιβλίου), αλλά και όσων ο ίδιος είπε και έγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα δύο Πανεπιστήμια, καταθέτει την αγωνία του για το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης. Τον φαντάζομαι να αντιμετωπίζει τους πάντες, με αυτό το ορατό χαμόγελο που τον συνοδεύει στις δημόσιες εμφανίσεις του, καθόλου ειρωνικό για τον συνομιλητή του. Που αντιθέτως τον προδιαθέτει για ειλικρινή διάλογο, με συμφωνίες και ασυμφωνίες.

«Στιγμιότυπα» θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τίτλος του βιβλίου. Στιγμιότυπα (short cuts) σαν την υπέροχη ταινία του Ρόμπερτ Όλτμαν – ο Ματσαγγάνης είναι και μεγάλος σινεφίλ. Στιγμιότυπα όπως αυτό που ο Μόντι προσπαθεί να ανοίξει μια χαραμάδα για λίγο χαλαρότερη νομισματική πολιτική και ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης καθηγητής τον ακούει και «παθαίνει αποπληξία» (σελ. 16). Όπως όταν ακούει τον Έντι Ράμα, πρωθυπουργό της Αλβανίας, και τον εντυπωσιάζει η κριτική της αλβανικής κοινωνίας που αυτός κάνει, κριτική χωρίς ίχνος κολακείας, όπως θα έκανε –υποστηρίζει ο Ματσαγγάνης– ο αντίστοιχος Έλληνας πολιτικός. Μόνο που όταν ο Γιώργος Παπανδρέου τόλμησε να ασκήσει κριτική στην ελληνική κοινωνία, έστω και με αδέξιο τρόπο, απαξιώθηκε απ’ όλους. Αυτή είναι η διαφορά. Δεν μας αρέσει οι πολιτικοί μας να κρίνουν την κοινωνία. Από την άλλη, ο Ράμα –κάτι που δεν το σημειώνει ο συγγραφέας– παίζει και αυτός το εθνικιστικό χαρτί στα Βαλκάνια. Αυτό είναι η πολιτική. Ένα αναγκαίο αλλά αντιφατικό παιγνίδι.

Ο Ματσαγγάνης είναι αμφίθυμος στις επιθέσεις που κάνουν οι προοδευτικοί διανοούμενοι κατά της λιτότητας. Από τη μια αυτός, ως αριστερός, τείνει να συμφωνήσει. Βεβαίως αναγνωρίζει πως υπάρχουν και άλλοι πιο αριστεροί απ’ αυτόν. Ενδεικτικό του αυτοσαρκασμού του είναι, όταν με αφορμή την δωρεάν απόκτηση, σε ένα καφέ στο Μπέρκλευ που ονομάζεται Caffe Roma, ενός μεταχειρισμένου βιβλίου του Πέρι Άντερσον, γράφει: «Ο Πέρι Άντερσον είναι πολύ πιο αριστερός από μένα (εντάξει, δεν είναι πολύ δύσκολο αυτό)» (σελ. 132). Από την άλλη όμως θυμάται έναν άλλο επίσης αριστερό, τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ και την ομιλία του (1978) περί δίκαιης λιτότητας ως μόνη ευκαιρία για την ανανέωση της Ιταλίας (σελ.30).

Αριστεροί ή δεξιοί ο Μπερλίνγκουερ και ο Ματσαγγάνης; Δεξιοί, αν με τη λιτότητα εννοούν –που δεν το εννοούν– τη διαρκή πτώση του βιοτικού επιπέδου και των μισθών· αριστεροί, αν εννοούν –που το εννοούν– πως δεν μπορεί να στηθεί πραγματικό κοινωνικό κράτος παροχής υπηρεσιών, κράτος δικαίου και ισονομίας, σοσιαλδημοκρατικό κράτος, πάνω στα ερείπια πολιτικών ασύστολης και ανεξέλεγκτης δαπάνης και ταυτόχρονης μειωμένης φορολογικής βάσης για τα έσοδα του κράτους.

Εκεί που τον συμμερίζομαι απόλυτα είναι όταν προσπαθεί να πείσει για τον πραγματικό ρόλο του κ. Τσίπρα και τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ. Το έχω νοιώσει και εγώ βαθιά όταν συνομιλώ με ξένους προοδευτικούς ανθρώπους. Προοδευτικοί άνθρωποι, απηυδισμένοι με τις πολιτικές της διαρκούς λιτότητας, βλέπουν τον κ. Τσίπρα ως τον αγωνιστή που τα βάζει με τους ισχυρούς τραπεζίτες, με τις Μεγάλες Εταιρείες, τις οποίες ο Κόλιν Κράουτς κριτικάρει τόσο όμορφα, στη Μεταδημοκρατία και στο Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού. Ο Ματσαγγάνης τους μιλάει και τους αναλύει πως «η διάγνωση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, και συνεπώς η συνταγή των διαρθρωτικών αλλαγών που απαιτούνται, ήταν λανθασμένη επειδή βασίστηκε σε μια επιφανειακή ανάγνωση των παραγόντων που εμποδίζουν την ανάδυση ενός νέου (εξαγωγικού) παραγωγικού μοντέλου (σελ.49). Το πρόβλημα δεν οφείλεται στο υψηλό κόστος εργασίας, αλλά «στο υψηλό κόστος ενέργειας, στη μικρή κλίμακα, στη χαμηλή τεχνολογία, στις ανεπαρκείς ικανότητες οργάνωσης και διοίκησης, στο δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον – με δυο λόγια, σε όλες τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν το ξεπερασμένο μοντέλο φτηνής ανάπτυξης που ακολουθείται στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Με δεδομένα όλα αυτά, η τόνωση των εξαγωγών και η ανάκαμψη δεν ήταν τόσο θέμα μείωσης των κατώτατων αποδοχών, όσο εξυγίανσης των θεσμών (να μη χρειάζεται πολιτικό μέσο για να πάρεις δάνειο ή επιδότηση), αποτελεσματικότερης (και ελαφρότερης) ρύθμισης των αγορών, καταπολέμησης της γραφειοκρατίας, φορολογικής σταθερότητας, επιχειρηματικής αναδιάρθρωσης, τεχνολογικής αναβάθμισης, καλύτερης διασύνδεσης, συστηματικής επένδυσης στη γνώση» (σ.σ. 128-129). Θα πρόσθετα ότι χρειάζεται βαθιά κριτική στο μοντέλο των κοινοτοπιών τύπου «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» και «οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας». Όσοι νομίζουν πως θα στήσουν σοσιαλδημοκρατίες χωρίς να αποδομήσουν αυτές τις επικίνδυνες «κοινοτοπίες» απατούν και αυταπατώνται.

Ο συγγραφέας συμμερίζεται την κριτική των προοδευτικών φιλελεύθερων διανοουμένων στη συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας (σελ. 91), αλλά διαφωνεί πως το όπλο κατά της λιτότητας είναι ο κ. Τσίπρας. Τους εξηγεί ότι «κάνουν σοβαρό λάθος να ποντάρουν στην ελληνική κυβέρνηση. Και γιατί κάθε προοδευτικός Έλληνας πολίτης έχει κάθε λόγο να αισθάνεται αποστροφή για την ανευθυνότητα, τη μισαλλοδοξία και τη δυσανεξία της νέας εξουσίας, να τοποθετείται απέναντί της και να ανησυχεί πολύ για την έκβαση της περιπέτειας που περνά η χώρα του. Νομίζω ότι στο τέλος τα καταφέρνω: κουνάνε το κεφάλι τους με συμπάθεια, σαν να θέλουν να μου πουν «έχετε μπλέξει άσχημα» (το γνωρίζω)» (σελ. 139).

Ο μεγάλος κίνδυνος, κατά τη γνώμη μου, είναι οι πολιτικές κατά της λιτότητας να ταυτιστούν με τις πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ και τότε η λιτότητα θα «κατσικωθεί» στις πλάτες των Ευρωπαίων πολιτών για ακόμη πολλά-πολλά χρόνια.

Σ’ ένα πράγμα ζηλεύω, πάρα πολύ, τον Μάνο Ματσαγγάνη. Στο ό,τι αν και υπέρμετρα ευγενής δεν διστάζει να αποδομεί την politically correct γραφή. Ποτέ δεν θα μπορούσα, αν και θα το ήθελα, να γράψω έτσι για πολιτικούς, όπως το κάνει εδώ ο Ματσαγγάνης. Ας τον απολαύσουμε: «Η στελέχωση της κυβέρνησης, με ένα τυχοδιώκτη εθνικιστή στο Υπουργείο Άμυνας, και έναν εξίσου εθνικιστή, πρώην σταλινικό, νυν οπαδό του Πούτιν στο Υπουργείο Εξωτερικών, επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους μου» (σελ. 97). Τελικά λιγότερο politically correct ίσως δεν είναι και τόσο κακό πράγμα.

Απολαύστε τον Μάνο Ματσαγγάνη, με τον οποίο πολύ χαίρομαι να συμφωνώ και ακόμη περισσότερο να διαφωνώ. Και κάτι ακόμη. Ίσως και λόγω της ιταλικής καταγωγής του, από την πλευρά της γιαγιάς του, μαγειρεύει υπέροχα μακαρόνια. Στην Αμερική, απ’ ότι κατάλαβα, δεν του δόθηκε η ευκαιρία, να ξεδιπλώσει και αυτό του το ταλέντο.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.

bookpress.gr

Σχόλια