Η διεξαγωγή της, προ ημερησίας διάταξης, συζήτησης στη Βουλή, μετά την αποκάλυψη της συνομιλίας μεταξύ του τέως γγ της Κυβέρνησης Τ. Μπαλτάκου και του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Η. Κασιδιάρη, είναι μία σωστή και απολύτως επιβεβλημένη απόφαση. Η κοινοβουλευτική συζήτηση για την έκνομη δραστηριότητα του νεοναζιστικού συνονθυλεύματος, και τη φασιστική βία που ασκείται στην κοινωνία, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, άργησε πολύ να γίνει. Αυτή τη φορά δεν πρέπει να χαθεί άλλη ευκαιρία και η συζήτηση να διεξαχθεί με αποδέκτη την κοινωνία και τους πολίτες και όχι τα στενά κομματικά ακροατήρια.
Η αναζήτηση των αιτίων της αδράνειας, της ανοχής ή και της ολιγωρίας μερίδας του πολιτικού συστήματος απέναντι στο νεοναζιστικό φαινόμενο πρέπει να οδηγήσει σε συγκεκριμένη και κατηγορηματική καταδίκη των όποιων σχέσεων υπόγειας προσέγγισης και κρυφών «συνομιλιών» με τη Χρυσή Αυγή. Το ζήτημα υπερβαίνει κατά πολύ την αναμενόμενη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ της Αντιπολίτευσης και της Κυβέρνησης για το «Μπαλτάκος Gate»…(sic) και αγγίζει την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών στον καιρό της κρίσης. Και τούτο για δύο λόγους.
Από την μία πλευρά, η αυτοκριτική στη δημοκρατία δεν βλάπτει. Η εν λόγω συμπεριφορά του κ. Μπαλτάκου καθόλου μεμονωμένη δεν ήταν, κατά τη μαρτυρία του ιδίου. Θα έλεγα μάλλον ότι ήταν επαναλαμβανόμενη και οδήγησε σε σοβαρά πολιτικά λάθη την Κυβέρνηση, όπως οδήγησε τη Δημοκρατική Αριστερά -η οποία τα είχε καταγγείλει (αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ιθαγένεια, ΕΡΤ, κ.ά.)- στην έξοδο από αυτή.
Ακούω ορισμένους να υποστηρίζουν ότι άλλο η συντηρητική ατζέντα και άλλο οι συνομιλίες με τη Χρυσή Αυγή. Σαφώς. Αλλά το να υιοθετεί ένα συντηρητικό κόμμα μέρος της ατζέντας της Χρυσής Αυγής, πιστεύοντας ότι έτσι θα έχει εκλογικά οφέλη, είναι μέγα λάθος, γιατί εγκλωβίζει περισσότερο τους πολίτες σε αυτή. Επομένως, ξεκάθαρη και κατηγορηματική στάση χρειάζεται να καταγραφεί πλέον, αναγνώριση των λαθών απαιτείται, με ταυτόχρονο επανακαθορισμό της πολιτικής, ώστε να καταστεί σαφές ότι η δημοκρατική και κοινοβουλευτική λειτουργία δεν έχει ανάγκη από τέτοιους«συνομιλητές» φανερούς ή κρυπτόμενους!
Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι οι πολίτες του συνόλου του δημοκρατικού φάσματος αναμένουν την ανάληψη πολιτικής ευθύνης για την εικαζόμενη ή πραγματική ύπαρξη ακροδεξιών θυλάκων στην Κυβέρνηση και το κράτος, καθώς και για τις θεσμικές ή προσωπικές «συνομιλίες» με τους νεοναζί- σήμερα υπόδικους- βουλευτές. Στο θέμα αυτό, δεν υπάρχει χώρος πλέον για αμφιθυμίες, συγκαλύψεις, ισολογισμούς κομματικών «ταμείων» και πονηρούς συμψηφισμούς.
Η υπόθεση των ποινικών διώξεων εναντίον των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στηρίχθηκε- έστω και καθυστερημένα- σε σοβαρά ποινικά αδικήματα, σε ανθρωποκτονίες, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, ρατσιστικές επιθέσεις κ.ά. Εφερε στο φως τη δικαστική έρευνα για τη δραστηριότητα μίας εγκληματικής οργάνωσης με εσωτερική δομή, ιεραρχία και διαρκή δράση, με συγκεκριμένα πολιτικά κέντρα καθοδήγησης. Κατέδειξε την παραστρατιωτική δομή της οργάνωσης αυτής, τη διείσδυσή της σε σχολεία και κοινωνικούς χώρους και τις απόπειρες χειραγώγησης της νεολαίας.
Δεν θα σταθώ στο γεγονός ότι η Δημοκρατική Αριστερά είχε εγκαίρως καταγγείλει πολλά από τα παραπάνω -και εγώ προσωπικά από το βήμα της Βουλής σχετικά με την νεοναζιστική διείσδυση στους χώρους της Παιδείας-, αλλά θα τονίσω μόνο ότι η δικαστική διαδικασία και η λειτουργία της δικαιοσύνης θα πρέπει να τύχει σεβασμού και προστασίας από το σύνολο των δημοκρατικών κομμάτων.
Η συζήτηση για τη φασιστική βία και τη δράση των νεοναζί εντός και εκτός του κοινοβουλίου θα πρέπει να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο και να προσδιορίζει πλέον τα πολιτικά όρια του δημοκρατικού διαλόγου. Το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να είναι συνομιλητής κανενός και δεν αποτελεί ρυθμιστή για οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία εντός του δημοκρατικού τόξου θα πρέπει να εκφραστεί στον πολίτη με ειλικρίνεια και σαφήνεια, χωρίς αστερίσκους.
Σχόλια