Ποιος φόρεσε την αλήθεια και δεν πόνεσε; Αυτός είναι ο λόγος που και οι λογοτεχνικές (εκτός όλων των άλλων) οι αλήθειες δεν πουλάνε.

Και (λέει) εμείς που γράφουμε, για να επιβιώνουμε, οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε εις τας επιταγάς του λεγομένου αναγνωστικού κοινού, ξέρετε: προδομένοι έρωτες, πλούτος και δάκρυα, κερατώματα, αυτοκτονίες, μπόλικα καλολογικά στοιχεία – ή: χωριά, ποταμάκια, παπαρούνες, προβατάκια, “έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες”· η πραγματικότητα και οι αλήθειες της ζωής είναι αρρώστιες που παράγουν μαύρους ποιητές κι ανάξιους (αναξιοποίητους) ανθρώπους.

Το φαινόμενο είναι γνωστό από παλιά: Όσο και αν υπήρξε όμορφη, καμιά Κασσάνδρα δεν αγαπήθηκε ποτέ, καμιά πρωτοπορία δεν υιοθετήθηκε δίχως ποτάμια αίμα να γυρεύουν κάποια θάλασσα να βρω. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο το δίλημμα είναι διαχρονικό: να γράφει κανείς για την ουσία, ή για το χρήμα αποκλειστικά; Οι πειρασμοί είναι τεράστιοι και μοιάζουν με μεγάλα φίδια – σαν και εκείνα του αγάλματος του Λαοκόοντα και των υιών του.

Μήπως ο πόλεμος της Τροίας συνεχίζεται; – Σαφώς και συνεχίζεται, σε λογοτεχνικό επίπεδο και σε κοινωνικό – μην πω και σε ερωτικό διότι, συνεχίζουν να παράγουνε οι μηχανές της οικουμένης ηρωικές μορφές που έχουν τέλος τραγικό και που αναζητούν τις θέσεις τους στα περιθώρια της ιστορίας.

Το ίδιο και οι γνήσιοι συγγραφείς, το ίδιο και οι γνήσιοι ποιητές: όσο πιο τραγικοί, τόσο και πιο σημαντικοί· όσο πιο διορατικοί, τόσο και πιο ανεπιθύμητοι.

Σχόλια