Του Γιώργου Τσακνιά από το Dimart.
Η φωτογραφία του Γάλλου πρωθυπουργού Φρανσουά Ολάντ με τον Κώστα Γαβρά είναι από το Φόρουμ για το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που έγινε στο Παρίσι στις αρχές του μήνα, και θυμίζει το κλασικό ανέκδοτο «Ο Λένιν στο Παρίσι»: Ο Ιβάν, ντίλερ έργων τέχνης, συναντά στον δρόμο τον Νικολάι, φανατικό συλλέκτη έργων τέχνης. «Σου έχω ένα αριστούργημα», λέει ο Ιβάν στον Νικολάι, «βρήκα ένα εκπληκτικό κομμάτι, το κράτησα για σένα, πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις να το δεις. Είναι λάδι, μεγάλο μέγεθος και ο τίτλος του είναι “Ο Λένιν στο Παρίσι”. Θα τρελαθείς, σου λέω…» Ο Νικολάι, τσιμπάει αμέσως. Ήταν και κομμουνιστής διανοούμενος, οπότε, με το που άκουσε για Λένιν, τσίμπησε διπλά. «Πού το έχεις;» ρωτάει τον Ιβάν. «Πάμε τώρα». Πηγαίνουν στο σπίτι του Ιβάν, σε μια πάροδο της λεωφόρου Νιέφσκι, ανεβαίνουν στη σοφίτα. Στο βάθος, πάνω σε ένα καβαλέτο, είναι ακουμπισμένος ένας τεράστιος πίνακας, καλυμμένος με πανί. Ο Ιβάν πλησιάζει, πιάνει το πανί και ρωτά τον Νικολάι: «Έτοιμος;» Τραβά το πανί με θεατρικό τρόπο. Αποκαλύπτεται ένας μεγάλος καμβάς όπου απεικονίζεται η Ναντιέζντα Κρούπσκαγια, η γυναίκα του Λένιν, αγκαλιά με έναν ναύτη να μπαλαμουτιάζονται. «Πού είναι ο Λένιν;» ψελλίζει εμβρόντητος ο Νικολάι. «Στο Παρίσι…»
Η απουσία του Έλληνα Υπουργού Πολιτισμού από το Φόρουμ, όπου, μεταξύ άλλων, μίλησαν ο Κώστας Γαβράς και ο Γιώργος Λούκος, σχολιάστηκε ήδη (εδώ η σχετική ανάρτηση του dim/art, εδώ άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη στην Καθημερινή). Εξ όσων γνωρίζω, ήταν —και παραμένει— αδικαιολόγητη. Σημειωτέον, δεν έλειψε απλώς κάποιος υπουργός από κάποια συνάντηση· έλειψε απροειδοποίητα ο προεδρεύων υπουργός —η χώρα μας έχει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτό το εξάμηνο— από τη συνάντηση όλων των υπουργών πολιτισμού της Ε.Ε. με αντικείμενο το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και από την υπογραφή μιας σημαντικής συμφωνίας συνεργασίας ανάμεσα στο ελληνικό και στο γαλλικό κέντρο κινηματογράφου, στο πλαίσιο του Φόρουμ. Βεβαίως, δεν ήταν η πρώτη απουσία — ούτε και η τελευταία. Παραδείγματος χάριν, απών ήταν και από την ανακοίνωση του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών (17/3), απών ήταν και πρόσφατα, μόλις τη Μεγάλη Δευτέρα, από την απονομή των βραβείων της Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Απών είναι ο κύριος Παναγιωτόπουλος και από τη Βουλή, όπου σπανίως απαντά στις ερωτήσεις των συναδέλφων του για το αντικείμενο ευθύνης του, απών είναι από τον χώρο του πολιτισμού γενικώς: δεν συναντιέται με εκπροσώπους φορέων (παρά μόνον αν τον κράξουν, οπότε κατ’ εξαίρεσιν τους βλέπει την επόμενη μέρα), δεν συναντιέται με εκπροσώπους άλλων κομμάτων.
Απών είναι ο Υπουργός του Πολιτισμού από την άσκηση πολιτικής για τον πολιτισμό: η δικαιολογία ότι «δεν ενημερώνεται από τη γραμματέα του Υπουργείου» είναι επιπέδου τρίτης δημοτικού· αν όντως δεν τον ενημερώνει η κυρία Μενδώνη, είναι δικό του πρόβλημα πρώτου μεγέθους, δεδομένου ότι είναι πολιτικός της προϊστάμενος: δεν είναι δικαίωμά της και επιλογή της το αν θα τον ενημερώνει ή όχι, είναι δική του υποχρέωση να ενημερώνεται και να έχει γνώση και άποψη για όλες τις δράσεις του υπουργείου — επ’ ευκαιρία καλό θα ήταν να ενημερωθεί από την κυρία Μενδώνη για την απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων όχι μόνο για την πολιτιστική κληρονομιά αλλά και για τον σύγχρονο πολιτισμό, ο οποίος φαίνεται να απουσιάζει παντελώς από τα πεδία ενδιαφέροντος της γραμματέως του υπουργείου. Απών είναι ο Πάνος Παναγιωτόπουλος από την άσκηση πολιτικής για το βιβλίο, αφού εισηγήθηκε τη συγχώνευση του ΕΚΕΒΙ στο προβληματικό Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, το οποίο τώρα δεν έχει ιδέα τι να κάνει το ΕΚΕΒΙ και τις δράσεις του (δεν έχει ιδέα τι να κάνει και τον εαυτό του, εδώ που τα λέμε), με αποτέλεσμα δουλειά ετών με κόστος και με συγκεκριμένα αποτελέσματα να πηγαίνει απλώς χαμένη (όπως η ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ που εδώ και εβδομάδες δεν ενημερώνεται και που το μέλλον της είναι άδηλο). Απών είναι από τον έλεγχο του ίδιου του τομέα ευθύνης του, αφού δεν έχει πει τίποτα π.χ. για το κτιριακό ζήτημα του υπουργείου, οι υπηρεσίες του οποίου είναι διάσπαρτες σε διάφορα κτίρια, ενίοτε με υψηλό ενοίκιο, την ίδια στιγμή που η τεράστια ακίνητη περιουσία του παραμένει όχι απλώς αναξιοποίητη ή παραχωρημένη ή και καταπατημένη αλλά, ουσιαστικά, ακατάγραφη. Υποτίθεται πως ο προκάτοχός του είχε ξεκινήσει μια νέα καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του Υπουργείου Πολιτισμού· ο ίδιος τη συνεχίζει; Τη σταμάτησε; Κάνει άλλη, ακόμα πιο νέα καταγραφή, δική του;
Δυστυχώς, ο κύριος Πάνος Παναγιωτόπουλος είναι απλώς ο χειρότερος από μια σειρά κακών —ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφορων— υπουργών πολιτισμού εδώ και αρκετά χρόνια· μια σειρά ανθρώπων που βρέθηκαν μετά από εσωκομματικές καραμπόλες σε αυτό το —κάπως βαρετό, για τα γούστα τους— υπουργείο, που πραγματεύεται αντικείμενο το οποίο δεν γνώριζαν και για το οποίο, παρά τις περί του αντιθέτου μεγαλοστομίες, δεν είχαν το παραμικρό ενδιαφέρον. Και βεβαίως, παρ’ όλο που η ευθύνη ανήκει κατ’ αρχήν στους πολιτικούς αρχηγούς που επέλεξαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα για τη συγκεκριμένη θέση, μάλλον πρέπει να κάνουμε και την αυτοκριτική μας ως κοινωνία: ο βασικός λόγος που άνθρωποι σαν τον Πάνο Παναγιωτόπουλο βαριούνται το πόστο τους και περιμένουν απλώς να περάσει ο χρόνος ανώδυνα για να βρεθούν κάπου αλλού είναι ότι ο πολιτισμός δεν πουλάει. Πουλάει η τζάμπα διαβεβαίωση ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας, μπλα μπλα», αλλά ο ίδιος ο πολιτισμός, όχι.
Για τους περισσότερους συμπολίτες μας, πολιτισμός είναι απλώς το γεγονός ότι καταγόμαστε από τους Αρχαίους Έλληνες που έχτισαν τον Παρθενώνα και επινόησαν τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία και τις τέχνες και τις επιστήμες και το ζεστό νερό και τα κομπιούτερ, πρώτοι και καλύτεροι από όλους. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας δεν χρειάζονται Εθνική Βιβλιοθήκη, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ή Λυρική Σκηνή — ούτε γενικώς βιβλιοθήκες ή θέατρα· τους αρκεί να χαϊδεύει κάποιος κάθε τόσο το εθνικό τους κόμπλεξ, θυμίζοντάς τους ότι δεν πειράζει που το βρακί τους είναι τρύπιο διότι κατάγονται από τον Περικλή και συνεπώς είναι ανώτεροι από τους κουτόφραγκους που έτρωγαν βελανίδια όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες. Γι’ αυτό, δικαίως ο Πάνος Παναγιωτόπουλος ελπίζει πως για να μη βγει εκλογικά χαμένος από τη θητεία του στο Υπουργείο Πολιτισμού αρκεί να κρύβεται όσο πιο καλά μπορεί, να βγαίνει πότε πότε φωτογραφία με τον Ομπάμα και να γράφει επιστολές στον Τζορτζ Κλούνι στα ελληνικά, δηλαδή στην αρχαιότερη και πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου (ίσως και του Γαλαξία), με κραυγαλέους «βαρβαρισμούς» — μνημεία αμορφωσιάς, που προσβάλλουν όχι μόνο την ελληνική γλώσσα (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) αλλά και τη στοιχειώδη λογική, όπως ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα «είναι ξενιτεμένα παρά τη θέλησή τους». Καλή του επιτυχία λοιπόν στις επόμενες εκλογές, στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία.