Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών (1797), μετάφραση από τα γερμανικά: Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης, Σμίλη, Αθήνα 2013, 432 σελ.
_________
Η ελληνική έκδοση της Μεταφυσικής των Ηθών δεν αποτελεί απλώς μεταφραστικό άθλο, τον οποίο έφερε εις πέρας με απαράμιλλο τρόπο ο καθηγητής φιλοσοφίας, μεταφραστής των μεγαλύτερων και σπουδαιότερων έργων του Καντ στα ελληνικά και βαθύς γνώστης του καντιανού έργου, Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης. Αποτελεί πολιτισμική προσφορά, απαραίτητη για όλους μας – απαραίτητη, ιδίως, σε όσους διανοήθηκαν να ζητήσουν την κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε.
Πάνε σχεδόν 45 χρόνια που ο Ευάγγελος Παπανούτσος μετέφρασε τα βασικά δοκίμια του Καντ στα ελληνικά. Επ’ αυτού είχε σημειώσει: «Κάποιος κάποτε πρέπει να κάνει αυτό το έργο πρόγραμμα ζωής και ας είναι βέβαιος ότι θα τον ευγνωμονεί η εθνική μας παιδεία»[i]. Βεβαίως, όμως, σήμερα δεν ζούμε σε διαφωτιστική εποχή, ούτε καν σε εποχή διαφωτισμού (η διατύπωση αυτή είναι μια καντιανή διάκριση στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω), για να αποδίδει η κοινωνία μας τιμές σε τέτοια έργα. Και επειδή δεν τα έχουν πει όλα οι αρχαίοι Έλληνες, όπως υποστηρίζουν οι ιδεολογίες του ελληνικού εθνολαϊκισμού, ο Ανδρουλιδάκης, επικαλούμενος τον Μπρούνο Σνελ (BrunoSnell), υποστηρίζει ότι μπορεί η «ανακάλυψη του πνεύματος» (το επίτευγμα δηλαδή της συνείδησης, της κριτικής σκέψης, του Λόγου και της ορθολογικότητας) να συνιστά ένα πανθομολογούμενο κατόρθωμα των (αρχαίων) Ελλήνων.[ii] Αλλά είναι εξ ίσου βέβαιο ότι η ανακάλυψη της έννοιας του «αντικειμενικού πνεύματος», καθώς και η διατύπωση μιας πλήρους σχετικής θεωρίας, αποτελεί πρωτοποριακό επίτευγμα ιστορικής σημασίας του Χέγκελ»[iii]. Αυτό, όσον αφορά τη συστηματική γνώση, γιατί όσον αφορά την κριτική σκέψη ο Λόγος ολοκληρώνεται από τον Καντ.
Όσο διαβάζει κανείς τον Καντ και ιδιαίτερα τη Μεταφυσική των Ηθών, τόσο περισσότερο κατανοεί τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, ή μάλλον κατανοεί γιατί π.χ. η γερμανική και η ελληνική κοινωνία δεν μπορούν να κατανοήσουν η μια την άλλη. Ο Καντ προσφέρει τους απόντες κρίκους οι οποίοι θα μπορούσαν να θέσουν την ελληνική κοινωνία σε πλήρη και όχι ημιτελή τροχιά δυτικού κράτους.
Πολιτική και ηθική
Η καντιανή σκέψη θεμελιώνει την ηθική όχι στην εμπειρία, αλλά στο Λόγο και στην ελευθερία. Σύμφωνα με τον Μακιαβέλλι, αλλά και κατά τον γαλλικό και γερμανικό Διαφωτισμό, η πολιτική έχει μια δική της ηθική, ανεξάρτητη από την ηθική των εξουσιαστικών και θρησκευτικών αρχών. Για τον Καντ, όμως, αυτή η ηθική της πολιτικής στηρίζεται στο Λόγο και όχι στην εμπειρία, τη συγκυρία ή την επικοινωνία. Η έλλογη και όχι η εμπειρική πολιτική είναι το ζητούμενο των καιρών. Η εμπειρία μπορεί να διδάξει τι προσφέρει η πολιτική, όχι όμως και τι θέλει. Γι’ αυτό σήμερα ο Καντ είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Πολιτική, κατά τον Καντ, είναι η σύνδεση της νομοθεσίας και του νόμου με την ηθική. Σε μια χώρα στην οποία νόμος είναι το δίκιο του παρανομούντος, όλοι καταλαβαίνουμε τη σημασία αυτής της θεμελιώδους αρχής, από την οποία αρχίζει η διαίρεση της Μεταφυσικής των Ηθών. Ο Καντ δεν διατείνεται, όπως συνηθίζεται να λέγεται στην ελληνική καθομιλουμένη, ότι αυτό που είναι ηθικό είναι και νόμιμο, αλλά ότι «η συμφωνία του γνώμονα μιας πράξης με το νόμο είναι η ηθικότητα». Η συμφωνία του γνώμονα μιας πολιτικής πράξης με την ατομική ηθική του πολίτη-πολιτικού –θα συμπλήρωνα– είναι πολιτική ηθικότητα.
Όμως, πολιτική ηθικότητα χωρίς θεωρία του δικαίου δεν υπάρχει. Γιατί το δίκαιο είναι ελευθερία και επομένως δεν μπορεί να στηρίζεται στη βία. Ο μεταρρυθμισμός είναι εδώ. Η δίκαιη πράξη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε καθεστώς ελευθερίας. Εκτός ελευθερίας δεν υπάρχουν δίκαιες πράξεις, δεν υπάρχει δίκαιο. Έννομη ελευθερία είναι να μην υπακούει κανείς σε κανέναν άλλο νόμο παρά μόνο σ’ εκείνον στον οποίο έδωσε τη συγκατάθεσή του.
Εδώ διακρίνονται οι αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αρχές που στηρίζονται στον κανόνα της αυτονομίας του ατόμου από κάθε εξουσία, η οποία βρίσκεται πέρα (μοναρχία) ή πάνω (Εκκλησία) από αυτό. Αυτή η αυτενέργεια είναι το νόημα της ελευθερίας και της ηθικής, ως ελεύθερης και όχι ως αναγκαστικής δεσμευτικής πράξης.
Το δημόσιο δίκαιο αφορά τις σχέσεις των επιμέρους ατόμων, ως πολίτες, με το κράτος και στηρίζεται σε ένα πρωταρχικό συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο όλοι παραιτούνται της εξωτερικής ελευθερίας τους ώστε να την επανακτήσουν ως μέλη μιας πολιτικής ένωσης που αποκαλείται λαός[iv]. Ακολουθώντας το ρουσσωικό, αλλά εν μέρει και το μοντεσκιανό πρότυπο, ο Καντ θεωρεί ότι ο νομοθέτης, ως κυρίαρχος του λαού, δεν μπορεί να είναι και κυβερνήτης. Γενικά, τονίζοντας τη σημασία της διάκρισης των εξουσιών, χαράσσει τα όρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπου οι τρεις εξουσίες είναι συντεταγμένες η μία δίπλα στην άλλη, υποταγμένες η μία στην άλλη και οι ενωμένες, νομοθετική και εκτελεστική, αποδίδουν μέσω της δικαστικής το δίκαιο στους πολίτες[v].
Βεβαίως, ο Καντ δεν αποφεύγει σε αυτό το σημείο αμφιλεγόμενες θέσεις, όπως η αναφορά του στη διάκριση μεταξύ ενεργού, πλήρους δικαιωμάτων και παθητικού πολίτη, ο οποίος στερείται «αστικής προσωπικότητας». Άλλα αμφιλεγόμενα σημεία τη σκέψης του είναι η προάσπιση της θανατικής ποινής και η θέση του πως ιστορικό θεμέλιο της πολιτικής κατάστασης είναι το ότι η προέλευση της ανώτατης εξουσίας είναι ανεξιχνίαστη για το λαό.
Ο λαός, λέει ο Καντ, οφείλει να υπακούει στην υφιστάμενη νομοθετική κατάσταση, οποιαδήποτε και αν είναι η καταγωγή της. Μεταβολή του κρατικού πολιτεύματος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από τον ίδιο τον ηγεμόνα με μεταρρύθμιση και όχι από το λαό. Και όταν αυτή πραγματοποιείται θα αφορά μόνο την εκτελεστική εξουσία, όχι τη νομοθετική. Συνέπεια των προηγούμενων είναι η άρνηση του δικαιώματος εξέγερσης κατά του μονάρχη.
Όπως όμως παρατηρεί ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, στα εξαιρετικά Επιλεγόμενά του, από τις κριτικές γι’ αυτά τα σημεία του Καντ διαφεύγει το ότι γι’ αυτόν «ο αναγκαίος όρος της νομιμότητας της πολιτικής εξουσίας είναι η εναρμόνισή της με τις έλλογες αρχές και τη συγκατάθεση των πολιτών. […] Η αποκήρυξη του δικαιώματος αντίστασης προϋποθέτει κατ’ αρχήν την έννομη ή σύννομη εξουσία».[vi] Θα πρόσθετα πως απ’ αυτές τις κριτικές διαφεύγει επίσης το ότι, σύμφωνα με τον Καντ, η κυβέρνηση οφείλει να στηρίζει στη φορολόγηση πολιτικές αναδιανομής και πρόνοιας ή, για να το τονίσω με τη δική του ορολογία, πολιτικές «συντήρησης των απόρων».[vii] Ταυτοχρόνως, υποστηρίζει ότι η φορολόγηση για την Εκκλησία δεν πρέπει να επιβαρύνει όλους τους πολίτες και το κράτος, παρά μόνο εκείνο το τμήμα πολιτών που ομολογεί τη μία ή την άλλη πίστη, δηλαδή μόνο την εκκλησιαστική κοινότητα.[viii]
Μόνο αφού γνωρίσουμε την ηθική αντίληψη του Καντ είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την άποψή του για την έλλογη θρησκεία και την πολιτική.
Πολιτική στα όρια του Λόγου
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την πολιτική στον Καντ, χωρίς να αναφερθούμε στην αντίληψή του για το ριζικό κακό στον άνθρωπο. Αυτό το κακό δεν είναι απότοκο παραπλάνησης, ούτε βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου ή στη διαφθορά του ίδιου του Λόγου, ούτε έχει καμία σχέση με το προπατορικό αμάρτημα. Απλώς, συνίσταται στις κυρίαρχες ροπές του ανθρώπου, ο οποίος θέτει την ευδαιμονία του πάνω από την ηθικότητα. Το θεμέλιο του κακού βρίσκεται στους κανόνες της θέλησης, όπως αυτές πηγάζουν από την ίδια την ελευθερία. Αν το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου αλλά στην ελευθερία του, τότε εκεί μπορεί να αναζητηθεί και το καλό. Σκοπός της πολιτικής είναι η αναζήτηση του καλού στο κακό, της ελευθερίας μέσα στην αναγκαιότητα.
Στην ουσία «η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο» δεν είναι τίποτε άλλο από μια Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και μόνο. Αυτή η Ηθική δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά Πολιτική στα όρια του Λόγου.
Ο Καντ, στη «Διένεξη των σχολών», με κομψό, σε πολλά σημεία εσωστρεφή τρόπο –λόγω της πρωσικής λογοκρισίας–, αλλά και με παρρησία, τονίζει πως ο Λόγος όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και υποχρεούται να αναδεικνύεται ως ο κατ’ εξοχήν κριτής της θρησκείας και του κλήρου. Για την καντιανή λογική, η ανεκτικότητα και η διαφορά στα γνωσιακά πεδία δεν μπορούν να λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς την κυρίαρχη κριτική διάθεση του Λόγου να απορρίπτει κάθε θεμελίωση της ανθρώπινης ζωής που δεν στηρίζεται στην ικανότητα του ανθρώπου να κρίνει αυτόνομα τις μορφές που διαμορφώνουν τη ζωή του, μακριά από αυθεντίες που τοποθετούνται πέρα από αυτόν.
Στο σημείο αυτό, ο Καντ θέτει το ερώτημα αν το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε διαρκή πρόοδο, στην κατεύθυνση προς την ηθική βελτίωση. Ο τρόπος που απαντά κανείς σ’ αυτό το ερώτημα χαράσσει τα όρια μεταξύ του συντηρητικού (του φοβικού εκκλησιαστικού πνεύματος) και του Διαφωτισμού. Η άποψη που θεωρεί πως το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε διαρκή πτώση ασκεί ηθική τρομοκρατία και βρίσκεται στον αντίποδα της πάλης για έναν καλύτερο κόσμο.
Ο κατά Καντ κόσμος μπορεί να βελτιώνεται μέχρι του βαθμού που τα ηθικά αποτελέσματα δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Με την ίδια λογική, η σχέση Καλού και Κακού δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο μέτρο. Αυτό το μέτρο καθορίζεται από την αδυναμία μας να προβλέψουμε όλα τα αποτελέσματα των ανθρώπινων πράξεων, στο βαθμό που αυτές δεν διέπονται από φυσικούς νόμους. Έτσι ο Καντ, παρ’ όλο που υποθέτει πως ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη τάση προς το Καλό, αφ’ ενός δεν προδικάζει τη νομοτελειακή πορεία της ανθρωπότητας προς το Καλό, αφ’ ετέρου τονίζει πως ο άνθρωπος κατέχει τη δυνατότητα της διαρκούς ηθικής βελτίωσης – δυνατότητα που μπορεί να μη γίνεται πραγματικότητα.
Η έννοια της δημοσιότητας ολοκληρώνει την αντίληψη του Καντ για την πολιτική. Μέσα από τη δημοσιότητα, δηλαδή από την πολιτική συμμετοχή, ο Καντ είναι σε θέση να αναζητήσει όχι το καλό πολίτευμα στην ηθική, αλλά την ηθική στο καλό πολίτευμα. Η ηθική διαμόρφωση ενός λαού θα πρέπει να προσδοκάται από ένα καλό πολίτευμα – για να ειπωθεί αλλιώς, αυτό σημαίνει ότι ένας κακός άνθρωπος μπορεί να γίνει καλός πολίτης σ’ ένα καλό κράτος.
Κακός όμως στην πολιτική είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος κρύβεται από το δημόσιο πεδίο. Στην ουσία, η ηθική αφορά το άτομο, ενώ η πολιτική ηθική τη δημόσια συμμετοχή των πολιτών. Στη σφαίρα της καντιανής αντίληψης για την πολιτική και στο βαθμό που αυτή είναι διακριτή από την ηθική, με τον τρόπο που εδώ παρακολουθούμε, όλα εξαρτώνται από τη «δημόσια συμπεριφορά». Όπως όμως στην κριτική της αισθητικής και ευρύτερα της τέχνης σημασία έχει η δημοσιοποίηση της κρίσης, έτσι και στην πολιτική αυτό που έχει σημασία είναι η ελευθερία του δημόσιου διαλόγου.
Πολιτική και ευρωπαϊκή κρίση
Η μελέτη του καντιανού έργου, εκτός των άλλων, μπορεί να μας δώσει κάποια κλειδιά για τη σημερινή ερμηνεία της κρίσης των ευρωπαϊκών αξιών. Ειδικά ως προς την Ελλάδα, ο Καντ, όπως θα έλεγε και ο Χάμπερμας, δίνει το κλειδί για τη διαμόρφωση μιας δημόσιας πολιτικής που θα τη βοηθήσει να ξεφύγει από την κρίση. Γιατί στον τρόπο διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας μπορεί κανείς να ανακαλύψει τις αιτίες της κρίσης, αλλά και την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τους υπόλοιπους Ευρωπαίους – όπως και αυτοί εμάς. Η «κατανόηση» της πολιτικής φιλοσοφίας του Καντ είναι το κλειδί για την αλληλοκατανόηση των ευρωπαϊκών ιστοριών των λαών. Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ ταυτίζεται με τη δημοσιότητα και την ελευθερία της γνώμης, καθώς και με την επιδίωξη της ειρήνης σε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη.
Αν αποδεχτούμε τη θέση του Καντ ότι η ικανότητα της κριτικής δύναμης ανήκει σε όλους, και όχι μόνο στους φιλόσοφους, τότε απ’ αυτό συνεπάγεται πως η πολιτική δράση και η κριτική δύναμη δεν είναι υπόθεση μόνο των πολιτικών, αλλά και των πολιτών. Τότε όμως όλοι είμαστε κριτές και δράστες, ψηφοφόροι και αντιπρόσωποι, θύτες και θύματα, λύκοι και πρόβατα, κόλακες και κολακευόμενοι, ορθοί και λανθασμένοι.
Ωστόσο, ο Διαφωτισμός δεν βάλλει γενικά κατά της πλάνης. Η πλάνη δεν είναι αμαρτία. Η αλαζονεία όμως είναι. Στη Μεταφυσική των Ηθών, η κριτική στην αλαζονεία έρχεται και επανέρχεται. Δεν είναι όλα τα σφάλματα της γνώσης καταδικαστέα. Τέτοια είναι μόνο τα σφάλματα της αλαζονείας. Αυτά που οδηγούν στη συνειδητοποίηση της παραδοχής ότι τα όρια της γνώσης είναι αναγκαία και αναπόφευκτα. Η αναγνώριση των σφαλμάτων οδηγεί στην ωριμότητα. Και η ωριμότητα είναι Διαφωτισμός. Ή, όπως το όριζε ο ίδιος ο Καντ:
Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα, για την οποία ο ίδιος είναι υπαίτιος, κατά κύριο λόγο στα πράγματα της θρησκείας.[ix]
Βεβαίως, η ωριμότητα, πολλές φορές, για να έρθει, χρειάζεται να περάσει από την κολακεία. Η σχέση της κολακείας με την πολιτική δεν είναι άγνωστο πράγμα στον Καντ και στους διαφωτιστές. Γι’ αυτό ο Καντ απαντώντας στο ερώτημα αν η εποχή του είναι μια διαφωτιστική εποχή ωριμότητας, διευκρινίζει πως αν και η εποχή του δεν είναι διαφωτιστική εποχή, οι συνάνθρωποί του ζουν σε μια εποχή διαφωτισμού.
Ο κατά Καντ «ηθικός πολιτικός» εκφράζει αυτό που στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη ονομάστηκε σοσιαλδημοκρατία. Ο ηθικός πολιτικός, σύμφωνα με τον Καντ, σε αντίθεση με τον πολιτικό ηθικολόγο (που είναι ο συντηρητικός πολιτικός) «αποδέχεται τις αρχές της πολιτικής φρόνησης, έτσι ώστε αυτές να συνυπάρχουν με την ηθική».[x]
Η βασική ειδοποιός διαφορά του καντιανού «ηθικού πολιτικού» από τον συντηρητικό «πολιτικό ηθικολόγο» και από τον επαναστάτη είναι η πίστη του πως οι κοινωνίες αλλάζουν δημοκρατικά, μόνο με μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι πολιτικά ηθικό να θέλει κάποιος τα πράγματα να παραμένουν όπως είναι. Αυτός είναι ο πολιτικός ηθικολόγος. Ούτε όμως και να ανατρέπονται με επαναστάσεις. Πολιτική ηθική είναι η Μεταρρύθμιση μέσα σε συνθήκες όπου το πολιτικό συγχρονίζεται με το δίκαιο. Ίσως είναι θεμιτό ο Καντ να ονομαζόταν πρόδρομος του Μπερνστάιν και της Σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά αυτό το αφήνω να το κρίνετε εσείς
[i] Εισαγωγή του Ευάγγελου Παπανούτσου στο «Ιμμάνουελ Καντ, Απόκριση στο ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός» στα Δοκίμια, μετάφραση: Ε.Π. Παπανούτσος, Δωδώνη, 1971, σ. 50.
[ii]B. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, μετάφραση: Δ.Ι. Ιακώβ, ΜΙΕΤ, 1981.
[iii] Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης, «Η ανακάλυψη του πνεύματος από τον Hegel»
στο Η Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2009, σ. 61-80.
[iv] Ιμμάνουελ Καντ, Μεταφυσική των Ηθών, μετάφραση: Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης, Σμίλη, 2014, σ. 315.
[v] Στο ίδιο, σ. 316.
[vi] Στο ίδιο, σ. 322.
[vii] Στο ίδιο, σ. 326.
[viii] Στο ίδιο, σ. 328.
[ix] «Ιμμάνουελ Καντ, Απόκριση στο ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός» στα Δοκίμια, ό.π., σ. 50.
[x] Ιμμάνουελ Καντ, Προς την αιώνια ειρήνη, μετάφραση: Κωνσταντίνος Σαργέτης, Πόλις, σ. 113.
Η πολιτική φιλοσοφία στον Καντ – ή γιατί ο γερμανός φιλόσοφος θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος του Μπερνστάιν. Αναδημοσίευση από το τεύχος 59 του Books’ Journal, Οκτώβριος 2015.