Tις μέρες αυτές, ο παππούς ερχόταν από το δωμάτιό του, κρατώντας τη σημαία που ήταν φυλαγμένη όλο τον χρόνο στο κενό που άφηνε στο πλάι η ντουλάπα του με τον τοίχο. Περνούσε μέσα από το σαλόνι, ευθυτενής και σοβαρός για να τη βάλει στο μπαλκόνι του πατρικού μας σπιτιού στο χωριό, και ξετύλιγε το πανί της.
___________________
Όταν ήμουν μικρή όλα τα σπίτια του χωριού έβαζαν τη σημαία στις εθνικές επετείους. Κάποτε έβλεπες τον μπαμπά, κάποτε τη μαμά κάποτε και τα μεγαλύτερα αδέλφια να τοποθετούν τη σημαία στο μπαλκόνι. Στο δικό μας σπίτι τη σημαία την έβαζε πάντα ο παππούς μας.
Θυμάμαι πως μικρή δεν μπέρδευα την 28η Οκτωβρίου με την 25η Μαρτίου. Όταν κάποιοι συμμαθητές μου μπέρδευαν τις δύο αυτές επετείους απορούσα. «Πώς είναι δυνατόν να τις μπερδεύουν; Δεν ήξεραν πως οι παππούδες τους πολέμησαν τους Ιταλούς και τους Γερμανούς;» αναρωτιόμουν. Ήξερα πως ο παππούς μου, ο Γιάννης Φωστηρόπουλος, πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ως εθελοντής στα 28 του χρόνια αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του τη Μαρία και την τετράχρονη τότε κόρη του Ελισάβετ (τη μαμά μου) αλλά και τους γονείς του, Κώστα και Αναστασία.
Ήξερα πως μετά οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στην Αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως δεν πολέμησαν όλοι οι παππούδες από το χωριό μας στο αλβανικό μέτωπο ούτε και όλοι πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Όταν ήμουν μαθήτρια κάθε φορά που έπαιρνα μέρος στην παρέλαση, 100 μέτρα όλα κι όλα τα μέτρα της παρέλασης στην πλατεία του χωριού μας, σκεφτόμουν με περηφάνια πως ο δικός μου παππούς ήταν από αυτούς που είπαν «Όχι» . Για αυτόν τον παππού κάθε φορά που έπαιρνα μέρος στην παρέλαση, περνούσα από μπροστά του στητή και χαμογελαστή, προσπαθώντας με την άκρη του ματιού μου να τον δω.
Θυμάμαι πως τον ρωτούσα να μου πει ιστορίες από τον πόλεμο Δεν μου έλεγε ποτέ. Επέμενα να μου πει ιστορίες με «πρωταγωνιστή» εκείνον. Εις μάτην σιγά μη μου έλεγε… Μόνο επί του γενικού και πάντα στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού. «Πολεμήσαμε», «νικήσαμε». Κάποτε τον είχα ρωτήσει : «Παππού στον πόλεμο πόσους Ιταλούς και Γερμανούς σκότωσες;». Χαιδεύοντάς μου το κεφάλι μου είπε : «Άστα αυτά, τώρα πέρασαν». Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως ο πόλεμος δεν είναι μόνο μεγαλειώδεις και νικηφόρες πράξεις. Στον πόλεμο υπάρχουν πολλές πράξεις που θέλεις να ξεχάσεις. Ακόμη και εάν είσαι από την πλευρά εκείνων που αντιστέκονται.
Όταν ήμουν μικρή ο παππούς φορούσε πάντα μακριά παντελόνια. Ακόμη και στα χωράφια όταν μαζεύαμε ροδάκινα το καλοκαίρι. Καθόταν στην πολυθρόνα του και διάβαζε τα βιβλία του ή έπινε τον καφέ του και πότε-πότε σήκωνε τα μπατζάκια από το παντελόνι του για να τρίψει τα πόδια του κάτω από το γόνατα.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον είδα να ανασηκώνει τα μπατζάκια του και ήταν η πρώτη φορά που τα είδα και σχεδόν φοβήθηκα. Κνήμες μαβιές, μαύρες σχεδόν σε κάποια σημεία, με βαθουλώματα. «Παππού γιατί είναι έτσι τα πόδια σου;» ρώτησα. Βιαστικά κατέβασε τα μπατζάκια και είπε : «Έπεσα από την μοτοσικλέτα, όταν ήμουν νέος». Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω και να καταλάβω πως τα κρυοπαγήματα από το χιόνι του αλβανικού μετώπου αλλά και τα βασανιστήρια από τις φυλακές στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο άφησαν τα σημάδια τους
Όταν ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο το 1982, οπότε και αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση από την πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου, δόθηκε η δυνατότητα σε όσους ήθελαν, και είχαν την μαρτυρία δύο αναγνωρισμένων μελών της Εθνικής Αντίστασης, να αναγνωριστούν ως Αντιστασιακοί και να λάβουν έτσι σύνταξη. Ο παππούς δεν ήταν από αυτούς που έκανε τα χαρτιά του.
Θυμάμαι που τον ρώτησα γιατί δεν κάνει τα χαρτιά του. «Εγώ δεν πολέμησα ούτε έχασα τη γυναίκα μου στον Εμφύλιο για να πάρω σύνταξη» απάντησε περήφανα αλλά μαζί και ένας κόμπος στον λαιμό του. Θυμάμαι πόσο περήφανη ένιωθα κάθε φορά που περπατούσα δίπλα του. Περήφανη που μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Μάιο του 1991, δεν αντιμετώπισε τη διαδρομή του ως αφήγημα για να εξάρει τον εαυτό αλλά ως έναν από εκείνους «που σημαδεύτηκαν απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή» και πως «η μοίρα δεν τον αδίκησε αλλά αλλιώς του μίλησε».Μια διαδρομή που την ακολούθησε με γνώμονα τις ιδέες του και αυτό που εκείνος θεωρούσε δίκαιο και όχι εκείνο που ορίζει πως συμφέρον των ανθρώπων είναι να κοιτούν τη δουλειά τους και την ησυχία τους όταν όλα γύρω τους είναι ανήσυχα.
Υ.γ. Αφιερωμένο σε εκείνους που πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο και σε εκείνους που πολέμησαν τη Γερμανική Κατοχή.