Η τρέχουσα συζήτηση που περιστρέφεται γύρω από ονόματα και εκλογικούς συσχετισμούς, ουσιαστικά παρακάμπτειτα κρίσιμα ερωτήματα αν θα έχουμε κυβέρνηση και αν ναι τι είδους οικονομική και κοινωνική πολιτική θα εφαρμοσθεί και με ποιους, δηλαδή πάνω σε ποια βάση θα μπορούν να γίνουν οι αναγκαίες συνεργασίες. Επομένως ορθώς η ΔΗΜΑΡ διερευνά τις δυνατότητες για μετεκλογικές προγραμματικές συγκλίσεις.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να βρεθεί ρεαλιστική απάντηση σε ένα τραγικό δίλημμα που αντιμετωπίζουμε, να επιλέξουμε μεταξύ παλαιοκομματικών πρακτικών, που συχνά θυσιάζουν το εθνικό συμφέρον στην «πολιτική λογική» με τα κυβερνητικά κόμματα να αρνούνται ουσιαστικά από τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εφαρμόσουν αυτά για τα οποία δεσμεύθηκαν υπερτιμώντας τις διαπραγματευτικές τους δυνατότητες και ανεδαφικών απαιτήσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε νέα και βαθύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση.Εννοώ πρωτίστως μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ. Και εδώ το επιχείρημά μου είναι απλό: Υπάρχει εμφανής ασυμβατότητα των προγραμματικών διακηρύξεων και δηλώσεων του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως με την οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, ειδικότερα το Ευρώ, τους εταίρους και τις αγορές! Δεν μπορεί να διαμορφωθεί προοδευτική πολιτική σε οποιαδήποτε ρεαλιστική εκδοχή πάνω σε ερείπια. Αυτός είναι ένας μεγάλος κίνδυνος για το μέλλον της χώρας.
Υπενθυμίζω ότι σε δύο μήνες η όποια κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε μια σκληρή πραγματικότητα: Θα πρέπει να διαπραγματευθεί με ΕΕ και ΔΝΤ το λεγόμενο δημοσιονομικό κενό και τις εκκρεμότητες για διάφορα μέτρα (ρυθμίσεις χρεών στις εφορίες και συντελεστές ΦΠΑ, κοινωνικές ασφαλίσεις, ενιαίο μισθολόγιο κ.α.), ώστε να ολοκληρωθεί η τελική αξιολόγηση της Τρόϊκας για τις μεταρρυθμίσεις και να εκταμιευθούν οι τελευταίες δόσεις της χρηματοδοτικής συνδρομής. Επίσης θα ζητηθεί από την Ελλάδα ένα πρόγραμμα για το μέλλον, που θα λαμβάνει υπόψη το γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο – τους περιορισμούς και τις ευκαιρίες της νέας οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Η agenda έχει καθορισθεί.
Οι εξελίξεις τους τελευταίους μήνες έδειξαν καθαρά πόσο σκληρό είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται η χώρα. Η απόπειρα της συγκυβέρνησης να αγνοήσει την Τρόϊκα τον περασμένο Οκτώβριο και να παραιτηθεί από τις τελευταίες δόσεις των πογραμμάτων χρηματοδοτικής συνδρομής προκάλεσε δραματική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και ανάγκασε την κυβέρνηση να υποχωρήσει και να επισπεύσει τις εκλογές ΠτΔ. Αρνητικές ήταν και οι αντιδράσεις των διεθνών αναλυτών και οίκων αξιολόγησης στις δηλώσεις εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ στο Λονδίνο.
Ας σημειωθεί ότι η ελληνική πλευρά θα βρεθεί τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο με ασθενέστερη διαπραγματευτική δύναμη, γιατί θα έχει επείγουσες χρηματοδοτικές ανάγκες, θα βρίσκεται χωρίς δίχτυ ασφαλείας, δεδομένου ότι αναβλήθηκε για δύο μήνες η αξιοποίηση των 11,5 δις του ΤΧΣ με αίτηση για σχετική παράταση της ελληνικής κυβέρνησης και δεν θα διαθέτει ή θα πρέπει να διαμορφώσει εν τάχει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα (στην ορολογία του ΣΥΡΙΖΑ ένα «σχέδιο Β»).Επίσης, και σε αντίθεση με όσα διαμηνύουν πολλοί, οι επιπτώσεις μιας αποτυχίας να συμφωνήσουμε με την Τρόϊκα δεν θα κλονίσει την ΕΕ ή την Ευρωζώνη (πράγμα που ήταν πιθανότατο το 2010 και 2011). Η κυβέρνηση που θα προέλθει από τις εκλογές θα αναγκασθεί να αναθεωρήσει όλες τις ανεδαφικότητες του παρελθόντος άλλως θα οδηγηθούμε σε νέα κρίση. Σε άλλες χώρες η διαδικασία προγραμμάτων προσαρμογής υπεύθυνων κομμάτων, αρχίζει ήδη πριν αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες όπως δείχνει ο πρόσφατος θεαματικός αναπροσανατολισμός των podemos της Ισπανίας. [1]
Μολονότι ορισμένα ζητήματα που θέτει η αριστερά γενικά είναι σωστά, όπως π.χ. η ριζική αναμόρφωση και σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και δίκαιη κατανομή βαρών, άλλα θα αποδειχθούν αντιπαραγωγικά. Αν δεν υπάρξει συμφωνία και επιχειρηθεί η εφαρμογή πολλών μέτρων από εκείνα που επαγγέλλονται κατά καιρούς στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. μονομερής αναστολή πληρωμών τόκων και εξόφλησης ληξιπρόθεσμων οφειλών, κατάργηση της «μνημονιακής νομοθεσίας» και άλλα που θα ανατρέπουν την ισορροπία του προϋπολογισμού), τότε μια νέα διπλή κρίση θα είναι αναπόφευκτη – κρίση σχέσεων με την ΕΕ και εσωτερική οικονομική κρίση.Η χώρα χωρίς δίχτυ ασφαλείας θα βρεθεί στο έλεος των αγορών, μπορεί να διακοπεί η φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, να υπάρξει κύμα φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό, με βάση τους νέους κανονισμούς θα γίνει δυσκολότερη η απορρόφηση διαρθρωτικών πόρων από την ΕΕ, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα υποχωρήσουν χωρίς να μπορεί το κράτος να τις αντισταθμίσει, θα πέσουν οι ρυθμοί μεγέθυνσης κ.ο.κ.Πριν καταλήξουμε σε αλλαγή πολιτικής θα έχουμε χάσει χρόνο, εισοδήματα (πλούτο) και θέσεις εργασίας. Και με δεδομένες τις γενικότερες αβεβαιότητες δύσκολα θα ανακάμψει η οικονομία. Τότε, η έξοδος από την Ευρωζώνη μπορεί να είναι αναπόφευκτη, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις της κυβέρνησης.
Με τα σημερινά δεδομένα και ανεξάρτητα από τις ευθύνες και τα λάθη του παρελθόντος, η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενδεχομένως διευρυνόμενη και μετά από έναν ανασχηματισμό, έχει περισσότερες πιθανότητες να καταλήξει σε συμφωνία σε σύγκριση με μια αμιγώς αριστερή συμμαχία παρά τη νέα κινητικότητα που διακρίνω σε ΣΥΡΙΖΑ (Παππάς, 10.12.2014) και ΔΗΜΑΡ, που π.χ. διαβεβαιώνουν ότι θα κρατήσουν τον προϋπολογισμό ισοσκελισμένο.
Στη συνέχεια απαντώ στα ερωτήματα που τέθηκαν εισαγωγικά: .
- Είναι αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις;
Ναι, ανεπιφύλακτα, εννοώ τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στα προγράμματα προσαρμογής. Τείνουν να αλλάξουν το «αναπτυξιακό μοντέλο» μας που χρεοκόπησε.Στο μοντέλο αυτό το κράτος με τους δαιδαλώδεις μηχανισμούς παρέμβασης και ρύθμισης βρισκόταν στο κέντρο της οικονομίας. Δεν σχεδίαζε «κεντρικά», αλλά προστάτευε συγκεκριμένες ομάδες, αναδιένειμε αδιαφανώς πόρους και δημιουργούσε στρεβλώσεις στις αγορές. Μετέτρεπε παραγωγούς σε προσοδοθήρες με αποτέλεσμα να θεριεύουν οι εισαγωγές.Και τον Μάιο 2010 χρεοκόπησε.
Η λογική των προγραμμάτων προσαρμογής περιστρέφεται συνοπτικά γύρω από δύο άξονες:
- Τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και
- τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις,
που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για αναδιάρθρωση και ανάκαμψη της οικονομίας σε σταθερές βάσης («διατηρήσιμη ανάπτυξη»).
Η μείωση έως εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ήταν αναπόφευκτη γιατί απλά είχαμε χρεοκοπήσει και δεν μας δάνειζε κανείς με λογικούς όρους, ούτε μπορούσε η κοινωνία να φέρει το βάρος της πληρωμής τόκων, ούτε οι επόμενες γενιές το βάρος της επιστροφής των δανείων (χρεολύσια). Η εξισορρόπηση θα αποκαθιστούσε την αξιοπιστία του κράτους, που είναι μια προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη. Αυτή επιτεύχθηκε. Αλλά για να γίνει η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσιμη, έπρεπε να αναμορφωθούν και οι δημοσιονομικοί θεσμοί προκειμένου να ανασοποιήσουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προϋπολογισμού από την πολιτική-εκλογική λογική). Αυτό δεν συνέβη τελικά (βλ. τύχη της ΓΓ Δημοσίων Εσόδων κ.α.).
Εξίσου σπουδαίες με τη δημοσιονομική εξυγίανση ήταν όμως εξ αρχής οι μεταρρυθμιστικές πτυχές των μνημονίων. Δεν θα σταθούμε εδώ σε λεπτομέρειες.[2] Σημειώνουμε μόνον εν συντομία ότι η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύθηκε εξ αρχής, ανάμεσα σε άλλα,
- να εκλογικεύσει το ρυθμιστικό σύστημα της χώρας και να μειώσει τη γραφειοκρατία και συνεπώς το διοικητικό βάρος κατά 20%,
- να ανοίξει τα λεγόμενα «κλειστά επαγγέλματα»,
- να μεταρρυθμίσει και εκσυγχρονίσει τη Δημόσια Διοίκηση,
- να μεταρρυθμίσει τις εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα,
- να αλλάξει τις δομές του ασφαλιστικού (αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης κ.α.) ώστε να γίνει βιώσιμο, δηλαδή να μπορεί να ανταποκριθεί στις μελλοντικές υποχρεώσεις του και να μη απειλεί τις μακροχρόνιες δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας
- να εφαρμόσει ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων κ.α.
Μετά το «Μνημόνιο ΙΙ» η συνταγή αυτή συμπληρώθηκε με νέες δέσμες μέτρων και κατέληξε να έχει περίπου 800 συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής εποπτευόμενα από την Τρόϊκα.[3]
Συνολικά, η δέσμη μέτρων που περιλαμβάνεται στη συμφωνία επιζητούσε να αλλάξει τους εσωτερικούς θεσμούς με κριτήριο την αποτελεσματικότητα. Οι διαρθρωτικές προσαρμογές στόχευαν (και στοχεύουν) στο να δουλεύει καλύτερα η οικονομία σε σύγκριση με ό,τι γνωρίζαμε ως τώρα και να προάγουν τις ικανότητες της χώρας να παράγει αγαθά και υπηρεσίες. Όταν σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σωστά, αποτελούν το κλειδί για μια διατηρήσιμη δημοσιονομική ισορροπία και ανάπτυξη κατά τις επίσημες προσδοκίες και την επικρατούσα ακαδημαϊκή άποψη[4].
Σε θεωρητικές διατυπώσεις και παρά τις επιφυλάξεις για επιμέρους μέτρα, το ευρύ και φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων συνεπαγόταν
- τη συστηματική αντιμετώπιση των αποτυχιών του κράτους και, συναφώς,
- ένα σοβαρό μετασχηματισμό της οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας – τη μετάβαση από μια κοινωνία προσοδούχων και προσοδοθήρων (rent-seekingsociety) με εκτεταμένη διαφθορά μικρής και μεγάλης κλίμακας σε μια κοινωνία στην οποία αποκαθίστανται διαμετρικά αντίθετες αξίες.
Πέρα από θεωρητικές προσδοκίες, υπάρχει σημαντική εμπειρική τεκμηρίωση για τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων. Π.χ. το ΙΟΒΕ υπολόγιζε ότι η εκλογίκευση του ρυθμιστικού συστήματος των αγορών μπορεί να επιφέρει αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,2 ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα πέντε χρόνια. Ανάλογου μεγέθους εκτιμήσεις είχαν κάνει πολύ νωρίτερα το ΚΕΠΕ[5] και ο ΟΟΣΑ. Πόρισμα ειδικής επιτροπής του υπουργείου οικονομικών και ναυτιλίας εκτιμά «κέρδη» 1,1 δις ευρώ για την Ελλάδα από την άρση του καμποτάζ για τα κρουαζερόπλοια.[6] Σε ορισμένες περιπτώσεις ο υπολογισμός ήταν σχεδόν παιδική άσκηση: Π.χ. τα οφέλη από την αναδιάρθρωση του ΟΣΕ!
Έρευνα του Brookings έδειξε ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς μπορεί να μειώσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες και έτσι να λειτουργήσει αναπτυξιακά.[7] Στην Ελλάδα η εκτεταμένη διαφθορά, που επιβεβαιώνεται από σειρά ολόκληρη διεθνών συγκρίσεων, είναι προϊόν του ηθικού κενού που συνδέεται με την προσκόλληση στην οικογένεια («οικογενειακό αμοραλισμό») και στην πατρωνία, των ασθενών θεσμών, της προσοδοθηρικής συμπεριφοράς που αναπτύσσεται πίσω από πάσης φύσης ιδεολογικά πέπλα: Πολιτικοί έχαναν βαθμιαία το αίσθημα ευθύνης απέναντι στο δημόσιο συμφέρον, συνδικαλιστές πρότασσαν τα οφέλη της συντεχνίας τους συχνά με το αζημίωτο, επιχειρηματίες αναζητούσαν πλεονεκτήματα μέσω της δωροδοκίας και της «διαπλοκής».
Κατά προέκταση μια προοδευτική πολιτική θα πρέπει να είναι και μάχη για πολιτισμική ανανέωση!
Άλλες εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν τις θετικές γενικά επιπτώσεις της (καλής) ποιότητας των θεσμών στην ανάπτυξη. Οι Ταβλάς και Πέτρουλας συνέθεσαν ένα σύνθετο δείκτη που περιέλαβε τους δείκτες «νόμος και τάξη», διοικητική οργάνωση και διαφθορά. Παρατήρησαν ότι όλοι (οι χωριστοί και ο σύνθετος) «είχαν στατιστικά σημαντική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη». [8]
Επομένως, το ερώτημα δεν είναι αν οι μεταρρυθμίσεις ήταν αναγκαίες (ενδεχομένως υπήρξαν και μη αναγκαίες), ή αν η γενική κατεύθυνση ήταν ορθή, αλλά αν σχεδιάσθηκαν και εφαρμόσθηκαν σωστά (βλ. πιο κάτω).
Η κριτική έχει αναδείξει σειρά ελαττωμάτων στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή ιδίως των μέτρων που αφορούσαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Έχουν τη σημασία τους για την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.
Εν πρώτοις, τα ελληνικά προγράμματα προσαρμογής διέφεραν ουσιωδώς από παρόμοια προγράμματα και διάσωσης που είχαν εφαρμοσθεί φερ’ ειπείν στη Λατινική Αμερική με την ενεργό συμμετοχή του ΔΝΤ: Πρώτον, το πρώτο και κρίσιμο ελληνικό πρόγραμμα δεν συνοδεύθηκε από μια δραστική αναδιάρθρωση του χρέους (λέγε περικοπή), μολονότι μπορούσε να προβλέψει κανείς ότι ο υψηλός λόγος χρέους (που συνέχισε να αυξάνεται μετά το πρώτο πρόγραμμα) θα δυσκόλευε τις διαδικασίες προσαρμογής. Όπως δείχνουν διεθνείς συγκρίσεις, προγράμματα προσαρμογής έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, αν στην αφετηρία οι λόγοι χρέους είναι πολύ μικρότεροι από τον ελληνικό του 2009 ή 2010. Δεύτερον. Το ελληνικό πρόγραμμα δεν μπορούσε να περιλάβει μια υποτίμηση του νομίσματος, γιατί η χώρα ήταν μέλος της Ευρωζώνης.
Το πρόβλημα του χρέους επανέρχεται συνεχώς. Αλλά, δεύτερον, υπό την επίδραση των απογοητευτικών αποτελεσμάτων του πρώτου κυρίως προγράμματος, η κριτική ανέδειξε και άλλα σημεία: Οι όροι δανεισμού (ιδίως τα επιτόκια) είχαν χαρακτήρα τιμωρίας, οι προτεραιότητες και η χρονική σειρά των μέτρων δεν είχαν σχεδιασθεί σωστά (π.χ. η φοροδιαφυγή έμεινε στο απυρόβλητο), η περίοδος προσαρμογής τριών ετών ήταν υπερβολικά σύντομη με τα δεδομένα της οικονομίας μας (υψηλά ελλείμματα και λόγοι χρέους προς ΑΕΠ στην αφετηρία). Αυτά είχαν καταστροφικές συνέπειες γιατί η προσαρμογή, όπως είχε σχεδιασθεί, επέβαλε γρήγορη και εμπροσθοβαρή δημοσιονομική πολιτική σε μια χώρα που ήταν ήδη σε ύφεση![9]Η ταχεία εξάλειψη των μεγάλων ελλειμμάτων προκάλεσε βαθύτερη ύφεση που με τη σειρά της δυσκόλεψε τις μεταρρυθμίσεις.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ήδη ότι υπήρχε εναλλακτική λύση, η οποία όμως για λόγους που απαιτούν άλλη συνάντηση δεν διερευνήθηκε. (βλ. πιο κάτω).
- Έχουν οι μεταρρυθμίσεις πολιτικό χαρακτήρα και κοινωνική μεροληψία;
Ναι, βεβαίως. Σίγουρα οι «έχοντες και κατέχοντες», σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, απέφυγαν να συνεισφέρουν στα βάρη της προσαρμογής. Διάφορα μέτρα χαρακτήριζε ένα είδος «ταξικής μεροληψίας», π.χ. αγνοήθηκε η περιουσιακή κατάσταση μεγαλοοφειλετών στη ρύθμιση για τις 100 δόσεις προς εξόφληση οφειλών, αλλά εισάχθηκαν τέτοια κριτήρια για το ΕΚΑΣ!
- Πως κρίνετε τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια;
Ως τώρα οι επιδόσεις είναι αμφίβολες. Η εφαρμογή του Μνημονίου έγινε σε αλλεπάλληλα κύματα μέτρων και ημίμετρων και συχνά υπό την πίεση για εκταμίευση τμημάτων των δανείων. Ένα χαρακτηριστικό της εξέλιξης ήταν ότι ο ρυθμός και ο βαθμός συμμόρφωσης των κυβερνήσεων προς τις πρόνοιες του Μνημονίου διέφερε κατά κατηγορία μέτρων. Με βάση την διάκριση ανάμεσα σε μακροοικονομικά (κυρίως δημοσιονομικά) μέτρα και σε μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν την πλευρά της προσφοράς, διαπιστώνουμε ότι ο ρυθμός συμμόρφωσης ήταν ταχύτερος στην πρώτη κατηγορία. Διάφορα μέτρα είχαν συμβάλει και θα συμβάλουν στο προσεχές μέλλον στην γενικότερη εξυγίανση της δημόσιας οικονομίας. Η δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέστηκε είναι μεγάλη (αν και για πολλούς υπερβολική ή έγινε με λάθος τρόπο).[10]
Όμως, την εικόνα συσκότισαν οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις και αστοχίες που δεν εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, κακοτεχνίες (π.χ. στον ΕΝΦΙΑ που υπολογίσθηκε με βάση εξωπραγματικές αντικειμενικές αξίες και επιβαρύνει ακόμα και την πρώτη κατοικία) και πολιτικοί δισταγμοί σε άλλους κρίσιμους τομείς με αποτέλεσμα π.χ. να μη αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή στα πετρελαιοειδή (βλ. πιο κάτω), αλλά όσα αναφέραμε ενδεικτικά είναι κεκτημένα που δεν πρέπει να αναιρεθούν.
Παρά το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και τις κακοτεχνίες στην εφαρμογή- π.χ. «εύκολα» οριζόντια μέτρα, πολιτικά εξηγήσιμη παραμέληση της φοροδιαφυγής ως πρόσφατα- το αποτέλεσμα δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Τα ελλείμματα μειώθηκαν από 15,5% ΑΕΠ (32 δις)το 2015 σε Ο% ΑΕΠ το 2015. Πρόκειται για ένα δεδομένο που πρέπει να υπερασπίσουμε. Επίσης η οικονομία τελικά σταθεροποιήθηκε και έδειξε σημάδια ανάκαμψης το 2014 και μείωσης της ανεργίας. Η ανάπτυξη είναι προϋπόθεση για να τερματισθεί η λιτότητα. Η βελτίωση αυτή θα συμβάλλει στις δύσκολες διαπραγματεύσεις κυρίως με τους εταίρους στην Ευρωζώνη, το ESM και την ΕΚΤ. Άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη αυτονομία στην οικονομική και κοινωνική πολιτική (Γ. Τόλιος, Σκάι 10.12.2014).
Όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις, που συνήθως αποδίδουν σε βάθος χρόνου αν είναι συνεκτικές, διαπιστώνουμε ότι μέχρι σήμερα δρομολογήθηκαν αρκετές πέρα από εκείνες που εξορθολογίζουν τη δημόσια οικονομία: οι κυβερνήσεις επιχείρησαν συστηματικότερα από το 2012 να εξαλείψουν τα εμπόδια που εγείρουν στις επενδύσεις η νομοθεσία, η γραφειοκρατία και διάφορα διαπλεκόμενα με πολιτικούς ισχυρά συμφέροντα, πραγματοποιούν ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις που έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα κ.α. Ένα σημαντικό βήμα ήταν η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που το 2010 στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ένα άλλο η πιλοτική πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Σήμερα συνεχίζεται η δύσκολη προσπάθεια αναδιάρθρωσης της Δημόσιας Διοίκησης.
Παρά ταύτα, στον τομέα των μεταρρυθμίσεων που έχουν και άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις το τοπίο είναι ασαφές και ευμετάβλητο. Η εντύπωση που έχουμε είναι ενός εργοταξίου όπου το έργο προχωρεί χωρίς αποσαφηνισμένο σχέδιο ή είναι υπό συνεχή διαπραγμάτευση και δεν τελειώνει ποτέ. Διαπιστώνουμε ότι πολλοί από τους εκάστοτε ψηφιζόμενους κανόνες
- δεν εφαρμόζονται πλήρως, με αποτέλεσμα να μη είναι δυνατή η εκτίμηση της επίπτωσής τους στις εισπράξεις του κράτους (υπολειτουργία του συστήματος εισροών-εκροών στα πρατήρια) ή στις δαπάνες (βλ. σχέδιο ΑΘΗΝΑ του 2013 που τελικά δεν απέδωσε τις εξοικονομήσεις που είχαν προβλεφθεί στο «μνημόνιο» ύψους 70 εκ. ευρώ),
- Σχεδιάζονται και ανασχεδιάζονται συνεχώς (ΕΝΦΙΑ),
- αποφασίζονται επί τούτου για να τακτοποιηθεί κάποια ομάδα σε βάρος γενικών αρχών και κανόνων, π.χ. με οι συνεχείς νομοθετικές εξαιρέσεις (ακόμα και για τα αυθαίρετα του Σχοινιά!) όπως επεσήμανε με έγγραφό του ο ΓΕ ΔΔ Λέανδρος Ρακιντζής,
- αποδεικνύονται εκ των υστέρων ανεπαρκείς (όπως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού),
- ενώ άλλες αποφάσεις αναβάλλονται συνεχώς ή καθυστερούν (Κτηματολόγιο, «συνδικαλιστικός νόμος»),
- ή ανακαλούνται (όπως το πρόγραμμα για την εφεδρεία στο Δημόσιο και διάφορες ρυθμίσεις για τις λαϊκές αγορές, το γάλα κλπ),
- υπονομεύονται όπως η ΓΓ Δημοσίων Εσόδων,
- ή δεν εντάσσονται σε μια λογική σειρά (οι αξιολογήσεις υπαλλήλων πριν από την εφαρμογή οργανογραμμάτων και κανονισμών με σαφείς περιγραφές έργου κλπ), είναι δηλαδή πρωθύστερες,
- συγχωνεύσεις και καταργήσεις δημοσίων φορέων που δεν προσφέρουν έργο, αλλά επιβαρύνουν το κράτος, παρά τους τρεις νόμους που ψηφίσθηκαν (3895/2010, 4002/2011,4109/2013) δεν προχωρούν ικανοποιητικά, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Ας σημειωθεί ότι ακόμα και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων γίνονται μόνον υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών.
- Πως κρίνετε τις αντιδράσεις σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις;
Γενικά, η στάση των κυβερνήσεων έναντι των μεταρρυθμίσεων των Μνημονίων ήταν τρόπο τινά αμυντική, δηλαδή ένας συνδυασμός συμμόρφωσης στις πρόνοιες τους grossomodo και συμβιβασμών με ειδικές ομάδες συμφερόντων ή και ισχυρά άτομα που νόθευαν ή έκαναν αναποτελεσματικές ως τώρα μερικές μεταρρυθμίσεις. Οι κυβερνήσεις της περιόδου (και οι εκάστοτε αξιωματικές αντιπολιτεύσεις) έχοντας ωριμάσει σε συνθήκες κρατικού επεκτατισμού δυσκολεύονται ακόμα να εφαρμόσουν με συνέπεια μέτρα περιστολής και αναδιάρθρωσης ενός κράτους που εξέθρεψαν με τις πρακτικές τους για δεκαετίες. Δεν «οικειοποιήθηκαν» όπως λέμε, τις μεταρρυθμίσεις. Το αποτέλεσμα: Προκάλεσαν σύγχυση δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής. Δεν είμαι βέβαιος, αν θα είναι σε θέση, σε περίπτωση που κερδίζουν τις εκλογές, να αλλάξουν πολιτική.
Η υπόθεσή μου είναι ότι δεν μπορεί να διαμορφωθεί πολιτική διατηρήσιμης ανάπτυξης με σταθερούς θεσμούς και χωρίς αποκλεισμούς και εύνοιες υπό την κηδεμονία του κυρίαρχου οικονομικοπολιτικού κατεστημένου (μπλοκ εξουσίας) και της πολιτικής του παράδοσης. (βλ. αναλύσεις των RobinsonκαιAcemoglou).
Αλλά, θα ήθελα να θέσω τη συζήτηση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο για να αποφύγω το κυνήγι μαγισσών.
Πρώτον, οι αντιδράσεις πρέπει να εξετασθούν λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα της κρίσης και των απαιτούμενων αλλαγών. Η προσαρμογή της χώρας όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο και τώρα πλέον στο Μεσοπρόθεσμο ανήκει στην κατηγορία των μεταρρυθμίσεων μεγάλης κλίμακας. Δεν σημαίνει αλλαγή πολιτικής (στόχων ή και μέσων) σε μια συγκεκριμένη περιοχή πολιτικής, ας πούμε στην εκπαίδευση, αλλά σε πολλές και σχεδόν ταυτόχρονα. Δεν είναι δηλαδή μια μεμονωμένη έστω και σημαντική μεταρρύθμιση. Επομένως, συνολικά αλλάζουν ουσιωδώς την ποιότητα των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, το περιβάλλον εντός του οποίου δραστηριοποιούνται τα άτομα. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιώ τον όρο «αλλαγή καθεστώτος» (= «μοντέλου οικονομίας και κοινωνικού κράτους»).
Η ιστορική διαδικασία που βιώνουμε έχει αρκετές ομοιότητες προς τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού με τη χαρακτηριστική τους ακραία εκδοχή κρατικισμού. Ο ελληνικός κρατικισμός είναι βέβαια ηπιότερος σε σύγκριση με εκείνους για τον απλό λόγο ότι συνδυάσθηκε με δημοκρατικούς θεσμούς, την ένταξη στην ΕΕ και ικανά στοιχεία οικονομίας της αγοράς. Αλλά Επιπλέον, ο ελληνικός κρατισμός που συνυφάνθηκε με λαϊκιστικές πολιτικές και θηριώδη δανεισμό είχε ευρεία αποδοχή. Ουσιαστικά οι κύριες πολιτικές δυνάμεις πλειοδοτούσαν στην επέκταση των παροχών, των υπηρεσιών ,των ευνοιών. Επιμένω στον συστημικό ή καθεστωτικό χαρακτήρα της αλλαγής γιατί εξηγεί εν πολλοίς τα προβλήματα «μετάβασης» που αντιμετωπίζουμε – τα χαοτικά χαρακτηριστικά της δημόσιας πολιτικής.
Δεύτερον, όμως και εντός του ευρύτερου αυτού πλαισίου πρέπει να επεξεργασθούμε ειδικότερες εξηγήσεις. Στη σχετική βιβλιογραφία επισημαίνεται πράγματι ότι στην Ελλάδα τα συνήθη προβλήματα της πολιτικής διαδικασίας διογκώθηκαν εξαιτίας:
- των ασθενών τυπικών θεσμών διακυβέρνησης,
- της δύναμης παραδοσιακών πελατειακών πρακτικών, που συνιστούν θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πολιτικής κουλτούρας,[11] σε συνδυασμό με τη δύναμη των «συντεχνιών» (=οργανώσεων συμφερόντων εντός και εκτός του κράτους),
- των επικρατουσών αντιφιλελεύθερων ιδεών.[12] Το πελατειακό σύστημα συνυφαίνεται με μια διάχυτη δυσπιστία έναντι της αγοράς και του ανταγωνισμού (anti-marketbias).
Όλα αυτά συναρθρώθηκαν με μια μη ανταγωνιστική οικονομική δομή, στην οποία κυριαρχεί η μικρή οικογενειακή μονάδα, τα μέλη της οποίας αναζητούν πολιτική δικτύωση για προστασία, τη σταθερότητα σε πολλαπλές πηγές εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένης και της απασχόλησης ενός ή περισσότερων μελών στο κράτος.[13]
Αναμφίβολα, έγιναν και λάθη πολιτικής με τη μορφή κακών εκτιμήσεων της κατάστασης και αναβολής αποφάσεων. Αλλά δεν αρκεί να αναζητούμε τις αιτίες των προβλημάτων στα δρώντα πρόσωπα, στη δική τους ηθική, γνώση ή άγνοια, ικανότητα ή ανεπάρκεια. Τα άτομα δρουν σε ένα σύστημα και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους εκεί επικρατούντες τυπικούς και άτυπους κανόνες και τις αντίστοιχες αξίες. Επομένως επαναλαμβανόμενα λάθη παραπέμπουν σε συστημικές αιτίες. Αποκαλύπτουν βαθύτερα προβλήματα πολιτικών δομών, συμπεριφορών, τρόπων σκέψης, αξιών. Στο βάθος διακρίνουμε την ιστορία.
- Μπορεί να υπάρξει ευρύτερη συμφωνία για μέρος τουλάχιστον των μεταρρυθμίσεων;
Εξαρτάται από το εύρος που εννοούμε. Προς το παρόν διακρίνω μάλλον πολωτικές τάσεις («μνημονιακό» και «αντιμνημονιακό» μέτωπο), όπου το μεν μνημονιακό μέτωπο είναι προσχηματικά μνημονιακό, το δε αντιμνημονιακό βαρύνεται με ανορθολογισμούς (βλ. ΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή) και ανεδαφικά στοιχεία (ΣΥΡΙΖΑ). Δεν βλέπω ακόμα να διαμορφώνεται ένας κοινός πυρήνας αξιών και στόχων πολιτικής, παρά τις εξελίξεις ιδίως στον χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς.
Εδώ είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε μερικές έννοιες. Τι είναι προοδευτικό; Προοδευτική χαρακτηρίζεται η νέα σοσιαλδημοκρατία (που εκκινεί από τον τρίτο δρόμο), η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, η κομμουνιστική παρέκβαση. Προοδευτικούς θεωρούσαν τον εαυτό τους και οι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ.
Προσωπικά, βρίσκω ενδιαφέρουσες τις συζητήσεις για προοδευτική διακυβέρνηση που εξελίσσονται από την εποχή του τρίτου δρόμου στον χώρο της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατίας και στον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Υπενθυμίζω ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η συζήτηση οργανώνεται γύρω από το δίκτυο «προοδευτικής διακυβέρνησης» (progressivegovernancenetwork) στο οποίο συναντώνται πολιτικοί και διανοούμενοι της κεντροαριστεράς.[14]
Η επικαιροποίηση των ιδεών έχει συνοψισθεί στο κείμενο MakingProgressivePoliticsWork (2014), όπου συνοψίζονται οι απόψεις και συγκεκριμένες προτάσεις για μια προοδευτική πολιτική που διατυπώθηκαν στην τελευταία συνδιάσκεψη των μελών του δικτύου στο Άμστερνταμ τον Απρίλιο του 2014. [15]
Οι συμμετέχοντες διαπιστώνουν ότι η ανασφάλεια μεγάλων κοινωνικών ομάδων αυξάνεται, οι ανισότητες διευρύνονται και απειλούν τη συνοχή των κοινωνιών, τα φορολογικά συστήματα είναι εύθραυστα, τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες κλπ. Επικρίνουν τον νεοφιλελευθερισμό τονίζοντας ότι δεν αναλαμβάνει ευθύνη για τις κοινωνικές επιπτώσεις των αγορών, ότι οι ανισότητες και ειδικά υψηλά εισοδήματα και κέρδη τελικά δεν διαχέονται προς τα κάτω (trickledown) ούτε είναι εργαλείο ανάπτυξης, ότι παραβλέπει πως οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται, αλλά, για να λειτουργήσουν καλά, χρειάζονται ένα ισχυρό πλέγμα θεσμών ρύθμισης, π.χ. καλούς φορολογικούς νόμους. Ο νεοφιλελευθερισμός ευνοεί μια αντικοινωνική συμπεριφορά των οικονομικών ελίτ που αρνούνται να πληρώνουν φόρους ή επηρεάζουν την πολιτική έτσι ώστε να μη συνεισφέρουν στην παραγωγή δημόσιων αγαθών!
Όμως επίσης, αποκλείουν την επιστροφή σε αντιλήψεις που ο TonyJudt χαρακτήρισε «αμυντική σοσιαλδημοκρατία». Η κριτική στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία συνοψίζεται ως εξής: Το κοινωνικό κράτος που προωθούσε και που συνδέθηκε με τη μαζική βιομηχανική παραγωγή αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα κοινωνιών και οικονομιών που μεταβάλλονταν γρήγορα και περνούσαν στη μεταβιομηχανική ή και μετανεοτερική εποχή. Το κράτος που εννοούσε και στήριζε ήταν άκαμπτο και παθητικό. Δεν προστάτευε τελικά εκείνους που έπρεπε να προστατεύσει από τους κινδύνους της νέας εποχής, ούτε ανταποκρινόταν στις ανάγκες κοινωνιών που τις χαρακτήριζε αυξανόμενη ετερογένεια. Στη σοσιαλδημοκρατία, είχε ισχυρές ρίζες η αντίληψη για το καλοπροαίρετο κράτος, αρκεί να βρίσκεται στα χέρια καλοπροαίρετων ανθρώπων.
Στόχος είναι το «ευφυές κράτος» (smartstate) όπως το βάπτισε ο PhilippeAghion[16] – ένα μίγμα στοχευμένων περικοπών δαπανών που συνδυάζονται με κάποιες αυξήσεις φόρων και εκλογίκευση των φορολογικών συστημάτων. επανεξέταση των σχέσεων κράτους, αγορών και πολιτών που αναπτύσσουν πάσης φύσης πρωτοβουλίες από τα κάτω (grassrootsmovements), προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης για να επιτευχθεί η ευρύτερη συμμετοχή στην αυξανόμενη ευημερία, εμβάθυνση της δημοκρατίας, πράσινη ανάπτυξη κ.α.
Στην Ελλάδα το ιδεολογικό πεδίο διαφέρει και έτσι διαφέρει και η προσπάθεια για συγκρότηση μιας συνεκτικής αντίληψης για το μέλλον. Εδώ ο νεοφιλελευθερισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος στο ιδεολογικό μέτωπο. Ουσιαστικά αναζητούμε τρόπους διαφυγής από τους δύο κρατισμούς- τον δεξιό και τον αριστερό και μάλιστα υπό συνθήκες φιλελεύθερης αναιμίας. Τον πρώτο αντιπροσωπεύει στην πράξη η Ν.Δ, ενώ στην αριστερά έχει ως κύριο φορέα τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η νέα εκδοχή κρατισμού πράγμα που αποτυπώνεται στον κύριο όγκο των προτάσεων του κόμματος – εμπιστοσύνη στο κράτος και στην κρατική επιχειρηματικότητα, επέκταση του κράτους, δημιουργία νέων κρατικών φορέων για πάσης φύσης θέματα, κρατικοποίηση των τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων, δυσπιστία έναντι της αγοράς κλπ. Οι προγραμματικοί προσανατολισμοί του πηγαίνουν συχνά πίσω και από τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και, επιπλέον, το κόμμα θεωρεί πως είναι νεοφιλελεύθερο ο,τιδήποτε διαφορετικό.
- Ποια είναι η σχέση των μεταρρυθμίσεων με την προοδευτική διακυβέρνηση;
Οι οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που
- σταθεροποιούν την οικονομία,
- ρυθμίζουν τις αγορές και αντιμετωπίζουν τις «αποτυχίες» τους,
- εξυγιαίνουν το κράτος (π.χ. με θεσμούς που αποτρέπουν ελλειμματική διαχείριση και τη διαφθορά),
- προστατεύουν πραγματικά τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και γενικά
- δημιουργούν προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη (αντιμετωπίζοντας γραφειοκρατικές παθογένειες, παραμερίζοντας γραφειοκρατικά εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, θεσπίζοντας σοβαρή χωροταξία)
είναι μέρος της προοδευτικής διακυβέρνησης, αν θέλετε και του κοινωνικού φιλελευθερισμού ή, γενικότερα, μιας ισορροπημένης σχέσης ανάμεσα σε κράτος και αγορά.
- Είναι δυνατόν να προωθηθούν διαφορετικές μεταρρυθμίσεις από αυτές που προωθήθηκαν μέσω των «μνημονίων», λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς των δανειακών συμβάσεων και τη δημοσιονομική στενότητα;
Εν μέρει ναι. Όμως η δημοσιονομική στενότητα είναι σοβαρός περιορισμός. Ορισμένες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται πρόσθετους πόρους. Επομένως έπρεπε να είχαν γίνει σε εποχές που η οικονομική συγκυρία ήταν καλύτερη. Οι αντιστάσεις θα ήταν τότε μικρότερες ακριβώς επειδή η οικονομία αναπτυσσόταν και φαινόταν να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης. Αλλά τότε καθυστερούσαμε ή και παγιώναμε αντιπαραγωγικές δομές!
Άλλες μεταρρυθμίσεις όμως δεν χρειάζονται ίσως πρόσθετους πόρους. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σε βάθος συζήτηση αν εξετάζαμε ένα προς ένα τα περισσότερα από…600 προαπαιτούμενα της τρόϊκας. Εδώ σημειώνω μόνο ότι στην Ελλάδα, η σχετική συζήτηση για την προοδευτική διακυβέρνηση μπορεί να εμπλουτισθεί και διευθυνθεί ταυτόχρονα με σειρά ολόκληρη αιτημάτων που αλλού έχουν ικανοποιηθεί. Σε τομείς όπως η εφαρμογή του νόμου, η χωροταξία, η αποτελεσματική δικαιοσύνη και η σταθερότητα ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος, θεσμοί που κατοχυρώνουν τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση και προστατεύουν το περιβάλλον, τα ελληνικά ελλείμματα είναι μεγάλα.
Επιπλέον θα πρέπει να διατηρηθούν πολλά θετικά μέτρα των μνημονιακών κυβερνήσεων και, κυρίως, η δημοσιονομική ισορροπία. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές θα είναι δυνατή και η αναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Τα παραπάνω υποκρύπτουν φυσικά θεμελιώδεις επιλογές.
Πρέπει να ομολογήσω ότι παρέλειψα ένα ουσιώδες ερώτημα, στο οποίο δεν έχω απάντηση: Ποιο είναι το «πολιτικό υποκείμενο»που θα στήριζε τους προβληματισμούς που εκθέσαμε;
[1] Βλ. εφημερίδα η Καθημερινή 7.12.2014.
[2] Βλ. Νόμος 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το ΔΝΤ», ΦΕΚ Α 65/ 6.5.2010. και ΝΟΜΟ 4046/2012 ΦΕΚ Α-28 από 14 Φεβρουαρίου 2012.
[3] Απαριθμούνται σε επίσημο κατάλογο που βασίζεται στα δύο μνημόνια. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τον κατάλογο των ειδικότερων ρυθμίσεων στις αγορές που πειρλαμβάνει η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για το ρυθμιστικό σύστημα της χώρας! Βλ. OECD Competition assessment of laws and regulations in Greece, Paris, 2013.
[4]Ησχετικήέρευναείναιαπέραντηκαιθαήτανμάταιο να επιχειρήσουμε εδώ την επισκόπησή της. Βλ. όμως την οικονομική βιβλιογραφία στην αγγλική από έλληνες ερευνητές του εξωτερικού στην επισκόπηση Lykogiannis, Ath. The Greek post-war economy 1945-2005. A bibliography, Alyco, Athens 2010.
[5] Βλ. πολυγραφημένο κείμενο του ΚΕΠΕ για τα κλειστά επαγγέλματα που δόθηκε στον υπουργό οικονομίας το 2000, σελ. 4-6. Το 2008 το ΚΕΠΕ, σε συνεργασία με την CopenhagenEconomics, συνέταξε νέα μελέτη για την απελευθέρωση 13 κλάδων στον τομέα των υπηρεσιών. Τα συμπεράσματα είναι πάλι ότι η απελευθέρωση μόνο των 13 κλάδων θα αυξήσει το ΑΕΠ περίπου κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, τους πραγματικούς μισθούς κατά 0,4% κλπ. Βλ. εφημερίδαηΚαθημερινή 18.5.2009.
[6]Βλ. εφημερίδαηΚαθημερινή 13.5.2010.
[7]Kaufmann, Daniel Can corruption adversely affect public finances in industrialized countries?, The Brookings Institution April 19, 2010.Βλ. επίσης, Λιαργκόβας, Π. Σύγχρονα θέματα ελληνικής και διεθνούς οικονομίας, εκδόσεις Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2010, σελ. 35 καιμετά.
[8] Ταβλάς, Γ. και Πέτρουλας, Π. «Υποδείγματα οικονομικής επέκτασης, ο ρόλος των θεσμών και η Ελλάδα», στον εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόμο των Οικονόμου, Γ. Σαμπεθάϊ, Ισαακ και Συμίγιαννη, Γ. (επιμέλεια) Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες ανισορροπιών και προτάσεις πολιτικής, έκδοση Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, Ιούλιος 2010. Βλ. επίσης Λιαργκόβας, Π. Σύγχρονα θέματα ελληνικής και διεθνούς οικονομίας, όπως αλλού, σελ. 35 και μετά.
[9]IMF Greece; Ex post evaluation of exceptional access under the 2010 Stand-by Arrangement, Country Report No. 13-156, June 2013.
[10] Βλ. σχετικά το ειδικό θέμα της τριμηνιαίας έκθεσης του ΓΠΚ (Απρίλιος-Ιούνιος 2013) με τίτλο: «Ανάπτυξη λιτότητα ή «αναπτυξιακή λιτότητα; Ορόλοςτωνπροσδοκιών» σελ. 65 -69.
[11] Βλ. Σωτηρόπουλος, Δ. Η κορυφή του πελατειακού κράτους. Οργάνωση, στελέχωση και πολιτικοποίηση των ανώτερων βαθμίδων της κεντρικής διοίκησης στην Ελλάδα, 1974-2000, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2001.
[12]Καζάκος, Πάνος «Ο φιλελευθερισμός στις ιδεολογικές αναζητήσεις της σημερινής Ελλάδας», στου ίδιου Πολιτική και ιδεολογία απέναντι σε παλαιά και νέα προβλήματα, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2003, σελ.11-42.
[13]Βλ. Ανάμεσα σε πολλά άλλα Τσουκαλάς, Κ. ΗΕλλάδα της λήθης και της αλήθειας, Θεμέλιο, Αθήνα 2012, Δοξιάδης, Αρίστος «Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι», AthensReviewofBooks, τ. 8, Ιούνιος 2010.
[14] Το δίκτυο οργανώνει συνδιασκέψεις για την ανταλλαγή απόψεων και επεξεργασία προτάσεων «προοδευτικής πολιτικής», τελευταία στο Άμστερννταμ τον Απρίλιο του 2014Βλ. σχετικές ιστοσελίδες, π.χ. www.policy-network.net
[15]MakingProgressivePoliticsWork, 2014. ΒλεπίσηςOlaf Cramme and Patrick Diamond (eds) After the Third Way, I.B. Tauris, London 2012, Henning Meyer and Jonathan Butherford The Future of European Social Democracy. Building the Good Society, Palgrave Macmillan, London 2012.
[16]PhilippeAghion “The Smart State”, in MakingProgressivePoliticsWork,όπωςπριν, pp 23-26.