Δεν έχουν περάσει παρά λίγες μέρες από τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη 2015.

Η αναγκαιότητα των βουλευτικών εκλογών, ως μια διαδικασία προβολής από τη βάση εκείνων των παρατάξεων, προσώπων και προγραμμάτων που θα υπηρετούσαν τη λύση των περισσότερων προβλημάτων που συνδέονται με την καθημερινότητα του πολίτη και την υπόσταση της χώρας, έχω την αίσθηση ότι βούλιαξε σ’ αυτές τις εκλογές. Φαίνεται μάλιστα σαν να συντρίφτηκε οριστικά μέσα από τις ακατάπαυστα λειτουργούσες συμπληγάδες που στήθηκαν.

Από τη μια μεριά, η ακρωτηριαστική αλήθεια του τρίτου μνημονίου, του «μνημονίου της αριστεράς», όπως το αποκάλεσαν, και από την άλλη η ολοκληρωτική  εκμετάλλευση από την πλευρά των κυρίαρχων παρατάξεων των σχετικών «στρογγυλεμένων» προβλέψεων  και συμπερασμάτων για τις επώδυνες ρυθμίσεις που αναμένονται.

Παράλληλα, η επικράτηση της αντίληψης της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης από την πλευρά του κόμματος που κέρδισε στις εκλογές   ευνουχίζουν κυριολεκτικά τον θεσμό των εκλογών.

Γιατί ποιες, αλήθεια, είναι σήμερα οι ουσιαστικές δυνατότητες παρέμβασης του βουλευτικού φάσματος στο όλο κύκλωμα αποφάσεων και διαδικασιών εφαρμογής του 3ου μνημονίου, που αφορούν την επίλυση των προβλημάτων της χώρας; Το ερώτημα είναι κρίσιμο, γιατί συνδέεται με κάποιες εκτιμήσεις που όφειλαν να γίνουν, αλλά δεν έγιναν ποτέ. Θα οδηγούσαν ίσως σε μιαν άλλη αντίληψη για τη διακυβέρνηση της χώρας και για την ανάγκη μιας εκλογικής διαδικασίας, όταν οι εκλογές προκηρύσσονται σε σύντομο χρονικό διάστημα από τις προηγούμενες εκλογές, πέρα από την άμεση στόχευση κομματικών ωφελημάτων του κυβερνώντος σήμερα  κόμματος .

Η παράδοση, η ιστορία της μεταπολιτευτικής πολιτικής μας ζωής έχει λειτουργήσει ποικιλοτρόπως συνθλιπτικά σε ότι αφορά την ανάγκη διενέργειας εκλογών ενωρίτερα της τετραετίας. Τη φορά αυτή η σύνθλιψη περιλαμβάνει και την οικονομία, από δύο πλευρές: κόστος εκλογών και διενέργεια εκλογών για να εφαρμοστούν δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα.

Έχουμε συνεπώς μπροστά μας τον αδιαμφισβήτητο νικητή, μια πρώην και νυν κυβέρνηση της οποίας οι μέχρι τώρα επιλογές  κρύβουν κινδύνους, για μια στροφή της επίσημης κυβερνητικής πολιτικής προς τη συντήρηση, και που δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν. Στον ίδιο και χειρότερο παρονομαστή και ο κυβερνητικός εταίρος του κόμματος που έλαβε το χρίσμα και ο οποίος με το πενιχρό εκλογικό του αποτέλεσμα επιδεικνύεται  σήμερα ως νικητής του πολιτικού μας συστήματος και που στην πραγματικότητα αναδεικνύει τις παθογένειές του και καθιστά πολιτικά ανάπηρη την κυβέρνηση της ριζοσπαστικής  αριστεράς.

Έχουμε επίσης μιαν αξιωματική αντιπολίτευση κατώτερη του ρόλου της, ωσάν η αξιωματική αντιπολίτευση να έχει ανάγκη κάποια καπατσοσύνη, κάποιον επικεφαλής με τον μανδύα της λαϊκής φωνής που τελικά δεν πείθει και δεν εκπαιδεύεται από τα λάθη του.

Εν συνεχεία, την τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, την παράταξη που προκαλεί σε ποικίλες περιπτώσεις το κοινό αίσθημα ή, αντίθετα, προσεταιρίζεται τη δυστυχία κάποιων· την άκρα δεξιά, να πραγματοποιεί  μια  επίδειξη εξαιρετικά επικίνδυνης ευρωστίας.

Η διεύρυνση, από την οποία η Δημοκρατική Συμπαράταξη, ως αυτοτελείς  δυνάμεις, προσδοκούσε  την αναβάπτιση ενός μεγάλου δημοκρατικού σχήματος στη λαϊκή εμπιστοσύνη, πέτυχε μεν τον στόχο της και θεωρείται από τους νικητές αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, αλλά όχι στον βαθμό διεύρυνσης που θα επιθυμούσε, κι αυτό διότι μικρομεγαλομανή κόμματα υπερέβαλαν των δυνάμεων τους.  Η αποτυχία της μεγαλύτερης διεύρυνσης των δημοκρατικών δυνάμεων  οφείλεται στο ότι κόμματα του μεσαίου χώρου, χωρίς σαφή ιδεολογική βάση εγκλωβίζονται κατά περίπτωση, στα κλασικά στρώματα του συντηρητισμού. Σε τούτη την «αφορμή» ούτε καν δεν ανταποκρίθηκαν με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και όμορες δυνάμεις διάλεξαν λάθος στρατηγική για μάχη….

Απότοκο  αυτών των κοινά αποδεκτών, διαπιστώσεων είναι μία όξυνση της διαμάχης στο εσωτερικό των περισσοτέρων κομμάτων.

Οι εκλογές αυτές, καίτοι «καταχρηστικές», ήσαν τελικά μια «αφορμή» για να προτείνουν οι σοσιαλιστικές,προοδευτικές  και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις συνολικά βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις στα σημερινά οικονομικά, θεσμικά, αξιακά προβλήματα της σπαραγμένης χώρας. Ο προοδευτικός χώρος το επιδίωξε, η Δημοκρατική Συμπαράταξη συνεπής στις επιλογές της συνεχίζει την προσπάθεια για ευρύτερες συναινέσεις.

Κανένα όμως από τα κόμματα της πολιτικής σκηνής της χώρας δεν δικαιούται να πανηγυρίζει ή να μεμψιμοιρεί αλλά  να συνεχίζει να μάχεται… εάν σκεφτεί πού, και σε ποιο πεδίο δόθηκε, αλήθεια, η  μάχη!

*Η Ισμήνη Μώρου είναι μέλος της ΚΕ της Δημοκρατικής Αριστεράς
Σχόλια