Ο γάλλος ιστορικός Ζακ Ζιλιάρ εμβαθύνει στις διάφορες «οικογένειες» της Γαλλικής Αριστεράς, όπως αυτές εξελίχθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι σήμερα και αναλύει τις βασικές εκδοχές της – από τη φιλελεύθερη μέχρι την ιακωβίνικη ή την ελευθεριακή.
Jacques Julliard
Οι Αριστερές της Γαλλίας:
Ιστορία, πολιτική και φαντασιακό, 1762-2012
Μτφ. Χριστιάννα Σαμαρά
Επιστημονική επιμέλεια: Δημήτρης Αντωνίου
Εκδ. Πόλις 2015, Σελ. 928
«Οι Αριστερές της Γαλλίας» είναι ένα μαχητικό βιβλίο κατά της στερεότυπης σκέψης για το τι είναι αριστερό και τι όχι. Ο πανεπιστημιακός ιστορικός, δημοσιολόγος, διανοούμενος, αλλά και πολιτικός ακτιβιστής Ζακ Ζιλιάρ, σημαντικός θεωρητικός της λεγόμενης Δεύτερης Αριστεράς, αποδομεί εδώ τη σκέψη περί καθαρότητας των πολιτικών κομμάτων και ιδιαίτερα αυτών της Αριστεράς. Καταδεικνύει πως στην πολιτική σκέψη δεν υπάρχουν στεγανά, γιατί πολιτική σκέψη σημαίνει μείξη ιδεών και όχι αποκλειστικότητα. Υποστηρίζει επομένως πως δεν υπάρχει μια Αριστερά στη Γαλλία, αλλά πολλές.
Αυτός όμως ο ισχυρισμός για την πολλαπλότητα των Αριστερών δεν είναι αυθαίρετος, αλλά αποτέλεσμα μιας ιστορικής πορείας που ξεκινά με την εμφάνιση του Διαφωτισμού. Ο Ζιλιάρ δεν υποστηρίζει τη στερεότυπη σκέψη που ταυτίζει την Αριστερά με τον Διαφωτισμό. Βλέπει την Αριστερά ως απότοκο του Διαφωτισμού. Οχι όμως και ως τη μοναδική του κληρονόμο. Ο Διαφωτισμός, θα έλεγα, έχει πολλά παιδιά και συγγενείς για να κληροδοτήσει τις ιδέες του μόνο σ’ έναν κληρονόμο.
Η ιδέα της Αριστεράς, στο ξεκίνημά της, είναι το πάντρεμα τριών αρχών. Πρώτη, η αρχή της φιλοσοφίας της προόδου στη συνάρτησή της με το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεύτερη, η αρχή της προτεραιότητας του ατόμου. Ναι, η Αριστερά εμφανίζεται στο προσκήνιο όχι ως ο άγγελος που κρατά τη ρομφαία του κολεκτιβισμού, αλλά ως ο μεγάλος φιλόσοφος (Βολταίρος) που διακηρύσσει την προτεραιότητα των ατόμων. Ιστορικά οι Αριστερές είναι Αριστερές των ατόμων. Και η τρίτη αρχή είναι αυτή που υποστηρίζει τη νομιμοποιημένη λαϊκή κυριαρχία και όχι τη μοναρχική εξουσία. Βεβαίως ο Ζιλιάρ ως εκφραστής και ενός ειδικού ρεύματος ιδεών που ακούει στο όνομα καθολική Αριστερά δεν διστάζει να προσθέσει στους προγόνους των Αριστερών τη γιανσενιστική και την ιησουίτικη Αριστερά. Χωρίς βεβαίως να παραβλέπει να καταθέσει την οφειλή των Αριστερών και στον Ερασμο.
Αριστερές ιστορίες
Αυτές οι τρεις αρχές δεν αιωρούνται στο κενό. Είναι στοιχεία της Ιστορίας και είναι και οι ίδιες ιστορία. Ετσι ο Ζιλιάρ διατρέχει την ιστορία των ιδεών και των γεγονότων για να δείξει πώς αλλάζουν, μετασχηματίζονται, καταργούνται και επανεμφανίζονται οι Αριστερές ως πολιτική οικογένεια.
Η Γαλλική Επανάσταση είναι η ιδρυτική πράξη των Αριστερών. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (27/8/1789) χώρισε τη Γαλλία σε δύο στρατόπεδα. Από τη μια, αυτό της Αριστεράς στον ρόλο του προασπιστή της διπλής αρχής της ελευθερίας και της ισότητας και το δεύτερο αυτό της καχύποπτης έναντι των αλλαγών Δεξιάς. Ας το προσέξουμε αυτό, οι Αριστερές, ή τουλάχιστον οι Αριστερές, στην αρχή τους υπερασπίζονταν εξίσου την ισότητα με την ελευθερία. Και βεβαίως οι Δεξιές δεν πολυνοιάζονταν για την αρχή της ελευθερίας. Μόνο σταδιακά και όχι όλες οι Δεξιές έβαλαν την ελευθερία στη φαρέτρα των ιδεών τους. Η «φιλελεύθερη στιγμή» των Αριστερών είναι αυτή της περιόδου της Παλινόρθωσης και της Ιουλιανής Μοναρχίας (1815-1848), όπου τίθεται το ζήτημα της καθολικής ψήφου και για πρώτη φορά εμφανίζεται η σύγκρουση για τα δίπολα κεντρικό κράτος ή αποκέντρωση, φιλελεύθερη ή κοινωνική δημοκρατία, παιδεία ή εκπαίδευση, γαλλικανισμός ή διαχωρισμός. Οι επαναστάσεις του 1848 φέρνουν πλέον στο προσκήνιο μια άλλη Αριστερά που ξεκινά από την προτεραιότητα του συλλογικού έναντι των ατόμων.
Η «ρεπουμπλικανική στιγμή» (1848-1898) αλλάζει την ημερήσια διάταξη. Αυτή πλέον δεν είναι μόνο η θεσμική διάσταση της δημοκρατίας, αλλά και η ενδυνάμωση της ουτοπικής της πλευράς. Ουτοπική πλευρά που ναι μεν ηττάται στην Κομμούνα (1871), αλλά είναι αυτή η ήττα που αναγγέλλει την είσοδο στην Γ’ Δημοκρατία (1871-1940). Μια δημοκρατία στην οποία έχει ήδη απαντηθεί υπέρ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας το δίλημμα μοναρχία ή αντιπροσώπευση. Στο προσκήνιο έρχονται τα ζητήματα της καθιέρωσης των τριών ελευθεριών – του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και του Τύπου -, ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας και το κοινωνικό ζήτημα.
Ο 20ός είναι ο αιώνας της σύγκρουσης των σοσιαλιστών με τους κομμουνιστές. Ξεκινά με διασπάσεις (διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1920 στην Τουρ) και επανενώσεις (Λαϊκό Μέτωπο το 1936, Κοινό Πρόγραμμα το 1972), συνεχίζεται με το δίλημμα που τίθεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα: συμμετοχή ή όχι στις αστικές κυβερνήσεις. Δίλημμα που χώρισε τους σοσιαλιστές στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα (υπόθεση Μιλεράν). Η ιστορία συνεχίζεται με τη μετατροπή επί Μιτεράν (1981-1995) του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος σε κυβερνητικό κόμμα, αλλά και την αποτυχία του να μετατραπεί εγκαίρως σε σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά (1997-2002, Ζοσπέν). Εξέλιξη που το ταλανίζει μέχρι σήμερα (Ολάντ), παρά την εξαφάνιση του μεγάλου του αντιπάλου, των κομμουνιστών.
Φιλελεύθερη, ιακωβίνικη, ελευθεριακή, κολεκτιβιστική
Η ιστορική αυτή διαδρομή είναι το πλαίσιο εντός του οποίου ο μεθοδολογικός διαχωρισμός που κάνει ο συγγραφέας, μεταξύ πολιτικών κομμάτων (τα οποία έχουν μόνο ιστορικά συγκεκριμένο χρόνο ύπαρξης) και πολιτικών οικογενειών (ο χαρακτήρας των οποίων έχει μόνιμα χαρακτηριστικά) οδηγείται στην παρουσίαση των τεσσάρων Αριστερών. Της φιλελεύθερης, της ιακωβίνικης, της ελευθεριακής και της κολεκτιβιστικής. Η φιλελεύθερη επικεντρώνεται στην προτεραιότητα της ελευθερίας μέσα από την προτεραιότητα των ατόμων. Η ιακωβίνικη υποστηρίζει τη συγκεντρωτική εξουσία, αφού για αυτήν υπέρτατη αρχή είναι η εθνική ενότητα. Η κολεκτιβιστική Αριστερά ανακηρύσσει τον σοσιαλισμό όχι ως υπέρτατη στιγμή της δημοκρατίας, όπως τον ήθελε ο Ζορές, αλλά ως ένα διαφορετικό σύστημα για το οποίο η δημοκρατία δεν αποτελεί μείζον χαρακτηριστικό του. Στον ιακωβινισμό και κυρίως στον κολεκτιβισμό εντοπίζει ο συγγραφέας το θερμοκήπιο της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Και τέλος η ελευθεριακή Αριστερά, παντρεύοντας τον αναρχισμό με την εργατική ιδεολογία, δεν ενδιαφέρεται για το είδος της κυριαρχίας αλλά για την κατάργησή της. Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω και έναν ακόμη σημαντικό διαχωρισμό, εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Είναι η Πρώτη Αριστερά, η οποία εκφράζεται από το μιτερανικό πρόγραμμα «προσωποποίηση της εξουσίας, σοσιαλιστικός ρεφορμισμός, προσήλωση στο ευρωπαϊκό όραμα» και από μια στάση του Μιτεράν, την αδιαφορία για την ηθική. Η Δεύτερη Αριστερά του Μισέλ Ροκάρ, στην οποία ο ηθικός φιλελευθερισμός προέχει της πολιτικής και της οικονομίας. Ολα αυτά περνούν μέσα από τις συγκινητικές ανά δύο αντιθετικές προσωπογραφίες πολιτικών πρωταγωνιστών και διανοητών: Βολταίρος – Ρουσώ, Ροβεσπιέρος – Δαντών, Ουγκώ – Λαμαρτίνος, Γκαμπετά – Φερί, Κλεμανσό – Ζορές, Τορέζ – Μπλουμ, Μεντές – Φρανς – Μιτεράν.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφέρω πως το βιβλίο, εκτός από μια υπέροχη ιστορία ιδεών και γεγονότων, έχει και ένα ύφος που θα το ζήλευαν πάρα πολύ μεγάλοι λογοτέχνες και ποιητές. Μειονέκτημά του είναι πως δεν εξετάζει τη σχέση των γαλλικών Αριστερών με τις άλλες ευρωπαϊκές και κυρίως τις γερμανικές. Ενα ποιητικό βιβλίο Ιστορίας, το οποίο ευτύχησε και στη μετάφραση της Χριστιάννας Σαμαρά και στην επιστημονική και γλωσσική του επιμέλεια.
Το παράδοξο του γαλλικού σοσιαλισμού
Σε μια σύντομη παρουσίαση, λόγω του όγκου των ιδεών και των γεγονότων που εκτίθενται στο βιβλίο, ο κίνδυνος να χαθούν σημαντικές του παράμετροι είναι υπερμεγέθης. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να μην αναφερθώ σε μια από αυτές τις παραμέτρους, σε αυτό που ο Ζιλιάρ ονομάζει «το παράδοξο του γαλλικού σοσιαλισμού».
Το γαλλικό παράδοξο του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι ότι σε αυτό παρέμειναν για πολύ καιρό ισχυρές δόσεις ιακωβινισμού και κολεκτιβισμού, που δεν του επέτρεψαν να μετατραπεί εγκαίρως σε κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Στη Γαλλία δεν υπήρξε σοσιαλδημοκρατία με την κλασική έννοια, γιατί ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν οι δυνάμεις που εκπροσωπούσαν το πολιτικό ζήτημα (κόμμα) και το κοινωνικό ζήτημα (επαναστατικός συνδικαλισμός). Η μία πλευρά του Σοσιαλιστικού Κόμματος υποστήριζε από τις αρχές του 20ού αιώνα πως «ο σοσιαλισμός συμβαδίζει με την αδιάρρηκτη συνέχεια της δημοκρατίας» και η άλλη του πλευρά κήρυσσε ότι «η μετάβαση στον σοσιαλισμό προϋποθέτει την απόλυτη, ακόμα και τη βίαιη ρήξη με την αστική δημοκρατία». Το Σοσιαλιστικό Κόμμα υποχρεώθηκε να ζει σε μια «σχιζοφρένεια», όπου «στη σφαίρα του ιδεατού η Επανάσταση πρέπει να συντελεστεί χωρίς αναβολή∙ και στο πεδίο της πράξης, και υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες, πρέπει να αρκεστούμε στο ελάχιστο εφικτό, δηλαδή στην υπεράσπιση των ελευθεριών και στη βελτίωση, έστω και μέτρια, των μισθών» (σελ. 616). Αυτό το μετέτρεψε σ’ ένα κόμμα πολύ μετριοπαθές για να κάνει επανάσταση και πολύ ριζοσπαστικό για να αρκεστεί στη ρεπουμπλικανική νομιμότητα. Δεν είναι τυχαίο που πάντα αυτό το κόμμα το ταλάνιζε το ερώτημα του 1899 «να μπει κανείς ή να μη μπει στην κυβέρνηση». Ενα κόμμα που διχάστηκε ανάμεσα στον δογματισμό και στην αρχή της πραγματικότητας. Eνα κόμμα που ενώ πάντα φοβόταν την εξουσία δεν δίσταζε να συμμαχεί με τα προοδευτικά στοιχεία της αστικής τάξης και τα μεσαία στρώματα. Επρεπε να έρθει ο Μιτεράν για να συμφιλιώσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα και την Αριστερά γενικότερα με την άσκηση εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο πως αυτό έγινε από έναν πολιτικό που ανήλθε στην κομματική εξουσία (Επινέ 1971) με ένα πύρινο κείμενο κατά του χρήματος και συνέχισε, μετά την άνοδό του στην κυβερνητική εξουσία, με το εγκώμιο της αξίας του κέρδους. Ο Ζιλιάρ όμως κάνει ένα λάθος. Το γαλλικό παράδοξο δεν είναι μόνο γαλλικό. Αρκεί να έριχνε μια ματιά και στην ελληνική πολιτική ιστορία.
Διαβάστε επίσης: Το ορατό χέρι του έξυπνου κράτους. Του Γιώργου Σιακαντάρη