Ο κ Θεοδωράκης τάχθηκε υπέρ της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή και της διεξαγωγής εκλογών το Νοέμβριο του 2015. Στην ίδια λογική κινούνται ανεξάρτητοι βουλευτές, βουλευτές κομμάτων, ορισμένοι βουλευτές και στελέχη της ΔΗΜΑΡ, προτάσσοντας ως επιχείρημα την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας και ολοκλήρωσης της Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Σε αυτές τις προτάσεις «ξεχνιέται» το πραγματικό διακύβευμα της περιόδου που διανύουμε. Αυτό δεν είναι άλλο από το ποιος και πώς θα διαπραγματευτεί με τους δανειστές για την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, τις μεταρρυθμίσεις που θα δεσμευτούμε ότι θα υλοποιήσουμε τα επόμενα δύο χρόνια και τις ρυθμίσεις για τη μείωση του χρέους.
Οι προτείνοντες τις συναινετικές διαδικασίες με αυτό το περιεχόμενο στην ουσία αποδέχονται ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι αυτή που θα οριστικοποιήσει τη συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές. Αντικειμενικά διευκολύνουν την ταύτιση της έννοιας της σταθερότητας με την διατήρηση της σημερινής κυβέρνησης και δεν αντιπαρατίθενται στο πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης που συνδέει ευθέως τη διαπραγμάτευση με την εξασφάλιση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και την παράταση της θητείας της.
Η αλήθεια όμως είναι ότι στα σημερινά αδιέξοδα οδηγηθήκαμε όχι μόνο εξαιτίας των απαιτήσεων των δανειστών αλλά και εξαιτίας των πολιτικών της κυβέρνησης. Αυτή η κυβέρνηση εγκατέλειψε το στόχο της επαναδιαπραγμάτευσης, καλλιέργησε τεχνητή αισιοδοξία, δεν προώθησε μεταρρυθμίσεις που θα επέφεραν το δίκαιο επιμερισμό των βαρών, υποτίμησε το ρόλο της μείωσης του δημοσίου χρέους στην έξοδο από την κρίση και επαγγέλθηκε το τέλος του μνημονίου μέσω της εξόδου στις αγορές χωρίς τη στήριξη των εταίρων και χωρίς μια νέα συμφωνία μαζί τους.
Η όποια συναινετική διαδικασία πρέπει να έχει ως πολιτικό περιεχόμενο μια διαφορετική πολιτική από εδώ και μπρος. Η χώρα χρειάζεται την προώθηση ενός σχεδίου επαναδιαπραγμάτευσης που θα αποκλείει τη λήψη νέων επαχθών μέτρων, θα διευθετεί ουσιαστικά το ζήτημα του χρέους με σημαντική ελάφρυνσή του και θα συνδέει την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία. Μια τέτοια διαφορετική πολιτική έχει φανεί ότι δεν μπορεί να γίνει από τη σημερινή κυβέρνηση.
Σε αυτό το περιβάλλον όποιος θέλει να προωθήσει τη συναινετική διαχείριση των κρίσιμων για τη χώρα θεμάτων δεν μπορεί να υποστηρίζει την ανάθεση αυτής της διαχείρισης στον ένα πόλο της πολιτικής ζωής, δηλαδή στην υπάρχουσα κυβέρνηση. Εθνική συναίνεση δε σημαίνει παράταση της θητείας αυτής της κυβέρνησης. Αντίθετα προϋποθέτει την ισότιμη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και άλλων μικρότερων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, , ώστε να εκφραστεί η ευρύτατη συμπαράταξη και να δοθεί δυναμική στη διαπραγμάτευση.
Αν οι προτείνοντες ήθελαν να λειτουργήσουν συναινετικά, μεταξύ των δύο πόλων και όχι να διευκολύνουν το πολιτικό σχέδιο του ενός εκ των δύο, τότε θα έπρεπε να επιζητούν την επίτευξη μιας εθνικής συμφωνίας που να συμπεριελάμβανε οπωσδήποτε τρία στοιχεία :
α) Κυβέρνηση ειδικού σκοπού από την παρούσα βουλή συγκροτούμενη από όλες τις δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου (δηλαδή με τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ) και πρωθυπουργό κοινής αποδοχής. Η κυβέρνηση αυτή θα είχε ως αντικείμενο την προκαταρτική συμφωνία με τους εταίρους και θα την ολοκλήρωνε έως τέλος Απριλίου (διότι τον Ιούνιο λήγει υψηλό ποσό ομολόγων που για την πληρωμή τους πρέπει να υπάρχει αποδέσμευση των υπολοίπων δόσεων ή κάποια συμφωνία ). Επίσης στο ίδιο διάστημα θα ολοκλήρωνε την πρώτη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης.
β) Συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ώστε να επιτραπεί η απρόσκοπτη συνέχιση των διαπραγματεύσεων το Μάρτιο και τον Απρίλιο .
γ) Δεσμευτική ημερομηνία εκλογών το Μάιο του 2015 ώστε να εκφραστεί η λαϊκή βούληση για το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Στις εθνικές εκλογές κάθε πολιτική δύναμη θα είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί του αποτελέσματος της διαπραγμάτευσης και να παρουσιάσει τις θέσεις της για τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο θα υλοποιηθούν πολιτικά οι στόχοι που θα έχουν συμφωνηθεί. Ο ελληνικός λαός με πλήρη γνώση των δεδομένων και των πολιτικών προτάσεων θα επέλεγε την πορεία που επιθυμεί να ακολουθήσει η χώρα.
Μια τέτοια πρόταση θα συναντούσε βεβαίως την κατηγορία της Ν.Δ ότι πρόκειται για εκτροπή, αφού η ίδια θεωρεί αυτονόητη την ταύτιση του εθνικού συμφέροντος με την παραμονή της στην κυβέρνηση. Θα συναντούσε επίσης την αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος θεωρεί ότι μόνο με την ανάδειξη του στην κυβερνητική εξουσία και την εφαρμογή του δικού του προγράμματος μπορεί να προωθηθεί το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας. Θα ήταν όμως μια πρόταση που θα είχε πολιτική βάση (αφού ως δύναμη θέτεις σε προτεραιότητα τη συναινετική λογική) και θα έθετε προ των ευθυνών τους τα δύο πρώτα κόμματα.
Ο κ. Θεοδωράκης άλλα και οι δραστηριοποιούμενοι βουλευτές δεν κάνουν αυτό. Θεωρούν αναμφισβήτητη την διατήρηση της σημερινής κυβέρνησης και αφήνουν το θέμα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές σε μια κυβέρνηση που εκφράζει λιγότερο από το 30% του πληθυσμού; Έτσι όμως δεν αλλάζεις τα πράγματα, απλώς παρακολουθείς την εξέλιξη της ίδιας πολιτικής.
Βεβαίως για τον κ. Θεοδωράκη η πρόταση του είναι αναμενόμενη αφού είναι λογική συνέχεια της θέσης του ότι δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά διαπραγμάτευση με τους εταίρους εάν πρώτα δεν γίνουμε ισχυρή χώρα κάνοντας τις δικές μας μεταρρυθμίσεις. Θέση που αντιπαραθέτει τον ένα αναγκαίο όρο (εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης) με τον άλλο επίσης αναγκαίο όρο (επαναδιαπραγμάτευση για καλύτερους όρους), ενώ είναι προφανές ότι μόνο η αλληλεπίδραση τους μπορεί να καταστήσει δυνατή την έξοδο από την κρίση.
Αλήθεια τι νόημα έχει να αυτοπροσδιορίζεται κάποιο κόμμα ως τρίτος πόλος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ, όπως επιθυμεί το ΠΟΤΑΜΙ, αλλά την ίδια στιγμή στα βασικά ζητήματα να συμφωνεί με την κυβέρνηση;
Τι νόημα έχει βουλευτές που αυτοτοποθετούνται στον προοδευτικό χώρο να αποφεύγουν την αντιπαράθεση με τη Ν.Δ.; Ποια αξιοπιστία έχουν όταν θέτουν σε δεύτερη μοίρα τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και το κοινωνικό κόστος των μέτρων που προωθούνται και σκέπτονται με βασικό κριτήριο το πως θα κερδίσουν πολιτικό χρόνο για να διασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση;
Οι αναγκαίες συναινέσεις πρέπει να υπηρετούν το συμφέρον της χώρας και όχι τη συνέχιση των ίδιων αδιέξοδων πολιτικών με παράταση της θητείας της σημερινής κυβέρνησης.
Η λύση για τη χώρα είναι η μετατόπιση του άξονα της πολιτικής από τη συντηρητική στην προοδευτική κατεύθυνση και αυτό δεν μπορεί να γίνει με την παρούσα κυβέρνηση. Οι δυνάμεις που έχουν διαφορές με το ΣΥΡΙΖΑ αλλά επιδιώκουν την προοδευτική διακυβέρνηση δεν μπορεί παρά να εργάζονται ώστε αυτή να προέλθει μέσα από τις ευρείες συμπαρατάξεις στη βάση ενός διαφορετικού, ρεαλιστικού και προοδευτικού προγράμματος που θα διασφαλίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με δημοκρατία και κοινωνική συνοχή. Δεν διευκολύνεις αυτό το στόχο και δεν αυξάνεις την επιρροής σου στο προοδευτικό μπλοκ όταν συναινείς στη διατήρηση της σημερινής κυβέρνησης.