Η ποίηση του Καββαδία είναι γεμάτη συμβολισμούς και αλληγορίες, όπως εξάλλου- όλων των ποιητών. Ο Καββαδίας αναφέρεται συχνά σε πράγματα εν πολλοίς άγνωστα και δυσνόητα. Δεν είναι παράξενο που πολλές φορές είσαι μεταξύ του «καταλαμβαίνω» και «νομίζω πως καταλαμβαίνω», αλλά αυτό δεν σε εμποδίζει να απολαύσεις το στίχο.

Άγνωστες εξωτικές τοποθεσίες, άγρια ταξίδια, τρικυμίες, η φευγαλέα γυναικεία μορφή του άπιαστου ονείρου της εστίας, που στοιχειώνει τον ναυτικό, ο οποίος δεν στεριώνει ποτέ.

Και φυσικά το καράβι. Αυτό είναι το κέντρο του Καββαδιακού κόσμου. Η ευλογία και η κατάρα. Τα πάντα συμβαίνουν στο καράβι. Το ταξίδι, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, τα πάθη, η μοναξιά η ελπίδα και φυσικά ο θάνατος. Ο ναυτικός δεν φτάνει ποτέ στη στεριά ακόμη και αν νομίζει ότι έφτασε. Υπάρχει μόνο το καράβι και η λαμαρίνα. Το βαπόρι τραβάει μια αέναη πορεία μέσα στην Καββαδιακή ομίχλη που όμως ισοδυναμεί με μία αρρωστημένη στασιμότητα, καταλήγοντας τελικά με μια αίσθηση παραλόγου και ματαιότητας.

Με συγκινούν ολα τα ποιήματα του Καββαδία, περισσότερο όμως το Πούσι. Η ομίχλη, το πούσι, είναι πανταχού παρούσα στην ποίηση του Καββαδία. Καταπίνει τα πάντα, από ανθρώπους μέχρι καράβια που πλέουν ουσιαστικά ακυβέρνητα.

Στο Πούσι κορυφώνεται ο σουρεαλισμός που τόσο αγαπά ο Καββαδίας. Στη τιμονιέρα εμφανίζεται η αγαπημένη γυναικεία οπτασία. Η αγαπημένη γυναίκα φορά ολόλευκα ρούχα, χρώμα που παραπέμπει σε κάτι το απόκοσμο. Μιλάει μαζί της, και την προτρέπει να φύγει “Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη”. Της λέει, μάλιστα, πως ενώ εκείνη ήρθε για να τον δει, τελικά δεν τον είδε ποτέ, αφού εκείνος έχει ήδη πνιγεί από τα μεσάνυχτα, χίλια μίλια μακριά από τις Εβρίδες. Μια δήλωση, που προσδίδει εξωπραγματική αίσθηση στο ποίημα, αφού φανερώνεται πως η όλη συνομιλία γίνεται ενώ ο ίδιος έχει ήδη πνιγεί.
Ενα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας.

Ποιητική συλλογή Πούσι (1947)

‘Επεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δείς.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλιά σου.
Κάτω στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπιλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.

Σχόλια