Ακόμα και αρκετά από τα ζώα δείχνουνε πως στο χαρακτήρα τους έχουνε κάτι το ξεχωριστό, πόσο εμείς οι άνθρωποι με την τραγική μας αντιφατικότητα και τη διαφορετικότητά μας, δομές οι οποίες βρίσκονται πίσω από τις αντιδραστικές μας τάσεις που, συχνότατα, καθορίζουν τις σχέσεις μας και τις ισορροπίες, ξεπερνώντας οικονομοκεντρικές λογικές κι αιτίες, ανατρέποντας ακόμα και τις πλέον λογικές ροές.

Ο άνθρωπος είναι το υποκείμενο της ιστορίας (Μαρξ) – αλλά και το αντικείμενο, είτε ως νικητής, είτε ως θύμα. Ο συνδυασμός της υπάρξεως: ντροπής, περηφάνιας, αλλά και φόβου, αποτρέπει τον άνθρωπο από την αυτόματη αντίδραση που εκφράζεται από το δίπολο: πείνα – αρπαγή ή τις δίκαιες διεκδικήσεις – εκεί, αρχίζει η λειτουργία ενός συστήματος αναθέσεων και ανάγκης εντάξεων των ανθρώπων σε αγέλες. Και βέβαια, η λύση είναι πέρα από τις λύσεις, γιατί, οι λύσεις κατατίθενται καθημερινά απ’ τους φορείς τους και αξιολογούνται αναλόγως· όμως, το πώς οι κοινωνίες ακολουθούν κάποιες από αυτές (συχνότατα τις λανθασμένες) είν’ η ουσία του προβλήματος.

Η συντηριτικοποιηση των κοινωνιών ευνοεί, όχι τον κλασσικό μυστικισμό αλλά τον λαμβανόμενο με τρόπο θρησκευτικό (δηλαδή την τάση προς την απομόνωση ή τις επικλήσεις προς το θείο και στην τοποθέτηση μέσα σε κάποια ηθική που έρχεται από κάπου πιο ψηλά από το ευρέως αντιληπτό). Όταν αυτή η διαδικασία γίνεται ρίζωμα, ως ιδεολογία μαζική σε κοινωνικές μερίδες, εκφράζοντάς τες μαζικά, μαζικά εκφράζοντας κοινά (υποτίθεται) συμφέροντα, έχουμε να κάνουμε με μαζικές ψυχολογίες και ορμές.

Βεβαίως ο υποκειμενικός παράγων άνθρωπος δεν παύει να υπάρχει. Εάν παράγει κριτική, κάτι μπορεί να γίνει – αν όχι, το φασιστικό χάος ανοίγεται ως δύσβατη μεγάλη πεδιάδα και, αυτοσυντήρηση, αυτοεπιβεβαίωση, αυτοεξαιρέσεις (συμφεροντολογικού τύπου) ή απαιτήσεις για εξαίρεση ανθρώπων ικανών από ομάδες, βρίσκονται παντού – κι ακολουθούν κοινωνικές αποτυχίες κινημάτων.

Δηλαδή, εκεί που καταπιεσμένοι άνθρωποι φαίνεται να αναζητούνε κάποιες υπερβάσεις – υπαναχωρούν, γυρίζοντας σε θέσεις άμυνας, αυτοπροδομένοι, στην πραγματικότητα, απ’ τις ατομικότητές τους.

Η ταύτιση: οικονομικής – κοινωνικής ζωής (και συνειδήσεως), κάνει, όταν συμβαίνει, τα αποτελέσματα να παρεκκλίνουν, εκχυδαΐζοντας και απλουστεύοντας την καθημερινότητα και την πολιτική ζωή, ευτελίζοντας την ιδεολογία, κάνοντας την εμπόριο – εντέλει, όμως, υπάρχουν και τα υποκείμενα, ηλίθιοι! – Όταν τα υποκείμενα χαρίζονται στους φίρερ ή στους δεσποτάδες, τότε την ιστορία την κινεί η ηλιθιότητα ή η μεταφυσική (ούτε το πνεύμα, ούτε η ψυχή, ούτε και η οικονομία).

Η αγοραία μορφή που έλαβαν οι μετα – επαναστατικές κοινωνίες έφερε ξανά το μισθολόγιο σε πρώτο πλάνο. Από το μισθολόγιο και την σίγουρη υπαγωγή σ’ αυτό ξεκίνησαν ουκ ολίγοι φασισμοί και γραφειοκρατίες, και δια του μισθολογίου συντηρήθηκαν αυτές οι δομές για πάρα πολύ καιρό – η έξοδος από το μισθολόγιο δεν ήταν κάποιου είδους απειλή μονάχα, μα ήταν και δεξαμενή επόμενων στρατιωτών (όχι μονάχα κλασσικών στρατιωτών μα και στρατιωτών της εργασίας και της βίας).

Κι όταν ο έχων τον έλεγχο του μισθολογίου είναι αυτό που λεν Δημόσιο (αυτός που εξουσιάζει δηλαδή το Δημόσιου και που μπορεί σ’ αυτό να διορίζει όσους και όποιους θέλει) , τότε τελειώνουν όλα εκεί – κι εκεί γίνεται η συνάντηση του προλεταριάτου με τον μικροαστισμό, και τελικά η αλλοτρίωσή του (του προλεταριάτου).

Από τη μια η σώρευση της παραγωγής στα χέρια μιας ολιγαρχίας (μπορεί να είναι και κρατικοδίαιτη) και από την άλλη, κατά την κοινωνικοποίηση, η απαλλοτρίωση αυτής από τους γραφειοκράτες, οδηγούν σε όμοιες αφετηρίες – η ύπαρξη κινήτρων για εξέλιξη (ιδιοτέλεια) κρατιέται μακριά και μόνη όρθια μένει η θέληση του εξαθλιωμένου (και του πονηρού) να επιπλεύσει και να εξελιχθεί ατομικά (όχι κοινωνικά)· κι όταν αυτός γίνεται φασίστας, τόσο ατομικά, που δεν επιθυμεί καν να υπάρχουν κοινωνικές έλξεις, όπως θα επιθυμούσε ίσως ένας περήφανος μεγαλοαστός. Όταν δε, η βιασύνη μεγαλώνει, ενισχύεται ιδεολογικά ο ρόλος του “εδώ και τώρα” που συντελεί στην επιτάχυνση της ανόδου του φασισμού την πιο χυδαία του μορφή, διότι, η ταχύτητα ευνοεί τον άκαρδο καθαρό ατομισμό και τελικά την εν γένει φασιστοποίηση των συνόλων.

Τότε αρχίζουν να γράφονται τα διάφορα “πιστεύω” και να διαδίδονται με βάση τις πραγματικότητες (ξεχωριστά) κάθε κοινωνικής ομάδας συμφερόντων, ανάγοντας την αγοραία πια ιδεολογία σε υπέρ – εξουσία· με τα άτομα να αλλάζουν πια ρόλο (σχεδόν εκμηδενιζόμενα) , όντας πια πιόνια: Τότε μιλάμε για συνδυασμό φασισμού – ολοκληρωτισμού (ο ολοκληρωτισμός είναι στην πραγματικότητα τρόπος εξουσιασμού) – της πιο μοντέρνας, δηλαδή, εκφράσεως της απολυταρχίας.

Σχόλια