Οι απειλές που εκστομίζουν δεξιά και αριστερά οι Χρυσαυγίτες βουλευτές για επικείμενες αποκαλύψεις σχετικά με καταγεγραμμένες «συνομιλίες» τους με βουλευτές ή άλλους πολιτικούς παράγοντες, με σκοπό να εκθέσουν το πολιτικό σύστημα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά κραυγές κάποιων φοβισμένων «σκιάχτρων».

Και εξηγούμαι. Η υπόθεση του κ. Μπαλτάκου δεν ανέκυψε επειδή ο τέως Γ.Γ. της Κυβέρνησης συνιστούσε απλά ένα «παλαιό πρόβλημα», το οποίο αναδείχθηκε ξαφνικά στην επικαιρότητα. Ο τέως Γ.Γ. υπήρξε στο παρελθόν συχνά ο θεσμικός «συνομιλητής» από πλευράς ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή και τους βουλευτές της. Οι παρεμβάσεις στο νομοθετικό έργο σε συγκεκριμένα θέματα ( αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ιθαγένεια, Μεταναστευτικός Κώδικας) είχαν εκείνο το πολιτικό περιεχόμενο που κατεδείκνυε την οικειοποίηση της ατζέντας της Χρυσής Αυγής και διευκόλυνε τη «συνομιλία». Η οικειότητα της «σχέσης» καταγράφηκε με ενάργεια στο video (sic) και πρόσφερε έδαφος στον εκβιασμό υπόδικων χρυσαυγιτών Βουλευτών. Το απολύτως πολιτικά καταδικαστέο είναι ότι αυτές οι συνομιλίες γίνονταν ακόμη και όταν είχαν ασκηθεί οι ποινικές διώξεις για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Αυτό παράλληλα συνιστά τη διαχωριστική γραμμή κάθε σχετικής συζήτησης περί πολιτικού ατοπήματος.

Δεν είναι δύσκολο είναι να καταλάβουμε όλοι ότι οι σχέσεις ορισμένων πολιτικών κύκλων με τη Χρυσή Αυγή δεν είναι ζήτημα πολιτικής διαχείρισης, αλλά ομόθυμης καταδίκης. Για να πέσει στο κενό οποιοσδήποτε εκβιασμός θα πρέπει το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα να έχει αποφασίσει ότι δεν υπάρχει χώρος για σχέσεις, συνομιλίες ή συγκλίσεις με το νεοναζιστικό συνονθύλευμα. Επομένως, οι απειλές των υπόδικων Βουλευτών της Χρυσής Αυγής δεν θα έχουν αντικείμενο αν το πολιτικό σύστημα είναι αποφασισμένο να αναλάβει την ευθύνη της κάθαρσης των ακροδεξιών θυλάκων όπου και αν υπάρχουν.

Το διακύβευμα είναι μείζον. Αυτό που προέχει σήμερα είναι η θωράκιση της λειτουργίας της Δημοκρατίας και η προάσπιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Θα πρέπει να αντιπαλέψουμε τους εκβιασμούς των χρυσαυγιτών, αποδοκιμάζοντας – και πρώτα η Κυβέρνηση- ανοιχτά, ξεκάθαρα και κατηγορηματικά την πολιτική στάση και τις θέσεις των πρόθυμων «συνομιλητών» τους. Η διατήρηση στον πολιτικό διάλογο των υπόδικων βουλευτών του νεοναζιστικού συνονθυλεύματος, πέρα από πρόκληση, είναι εγκληματικό λάθος που τροφοδοτεί τον εκβιασμό. Όσο η ώρα της Δικαιοσύνης πλησιάζει, ορισμένοι «λαθρεπιβάτες» του κοινοβουλευτισμού θα φοβούνται περισσότερο και θα προσπαθούν να επηρεάσουν το πολιτικό κλίμα της προεκλογικής περιόδου, μεταβαλλόμενοι από δράστες σε θύματα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται κοινή στάση απόρριψης και καταδίκης του εκβιασμού από το σύνολο των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Χωρίς αμφιθυμίες και χωρίς προσφυγή σε θολές θεωρίες περί των δύο άκρων. Η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από συγκαλύψεις ούτε από υπόρρητους συμψηφισμούς. Το θλιβερό αυτό επεισόδιο ίσως είναι μία μοναδική ευκαιρία ανάληψης πολιτικής ευθύνης και επανασύνδεσης της πολιτικής με τους πολίτες.

* Ο Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην Υφυπουργός και υποψήφιος Ευρωβουλευτής με τη ΔΗΜΑΡ-Προοδευτική Συνεργασία

Σχόλια