Οι παραδόσεις αφορούν ανθρώπινα σύνολα με ομοιογενή χαρακτηριστικά. Οι παραδόσεις αναφέρονται σε ρίζες, σε αρχές• ως εκ τούτου, εκ των προτέρων δικαιώνει κάποιους ερχόμενους από το παρελθόν και πιο συγκεκριμένα κάποιους που ηγηθήκαν, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα δημοτικά τραγούδια μας που έχουν θέμα – τίτλο ορισμένους από τους αγωνιστές της επανάστασης του 1821 – βλέπε: “Του Ανδρούτσου η μάνα”, “Των Κολοκοτρωναίων” κτλ.
Η παράδοση είναι δομή γεν- αρχική και, όσο κι αν εξελίσσεται, επιστρέφει στους ιδρυτές, στους αρχηγούς, στους πρώτους. Επιστρέφει στους ίδιους και στις ιδέες τους και αφορά και τις τέχνες, και την πολιτική και την φιλοσοφία. Έτσι έχουμε και μαρξιστική παράδοση, έχουμε και καντιανή παράδοση, έχουμε και πλατωνική παράδοση κοκ. Αξιακά οι ρίζες – οι αρχές βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, όμως, το καβαφικό ταξίδι, με την εμφάνισή του στο ποίημα “Ιθάκη” έθεσε άλλα δεδομένα: ο χρόνος έγινε τιμητής, η αμφισβήτηση και η αλλαγή (Μαρξ: ενδέκατη θέση για τον Φόυερμπαχ) γίνανε διαρκή ζητούμενα (Τρότσκι) όπως επίσης και η ποιότητα (Νίτσε – υπεράνθρωπος).
Δυστυχώς, μόδα δεν έγιναν οι τοποθετήσεις στα αρμόδια βάθρα της παραδόσεως, της αμφισβητήσεως, των αλλαγών, αλλά, έγινε μόδα ο μηδενισμός, ένας υποτιθέμενος ριζοσπαστισμός που, ναι μεν (κυρίως κατά την δεκαετία του 1960 – και κατά το τέλος της δεκαετίας του 1910 με τα κινήματα του φουτουρισμού και του νταντά) αυτές οι μόδες έδωσαν κάποια αποτελέσματα, τα έδωσαν όμως δίχως βάσεις. Βιάστηκε (πνευματικά) η ανθρωπότητα να προχωρήσει. Έψαξε να βρει τον υπεράνθρωπο, μη έχοντας όμως βρει τον άνθρωπο (Ρένος Αποστολίδης). Αυτή η βιασύνη μας έκανε να υπερεκτιμήσουμε, να δημιουργήσουμε Υπέρ- εγώ• ύστερα εμφανίστηκαν οι ολοκληρωτικές δομές για να μας προσγειώσουν.
Αποτυγχάνοντας η ανθρωπότητα (πολιτισμικά) να προοδεύσει μίσησε την πολιτισμό (ποιητές – λαπάδες κτλ)- και, λαϊκίζοντας, στράφηκε στην παράδοση, την οποία προηγουμένως είχε (στη φάση του μηδενισμού) απορρίψει (Γεια σου Γιώργο Παπαδόπουλε με τα τσάμικά σου), ευτελίζοντάς την. Δηλαδή, αποτυγχάνοντας η ανθρωπότητα (πολιτισμικά) να προοδεύσει, εκτός από το μίσος που ανάπτυξε προς την εξέλιξη, παρεξήγησε και την παράδοση: δύο κακά σε συσκευασία του ενός, δύο κακά τα οποία πήρε η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και (με τις άριστα δομημένες καπιταλιστικές της αρχές) ξεκίνησε να διαλύει έθνη, να δημιουργεί καινούρια, ν’ ανασυνθέτει μα και να αναπαλαιώνει. Και κύριο στόχος της, φυσικά: ο τζίρος – δηλαδή ο γύρος του κεφαλαίου και η δημιουργία κερδών και υπέρ- κερδών στα κεφαλαιοκρατικά θησαυροφυλάκια.
Από το να ψάχνουμε για τον υπέρ- άνθρωπο φτάσαμε τελικά στα υπέρ- κέρδη των κεφαλαιοκρατών. Δηλαδή, αποτύχαμε ως παγκόσμιο κοινωνικό σύνολο και πέτυχαν τα “θέλω” τους κάποιοι λίγοι. Επέκεινα κερδισμένοι και οι τζιχαδιστές κι όλοι οι όμοιοί τους.
Κι όμως, υπάρχει χρόνος. Πάντοτε θα υπάρχει χρόνος εάν συνδυάζεται η ύπαρξη αυτού, με ύπαρξη θελήσεως για αλλαγή και για ανάταση – φευ, αυτό είναι θέμα πρωτίστως προσωπικό• και είμαστε (διάολε) τόσοι πολλοί, όμως για μας αποφασίζουν τόσο λίγοι.