Αρχικά, για να μιλήσουμε για το διαγενεακό ζήτημα, θα πρέπει να το ορίσουμε, ύστερα να το περιγράψουμε και να το εντοπίσουμε. Το διαγενεακό ζήτημα, κατ’ εμέ, συνοψίζεται στην άνιση μεταχείριση μιας γενιάς έναντι μιας άλλης από τη συντεταγμένη Πολιτεία, κατά κανόνα υπέρ της μεγαλύτερης.
Όπως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο ως ταξικό ή ως συντεχνιακό, έτσι θα μπορούσαμε να αναλύσουμε και το διαγενεακό. Με την ειδοποιό διαφορά ότι πρόκειται για πιο κυνικό φαινόμενο, αφού ουσιαστικά η μια γενιά ζει εις βάρος της άλλης, ή ακόμα χειρότερα: οι «γονείς» ζουν εις βάρος των «παιδιών» τους. Αλληγορικά, ίσως μας θυμίζει το μύθο του Κρόνου που τρώει τα παιδιά του.
Για να τα πάρουμε από την αρχή. Υπάρχει διαγενεακό ζήτημα στην Ελλάδα της κρίσης; Σίγουρα ναι! Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κάποιος τα ευρήματα της έρευνας και του βιβλίου του κ. Γιαννίτση «Ποιοι υπέφεραν περισσότερο στην κρίση»; Σύμφωνα με την έρευνα, στα χρόνια των μνημονίων το εισόδημα από εργασία και κεφάλαιο μειώθηκε μέσω της αυξημένης φορολογίας για να καλύψει το αυξημένο κόστος των συντάξεων. Δηλαδή, ουσιαστικά μιλάμε για ανακατανομή εισοδήματος ή τουλάχιστον για επιλεκτική προστασία.
Πιο αναλυτικά, αν και οι συντάξεις ως εισόδημα ανά νοικοκυριό σημείωσαν μέση μείωση 5.8%, ως συνολικό μέγεθος (εισόδημα) στην οικονομία, αυξήθηκαν κατά 12.8%. Έτσι, λοιπόν, όπως ο νέος γυρνάει σήμερα σπίτι του αναζητώντας προστασία έτσι και οι πιο ηλικιωμένοι κατέφυγαν στην προστασία του κράτους μέσω της σύνταξης. Την ίδια στιγμή, άλλαξε δραστικά το ηλικιακό προφίλ των φτωχών, αφού στους νέους ηλικίας μεταξύ 18-25 η φτώχεια αγγίζει το 21.5%. Συνεπώς, καταλήγουμε στην επαλήθευση της αρχικής εκτίμησης.
Αφού είδαμε με στοιχεία πώς καταγράφεται σήμερα το διαγενεακό, μπορούμε να αναζητήσουμε το πώς και γιατί προέκυψε.
Το συγκεκριμένο ζήτημα ίσως άργησε να αναδειχθεί για τον εξής λόγο: Ιστορικά, εντοπίζουμε διαγενεακές συγκρούσεις στο πεδίο των ιδεών και στο όνομα μιας άλλης κοσμοθεωρίας, όπως ήταν ο Μάης του 68’ ή στην Ελλάδα η νεολαία του 71’ με τη διάδοση των δημοκρατικών ιδεών. Πότε, ωστόσο, οι διαμάχες αυτές δεν τέθηκαν στο πεδίο της επιβίωσης! Πρώτη φορά τίθεται τόσο κυνικά το διαγενεακό ζήτημα, λόγω της πρωτοφανούς κρίσης, αφού η επόμενη γενιά καλείται να μη ζήσει «καλύτερα» από την προηγούμενη.
Γιατί βρισκόμαστε όμως αντιμέτωποι με ένα τεραστίων διαστάσεων ζήτημα όπως το διαγενεακό στη χώρα μας; Μήπως επειδή οι σημερινοί «γονείς» είναι άσπλαχνοι και ζουν στην πλάτη των παιδιών τους; Ή μήπως η νέα γενιά τα έβρισκε όλα στρωμένα και πλέον οι σημερινοί νέοι έχουν γίνει μαλθακοί;
Διαχρονικά, η ελληνική οικογένεια λειτούργησε σαν ένας θεσμός προστασίας των πιο αδύναμων μελών της. Παλιότερα, ο ένας γονιός μετανάστευε και ενίσχυε από το εξωτερικό την οικογένειά του, ενώ στις πιο κοντινές εποχές οι γονείς άρχισαν να εντάσσονται στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας ή στις παροχές υπηρεσιών και εξασφάλιζαν πιο εύκολα τα προς το ζην. Με τη μεγέθυνση όμως της οικονομίας τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, η οικογένεια άρχισε να αποταμιεύει και να διαχειρίζεται τα οικονομικά του νοικοκυριού με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργήσει τις συνθήκες (ένα «μαξιλαράκι») στα νεότερα μέλη της με σκοπό αυτά να ζήσουν «πιο εύκολα». Κάτι που δυστυχώς, κυρίως λόγω του πελατειασμού, μεταφράστηκε σε διατήρηση ή αύξηση της ποιότητας ζωής με ταυτόχρονη μείωση της παραγωγικότητας ή με απλά λόγια οι συνθήκες αυτές στερούσαν το κίνητρο από τους νέους να γίνουν δημιουργικοί και παραγωγικοί πολίτες. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το φαινόμενο της οικοδομής/πολυκατοικίας για την κόρη ή το ρουσφέτι στο δημόσιο για τον γιο.
Από αυτή την ηγεμονεύουσα αντίληψη δε θα μπορούσε να απουσιάζει η παιδεία και η εκπαίδευση, όπου η κάθε επιτυχία του παιδιού συνεπάγονταν μια κίβδηλη κοινωνική άνοδο. Έτσι, λοιπόν, τα χειρονακτικά και τεχνικά επαγγέλματα τα αφήσαμε να τα αναλάβουν οι μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας και όλα τα δικά μας παιδιά θα γίνονταν λαμπροί επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί). Είναι φανερό, συνεπώς, ότι επί χρόνια καλλιεργούνταν μια αντίληψη ατομικιστικού οφέλους που επειδή την υιοθετούσε η πλειοψηφία, νομίζαμε ότι είναι συλλογικό συμφέρον.
Το ερώτημα που αυτομάτως τίθεται είναι: Πώς θα μπορούσε να δράσει η νέα γενιά για να αντιστρέψει την παραπάνω βασιλεύουσα νοοτροπία;
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τα μεγάλα και κεντρικά πρέπει να ειπωθεί σε κάθε τόνο και προς πάσα κατεύθυνση το εξής: Η πρώτη και μεγαλύτερη φλύκταινα της Ελλάδας σήμερα, είναι το ασφαλιστικό.
Δεν είναι δυνατόν οι ελεύθεροι επαγγελματίες να πληρώνουν το 1/3 του εισοδήματος σε εισφορές.
Δεν είναι δυνατόν να έχουμε συντάξεις μεγαλύτερες από μισθούς. Και όσοι παλαιοημερολογίτες λένε «αφού τα πληρώσαμε» να ψάξουν να βρουν τα εκατοντάδες δις που δόθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες για να στηριχτούν τα ταμεία.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμα συνταξιούχοι ετών 55 και εφημερίδες ή εκπομπές να διαφημίζουν τα παραθυράκια των νόμων για ξεγελάσεις το σύστημα (με αμφίδρομη ευθύνη).
Σήμερα, αναλογούν 1.4 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο, ενώ ακόμα κι αν όλοι οι σημερινοί άνεργοι βρουν δουλειά, θα έχουμε 1.8 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο.
Επίσης, δε γίνεται να παραλειφθεί το γεγονός ότι τα ελλείμματα και οι δαπάνες για το ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν το 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου 2006-2009, διακυβέρνησης ΝΔ.
Τα αδιάσειστα αυτά στοιχεία, κάποιοι παλαιοημερολογίτες και λαϊκιστές –που διατάσσονται οριζόντια στο πολιτικό φάσμα- αρνούνται να τα δουν.
Χρειάζεται, λοιπόν, ένα ασφαλιστικό για τις Νέες Γενιές, το οποίο θα είναι ρηξικέλευθο και λυσιτελές. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δε μπορεί να υπαγορευτεί από τους έξω (Τρόικα) αντιθέτως θα μπορούσε να επανεξετασθεί το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Ούτε όμως αυτό αποτελεί πανάκεια, διότι αν συνεχίσει η ανεργία να κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα, θα έχουμε νέους που θα κινδυνεύουν να πάρουν σύνταξη. Στο σημείο αυτό μια σοβαρή κυβέρνηση οφείλει να βάλει τέλος στην υποκρισία του brain drain και να δει τη γενεσιουργό αιτία, τον στρεβλό προσανατολισμό της εκπαίδευσης. Κάτι που αποτελεί και τη δεύτερη φλύκταινα που πρέπει να αντιμετωπίσει η νέα γενιά.
Επί χρόνια στη χώρα μας δεν υπάρχει στοιχειώδης σχεδιασμός για το τι εργαζόμενους θέλουμε να βγάζουμε από τα ΑΕΙ/ΤΕΙ. Συνεχώς δημιουργούσαμε υπερπληθώρα σχολών ΑΕΙ/ΤΕΙ -άνευ εγχώριου αντικειμένου- και ύστερα ψάχναμε να βρούμε δικαιώματα (πχ πολυτεχνικές σχολές όπως Περιβάλλοντος). Αυτό σε συνδυασμό με τη νοοτροπία ότι μια οικογένεια ανεβαίνει κοινωνικά αν βγάλει κάποιο γιατρό ή δικηγόρο, οδηγεί στο φαινόμενο του brain drain και της τέλειας υποκρισίας. Διότι σαφώς και η κρίση συνετέλεσε στην αύξηση της ανεργίας των νέων, αλλά αποτελεί αδικαιολόγητο φαινόμενο η συνέχιση τέτοιων συμπεριφορών μέσα στην κρίση. Έχουμε με άλλα λόγια ένα συνδυασμό έλλειψης σχεδιασμού από μέρους της Πολιτείας και μιας μπουρζουά αντίληψης από τις μεγαλύτερες γενιές.
Πρέπει, συνεπώς, να πούμε ανοιχτά ότι δε γίνεται η χώρα να παράγει τόσους επιστήμονες και να εν συνεχεία να τους διώχνει, αλλά ούτε και αποφοίτους άνευ αντικειμένου ή δικαιωμάτων. Αντιθέτως, η λύση είναι στην στροφή προς την τεχνική εκπαίδευση και στην αναβάθμισή της, η οποία σήμερα φυτοζωεί απαξιωμένη και θεωρείται ρετσινιά. Αυτό, βέβαια, πέρα από την πολιτική βούληση προϋποθέτει την απαλλαγή από την κυρίαρχη σήμερα νοοτροπία. Όταν το παιδί θα αρχίσει να λέει: «μάνα, θα γίνω υδραυλικός», θα έχουμε κάνει σαν κοινωνία ένα μεγάλο βήμα προς την οριστική λύση.
Όλα τα παραπάνω, μπορεί η Σοσιαλδημοκρατία να τα επεξεργασθεί, να εξάγει την πολιτική της πρόταση και ακόμα περισσότερο να τα επικοινωνήσει στο συγκεκριμένο ακροατήριο ή έχει αποκοπεί τελείως;
Σίγουρα όσοι αναφερόμαστε στο χώρο αυτό θα απαντήσουμε ότι «ναι, μπορεί η Σοσιαλδημοκρατία να δώσει λύσει σε αυτό το ζήτημα». Δυστυχώς, όμως, έχει αποκοπεί απ’ αυτό το προνομιακό –όπως θα έπρεπε να είναι- για την ίδια ακροατήριο. Μέχρι ενός σημείου ίσως δικαιολογημένα να υστέρησε, καθώς η πρόοδος και η εξέλιξη απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και απαντήσεις σε όλο και πιο σύνθετα ερωτήματα και νέες προκλήσεις. Αδιαμφισβήτητα, η επιστροφή στο παρελθόν δε συνάδει με την ιδεολογία μας και τα ψήγματα παραδοσιοκρατίας που συχνά εμφανίζονται στους κόλπους της Σοσιαλδημοκρατίας δε βοηθούν στην αναζήτηση λύσεων για τα σύγχρονα προβλήματα.
Αν και σήμερα τα Σοσιαλιστικά ή Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν υιοθετούν ως σύμβολα το σφυρί και το δρεπάνι (που αποτελούν τη μήτρα), στην καρδιά και στο μυαλό τους –ως συλλογικοί διανοούμενοι- έχουν την εντύπωση ότι για τα χέρια που κρατάνε αυτά τα εργαλεία-σύμβολα πρέπει να αγωνιστούν. Σκεφτείτε αυτή την εργασία και το αντίστοιχο εργατικό δυναμικό. Στην εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης (όπου το σφυρί το χτυπάει ένας ρομποτικός βραχίονας και το δρεπάνι έχει αντικατασταθεί από σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα) τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα αλλά και τα τελευταία χρόνια δε θα έχουν καμιά σχέση –σαν μελλοντικοί εργαζόμενοι- με τέτοιου τύπου εργασία. Αν θέλει η Σοσιαλδημοκρατία να γεφυρώσει άμεσα την απόσταση με τους νέους, πρέπει να αντικαταστήσει στην καρδιά και στο μυαλό της το σφυρί και το δρεπάνι, με ένα δίσκο σερβιρίσματος και ένα laptop. Ακόμα, θα πρέπει να υιοθετήσει προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή που αποτελεί το «ασφαλιστικό» του πλανήτη μας. Διότι όσο και να προοδεύσει ή να προνοήσει η σημερινή γενιά που λαμβάνει τις αποφάσεις, θα είναι πάντα η γενιά του λιγνίτη και των ορυκτών καυσίμων.
Αντιθέτως, η νέα γενιά με την εξοικείωση την οποία διαθέτει στις νέες τεχνολογίες, είναι ικανή να εντάξει πιο αποτελεσματικά και δημιουργικά το νέο μοντέλο παραγωγής ενέργειας στην καθημερινότητα.
Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν την αλλαγή φρουράς –ηλικιακή και ιδεών- στα ήδη υπάρχοντα κόμματα, κάτι που έρχεται με ανοιχτές διαδικασίες, γενναιοδωρία στη συμμετοχή και όχι μάχες μηχανισμών. Ακόμα, για να προσελκύσει το συγκεκριμένο ακροατήριο ώστε να επιτευχθεί η ανανέωση, πρέπει να εκπέμπει και το σωστό σήμα, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από καινοτομία, θάρρος και σοβαρότητα! Στο πλαίσιο αυτό, δε μπορεί να συναινεί σε ψευτο-επιδοματικές πολιτικές στους συνταξιούχους όπως με την κάλπικη 13η σύνταξη. Πρέπει να αντιτίθεται στο χαρτζιλίκωμα των άνεργων νέων μέσω των γονιών ή των παππούδων τους.
Η πολιτική όμως και τα κόμματα αποτελούν αντανάκλαση της κοινωνίας, γι’ αυτό χρειάζεται και μια νέα γενιά η οποία θα χαρακτηρίζεται από καινοτομία, θάρρος και σοβαρότητα. Είναι ικανή να διαδραματίσει αυτό το ρόλο ή είναι η γενιά Χ, αμήχανη και πλαδαρή;
Είναι πάντως σίγουρα η γενιά που βιώνει την κυνικότητα της απουσίας ενός μεταφυσικού στόχου, μιας ουτοπίας για την οποία θα αγωνιστεί. Και επειδή κι εγώ ανήκω σ’ αυτή τη γενιά, είμαστε μια γενιά καταδικασμένη να κοιμάται με όνειρα και να ξυπνά με ωμό ρεαλισμό. Επειδή, λοιπόν, ζει την απουσία της ουτοπίας αδυνατεί να σχεδιάσει ένα άλλο πρότυπο οργάνωσης και το δείξει.
Είναι επιφορτισμένη όμως με ένα άλλο καθήκον: Να δημιουργήσει ένα αντιπαράδειγμα απέναντι στις χρεωκοπημένες αντιλήψεις που πολλοί προσπαθούν να διασώσουν.
Για να πετύχει το στόχο της χρειάζεται να τη διαπεράσει μια ευγενική οργή απέναντι σε όσους οικοδομούν την κοινωνία των χαμηλών προσδοκιών και τη θέλουν συμβιβασμένη.
Μπορεί να μην έχει εκφραστεί ακόμα, αλλά ο Άρης Αλεξάνδρου έγραφε ότι: «Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι, έτσι αργούν και οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο». Σκοπός μας το μαχαίρι.
Αυτό είμαι πεπεισμένος ότι θα το καταφέρει η γενιά μου και θα αποδειχθεί καλύτερη και των πατεράδων και των παππούδων της.