Κείμενο του Βασίλη Μάστορη, εκ μέρουςτου τομέα παιδείας της ΔΗΜΑΡ, στη θεματική εκδήλωση για την παιδεία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
___________________
Η ημερίδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για την παιδεία συμπίπτει με μια περίοδο έντονης κινητικότητας στο Υπουργείο Παιδείας. Πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες για την ψήφιση του νόμου για τα στελέχη της εκπαίδευσης, μετά την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, δημοσιεύτηκαν νέες επεξεργασίες για τα προγράμματα σπουδών στην Ιστορία και τα Θρησκευτικά.
Σε μια πρώτη αποτίμηση, αυτό που χαρακτηρίζει τα πολιτικά κείμενα που εκδόθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, είναι η σχεδόν απόλυτη απουσία συνοχής των ασκούμενων πολιτικών, καθώς και γενναίες αντιφάσεις. Έτσι από τη μια μεριά έχουμε το κείμενο της ομάδας Βόγλη για την Ιστορία, οι συντάκτες του οποίου μάλιστα διαμαρτύρονται για την απουσία αξιολόγησης ολόκληρου του εκπαιδευτικού μηχανισμού, προσδιορίζοντας το πρόβλημα με απόλυτη λειτουργική επάρκεια:
«Δεν υφίσταται θεσμός αξιολόγησης … και επομένως δεν υπάρχει μια οργανωμένη βάση αναφοράς για το σχεδιασμό πολιτικών που θα αποσκοπούν στη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου.» (Κατά λέξη αναφορά της σελ. 12 του Σχεδίου Προγράμματος Σπουδών για την Ιστορία). Και εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιοι ήταν αυτοί που ακύρωσαν στην πράξη την πρώτη απόπειρα αξιολόγησης – ενσπείροντας πανικό στην εκπαιδευτική κοινότητα περί αθρόων επικείμενων απολύ-σεων – και στη συνέχεια την ακύρωσαν και νομοθετικά, στερώντας από τις ίδιες τις επιτροπές που διόρισαν, τα στοιχειώδη εργαλεία που απαιτούνται για το σχεδιασμό εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ξεκινώντας με ένα στοιχείο κριτικής, θα σας παρακαλούσα να μην θεωρήσετε ότι σκοπεύω να αναλώσω την εισήγησή μου σε εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση στην πολιτική της κυβέρνησης. Αυτός είναι δρόμος εύκολος και περπατημένος και η πρόσφατη εμπειρία της κοινωνίας μας δείχνει ότι μάλλον δεν οδηγεί πουθενά. Το κείμενο λοιπόν της ομάδας Βόγλη είναι ένα σύγχρονο κείμενο, με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό και πραγματικό ενδιαφέρον για την εκπαίδευση. Η κριτική την οποία ασκεί στο υπάρχον σύστημα των ιστορικών κύκλων δεν οδηγείται στις συνηθισμένες από τον ΣΥΡΙΖΑ ακρότητες – αν όχι ωμότητες – αλλά ανατέμνει με μετριοπάθεια το υπάρχον σύστημα και εισηγείται προτάσεις με τις οποίες, μπορεί μεν να διαφωνεί κανείς, έχει όμως την αίσθηση ότι με τους ανθρώπους που το συνέταξαν μπορεί να προχωρήσει σε γόνιμο διάλογο και να καταλήξει σε συναινέσεις. Έτσι, ενώ προβάλλεται η νεοτερική εμμονή σε εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας, αναγνωρίζεται παράλληλα ότι ο μαθητής πρέπει να εφοδιαστεί με ένα πλέγμα ιστορικών εννοιών, οι οποίες βέβαια μόνο μέσα από τη χρήση εγχειριδίων μπορεί να επιτευχθεί. Η πρότασή τους είναι, επί του πρακτέου, δύο ώρες εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας και μία ώρα εγχειρίδιο. Η προσωπική μου άποψη είναι μάλλον η διαμετρική της δικής τους, αισθάνεται όμως κανείς ότι υπάρχει έδαφος συναίνεσης και συνεννόησης. Κάποια κλαδιά του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να ωριμάζουν.
Και ενώ αισθάνεται κανείς μια πρώτη ανακούφιση διαβλέποντας κάποιες χαραμάδες οργάνωσης και συνεκτικότητας, εμφανίστηκε ο νόμος για την οργάνωση της διοίκησης της εκπαίδευσης, για να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ το βαθύ συνδικαλιστικό του πρόσωπο. Ο ίδιος ο υπουργός αναγνώρισε μια πραγματικότητα, τη γήρανση των συλλόγων διδασκόντων λόγω της ουσιαστικής ακύρωσης των προσλήψεων ελέω μνημονίων. Η αίσθηση που άφηνε αυτό το νομοσχέδιο στην αρχική του μορφή ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνειδητά αποφασισμένος – ίσως μάλιστα στο μέλλον να το προτείνει ως υπόδειγμα διακυβέρνησης – να οργανώσει τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας διοίκησης επί ενός μοντέλου ερασιτεχνισμού. Με το νόμο Διαμαντοπούλου, το σύστημα διοίκησης της προπανεπιστημιακής εκπαίδευσης εκδήλωσε κάποια πρώτα σημάδια ωριμότητας και ευρωπαϊκού προσανατολισμού, όσον αφορά τουλάχιστον το μείγμα εμπειρίας και προσόντων στην επιλογή των στελεχών.
Με το νόμο Κουράκη Μπαλτά όλο το σύστημα ανατρέπεται, όπως ακριβώς συνέβη και με την αξιολόγηση, και επιχειρείται ένα, αναγνωρισμένο από τους ίδιους τους εμπνευστές του, πειραματικό δημοκρατικό – λαϊκιστικό άλμα στηριγμένο σε συνδικαλιστικά πόδια Μετά την ακύρωση του Νόμου Κουράκη Μπαλτά από το ΣτΕ, η κυβέρνηση επανέρχεται με νέο νόμο διαπνεόμενο από κομματικό πατριωτισμό, μια προσπάθεια δηλ. δικαίωσης των επιλογών Μπαλτά. Το νομοσχέδιο ήταν σχεδιασμένο προδήλως από τους συνδικαλιστές εκείνους του ΣΥΡΙΖΑ που, όσο η παρούσα κυβέρνηση πλησίαζε την εξουσία, ανακάλυψαν και το αριστερό τους πόδι.
Στόχευση του αρχικού σχεδίου ήταν να ανατεθεί η διοίκηση των σχολείων σε παρωχημένης ηλικίας συνδικαλιστές, με το ένα πόδι στη σύνταξη και το άλλο με ρευματικά. Ομολογουμένως πράξη υψηλής φιλανθρωπίας να ανατεθούν οι διοικήσεις σε ανθρώπους λίγο πριν τη δύση της καριέρας τους. Και, ενώ οι ίδιες οι ομάδες επεξεργασίας που είχε συγκροτήσει η κυβέρνηση, όπως η προαναφερθείσα ομάδα Βόγλη, αγωνιούσαν για μια σύγχρονη εκπαίδευση με την υιοθέτηση νέων πρωτοποριακών μεθόδων διδασκαλίας, η αρχική μορφή του νομοσχεδίου καταδίκαζε την εκπαίδευση σε παρατεταμένο λήθαργο, παραδίδοντας τη διοίκηση σε ανθρώπους βιολογικά κουρασμένους που θα αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στην πίεση των επερχόμενων μεταρρυθμίσεων.
Την παρτίδα έσωσε κυριολεκτικά η παρέμβαση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Με τρεις στοχευμένες προτάσεις μείωσε τα όρια ηλικίας και αναγνωρίστηκαν τα προσόντα και η εμπειρία σχετικά νέων ανθρώπων που εργάζονται στην αιχμή του δόρατος της μοντέρνας εκπαίδευσης, όπως είναι τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, οι απενεργοποιημένες πλέον βιβλιοθήκες και οι συμβουλευτικοί θεσμοί. Η προγραμματική αντιπολίτευση κυριολεκτικά έσωσε την εκπαιδευτική κοινότητα και τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, απαγκιστρώνοντας την ίδια την κυβέρνηση από τα νύχια των συνδικαλιστών της. Το τελικό κείμενο του νόμου είναι πολύ πιο κοντά στο νόμο Διαμαντοπούλου, απ’ όσο θα μπορούσε να πιστέψει ο κάθε καλοπροαίρετος οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα στοιχεία πρωτογονισμού που παραμένουν. Για παράδειγμα μοριοδότηση του πρώτου επιπέδου των ΤΠΕ, όχι όμως του δεύτερου. Όπως όμως το διατύπωσε η ομάδα Βόγλη, στην ελληνική εκπαίδευση αξιολογούνται μόνο οι μαθητές.
Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας. Τι θα συνέβαινε αν στυλώναμε τα πόδια σα Δημοκρατική Συμπαράταξη και, αντί για δημιουργικές προτάσεις απεμπλοκής, που έβγαλαν πραγματικά την ίδια την κυβέρνηση από τα δικά της αδιέξοδα, καταγγέλλαμε το νόμο ως απαράδεκτο και ζητούσαμε εκλογές; Απλά θα καταδικάζαμε την εκπαίδευση σε τριετή χειμερία νάρκη. Ποιο είναι όμως το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα αυτή τη στιγμή, να αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ ή να κυβερνηθεί η χώρα;
Ίσως να αφιέρωσα μεγάλο μέρος του χρόνου που μας διατίθεται στην κριτική των επιλογών της κυβέρνησης αντί στη διατύπωση των δικών μας προτάσεων.
Η κριτική όμως αυτή έχει την αξία της, αφού στους επερχόμενους εκπαιδευτικούς σχεδιασμούς για τα Λύκεια, Γενικά ή Επαγγελματικά, μεγαλύτερη σημασία έχει η αξιοπιστία στην εφαρμογή των πολιτικών από τα ίδια ίσως τα μέτρα. Τα τελευταία 35 περίπου χρόνια το Λύκειο, κυρίως το Γενικό, έχει μεταβληθεί βαθμιαία σε προθάλαμο της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Έχει εφαρμοστεί όλα αυτά τα χρόνια σε διάφορες παραλλαγές το σύστημα των Πανελλαδικών που, είναι μεν αξιόπιστο, αλλά παρωχημένο. Η ουσιαστική λειτουργία του Λυκείου έχει συρρικνωθεί στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ακυρώνοντας στην πράξη την παροχή γενικής παιδείας, τον ουσιαστικό δηλαδή προορισμό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η λύση έχει βρεθεί και είναι αποδεκτή από όλες σχεδόν τις πλευρές. Είναι το Εθνικό Απολυτήριο, το οποίο θα παρέχει στους αποφοίτους του Λυκείου μας μια διαβαθμισμένη πιστοποίηση γνωστικής επάρκειας, που θα τους επιτρέπει να εγγραφούν στην πανεπιστημιακή σχολή της προτίμησής τους με βάση κριτήρια που θα θέτουν τα ίδια τα πανεπιστήμια. Θα προηγούνται βέβαια εξετάσεις σε πανελλήνιο επίπεδο, αφού η αυτονομία των σχο-λικών μονάδων για την οποία εργαζόμαστε προοπτικά, δεν είναι προς το παρόν εφι-κτή, στο βαθμό που θα επιθυμούσαμε. Εφοδιασμένος ο μαθητής με το Εθνικό Απολυτήριο θα έχει πρόσβαση όχι μόνο στα ελληνικά Ιδρύματα αλλά στα Ιδρύματα ολόκληρης της Ευρώπης.
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο εγείρεται το μείζον ζήτημα της αξιοπιστίας ως προς την εφαρμογή του θεσμού του Εθνικού Απολυτηρίου. Η ελληνική εκπαίδευση έχασε δύο χρόνια με τους δεδηλωμένα πειραματικούς ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης. Τόσο η ίδια η κυβέρνηση όσο και τα επιτελεία της βλέπουν όπως είδαμε καθαρά ότι είναι υποχρεωμένοι να επιστρέψουν στους θεσμούς αξιολόγησης που εγκατέλειψαν, αφού πρώτα τους πολέμησαν με πείσμα. Ο χρόνος όμως που κερδίζουν από το πολιτικό κόστος των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων είναι χρόνος εις βά-ρος της παιδείας. Φανταστείτε τώρα, αν επανέλθουν με την ίδια λογική των συνδικαλιστών τους τι Εθνικό Απολυτήριο θα σχεδιάσουν. Μπορεί η ρητορική εναντίον της αριστείας να έχει υποχωρήσει, όλοι όμως φοβόμαστε ότι κάπου καιροφυλακτεί.
Αν ο ερασιτεχνικός σχεδιασμός επεκταθεί και στο Εθνικό Απολυτήριο, αυτό που θα κατάφέρουμε ως εκπαιδευτική κοινότητα θα είναι να αντικαταστήσουμε ένα σύστημα αξιόπιστο αλλά παρωχημένο με ένα σύστημα περιορισμένης αξιοπιστίας. Αυτό απλά θα σημαίνει ότι τα απολυτήρια που θα εκδίδουν τα Λύκεια μας θα ισχύουν μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Φανταστείτε τι πλήγμα για τη νέα γενιά, να τους παρέχουμε λυκειακούς τίτλους περιορισμένης ανταπόκρισης. Το ζήτημα είναι κρίσιμο γιατί το διακύβευμα είναι η αξιοπιστία της νέας γενιάς. Και αυτό που εμείς επιδιώκουμε είναι να εξακολουθήσουμε να είμαστε – πέρα από κάθε κόστος – η παράταξη της αξιοπιστίας τη χώρας και των νέων της ανθρώπων.