Η διαμάχη που έχει προκύψει τις τελευταίες μέρες με το ζήτημα του συνεδρίου για τα εγκλήματα του κομμουνιστικού καθεστώτος που διοργάνωσε η Εσθονική Προεδρεία της Ε.Ε. αναδεικνύει μια οσμή πολιτικής ναφθαλίνης στην πολιτική μας ζωή όπου συναγωνίζονται νεοσυντηρητικοί κύκλοι από το χώρο της δεξιάς, έχοντας ανοίξει το μπαούλο με τις συνήθειες του μακαρθισμού ξεχασμένες από τη δεκαετία του ‘50 και από την άλλη με το πολιτικό τσίρκο του ΣΥΡΙΖΑ που έχει συνδεθεί κατά τα άλλα με τα πιο σκληρά μέτρα από το ξέσπασμα της κρίσης, καίτοι παρέλαβε τη χώρα με ανάπτυξη και πλεονάσματα, συγκυβερνώντας με τους αντησημίτες, ισλαμοφοβικούς, ομοφοβικούς ακροδεξιούς ΑΝΕΛ των Καμμένων (Υπουργού Αμύνης και Αντιπρέδρου της Βουλής) και φυσικά που ούτε δίστασε να συμμαχήσει με τους Ναζί της Χρυσής Αυγής, για να ψηφιστεί η διεξαγωγή δημοψηφίσματος και να στηριχτεί το ατελέσφορο ΟΧΙ του καλοκαιριού του 2015.

Ένα σοβαρό σφάλμα που κάνουμε, αφού έχουμε βαλθεί να κάνουμε πολιτική ιστορία γαρνιρισμένη με την σπέκουλα που προτιμά ο καθένας, είναι ότι εξετάζουμε κάθε ιδεολογικό ή πολιτικό ρεύμα υπό το πρίσμα των σημερινών αντιλήψεων, των σημερινών δεδομένων, των σημερινών αναφορών και κατακτήσεων. Το να καταδικάζει κανείς τη βία δε σημαίνει ότι δεν είναι δημοκράτης και υποστηρικτής του κοινοβουλευτισμού, διότι επειδή αυτά για να επικρατήσουν στην Ευρώπη χρειάστηκαν επαναστάσεις, πόλεμοι και πάρα πολλά κεφάλια (σκέτα) βασιλέων, αριστοκρατών και κληρικών. Δε σημαίνει ότι η νεκροί Άγγλοι κατά τον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, οι αμέτρητοι που πέθαναν από τη γκιλοτίνα για μακρό διάστημα μετά τη γαλλική επανάσταση, αλλά ακόμη και ο ίδιος ο Άγγλος Βασιλιάς Κάρολος Α΄ που απαγχονίστηκε από επαναστάτες κατόπιν εμφυλίων πολέμων μεταξύ υποστηρικτών του και κοινοβουλευτικών δυνάμεων και γενικά όλα αυτά τα γεγονότα – παρά την υπέρμετρη βία – σε εποχές που ξεσπούσαν τα διδάγματα του Διαφωτισμού δεν αποτελούν σταθερά βήματα της δυτικής κοινωνίας προς την σύγχρονη Δημοκρατία, τη διάκριση των εξουσιών και το κοσμικό κράτος. Θα ήταν ατόπημα τα παραπάνω να θεωρηθούν ιστορικές στιγμές μιας σειράς γεγονότων με πρωταγωνιστές αιμοσταγείς πολεμόχαρους που ήθελαν να γίνουν ηγεμόνες, αρχηγοί, εξουσιαστές αν και φυσικά υπήρχαν τέτοιοι ουκ ολίγοι.

Θα ήταν ατόπημα η Ελληνική Επανάσταση που παρά το ότι είχε και χαρακτηριστικά άτακτης εξέγερσης, εξόντωση αμάχων (Μουσουλμάνων και Εβραίων της Στερεάς και της Πελοποννήσου) και μακρές εμφύλιες συγκρούσεις για τη νομή της εξουσίας με όρους σφετερισμού, αλλά ακόμη ληστείας ή πειρατείας, να μη θεωρείται ορόσημο για τη νεοελληνική εθνική ταυτότητα διότι δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία – έστω και υπό το καθεστώς των προστάτιδων δυνάμεων – ανεξάρτητο ενιαίο ελληνικό κράτος και πλέον θα ακολουθούσε με την όποια καθυστέρηση την ευρωπαϊκή, οικονομική και πολιτική πρόοδο, και να αγνοείται ότι παρήγαγε συνταγματικά κείμενα ιδιαίτερα προωθημένα, αλλά και νεοτερικούς θεσμούς που ξένιζαν – και ξενίζουν ακόμα (;) – πολλούς Έλληνες, ενώ πολλοί πρωταγωνιστές της εποχής θα προτιμούσαν αυτόνομα πασαλίκα που θα διοικούσαν και θα νέμονταν οι ίδιοι τους φόρους, με όρους οθωμανικής πραγματικότητας. Θα ήταν ακόμη ατόπημα σήμερα, αφήνοντας κατά μέρος συναισθηματισμούς και με την απόσταση του χρόνου αν ταυτίζαμε τους θεωρητικούς ναζιστές στην Ελλάδα της Κατοχής μέλη των κυβερνήσεων του Τσολάκογλου και του οπαδού του Χίτλερ Λογοθετόπουλου, ή την ΕΣΠΟ του Στεροδήμου, με αστικές δυνάμεις πολιτικές και μη που, ενώ είχε από το 1943 κριθεί η ήττα του Άξονα και ήδη είχε ξεκινήσει η εμφύλια σύγκρουση και δυστυχώς δεν αποσοβηθεί η ολοκλήρωσή της, πήραν θέση – συνεργαζόμενοι περιστασιακά προς το τέλος της Κατοχής με τον κατακτητή που σύντομα θα αποχωρούσε – στο να προετοιμάσουν ένα από τα τότε δύο στρατόπεδα του μετέπειτα ψυχρού πολέμου δηλαδή με αυτούς που ήθελαν την Ελλάδα Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και δικαίως διότι τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους – και αυτό αποδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις – ήθελαν μια κοινοβουλευτική δημοκρατία – πολλοί εξ αυτών δε και αβασίλευτη – και ουδόλως το φασιστικό υβρίδιο του κράτους που διαμορφώθηκε και οδήγησε λίγα χρόνια μετά σε πολιτική κρίση και δικτατορία. Ήταν αυτοί που αντιπαρατέθηκαν με αυτούς που ήθελαν – και επίσης δικαίως διότι ούτε για γκούλαγκ, ούτε για εκκαθαρίσεις γνώριζαν – την Ελλάδα κοντά στη σφαίρα επιρροής της μεγάλης αντιπάλου του Ναζισμού, τη Σοβιετική Ένωση, που για μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού αποτελούσε τη μεγάλη ελπίδα για την πρόοδο της ανθρωπότητας.

Φιλελευθερισμός και Σοσιαλισμός αποτελούν κατά σειρά τα δύο παιδιά του Διαφωτισμού και συμπυκνώνουν το ιδεολογικό πλαίσιο του κόσμου που ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ίσος με τους συνανθρώπους του, ορίζει τον εαυτό του και δικαιούται να αναζητά την ευτυχία και την πρόοδο ανεξάρτητα από το τι ορίζουν παραδόσεις και θρησκείες.

Ο Σοσιαλισμός ως ενιαίο ρεύμα από το 19ο αιώνα και την κορύφωση της πρώτης φάσης της βιομηχανικής επανάστασης μίλησε για την ανάγκη αντιμετώπισης των αδικιών, για την εκμετάλλευση των αδύναμων, την ανάγκη για τη συγκρότηση κοινωνικού κράτους πάντα ως ιδεολογικό ρεύμα μέσα στην οικογένεια του Διαφωτισμού και του πολιτικού Φιλελευθερισμού που γκρέμισαν φεουδαρχικές αρχές, ξεπερασμένες βασιλικές δεσποτείες και κοσμική εξουσία του κλήρου. Ακόμη και όταν το κομμουνιστικό ρεύμα διασπάστηκε και αυτονομήθηκε – τουλάχιστον στην Ευρώπη – αυτοοριζόταν ως μια μετέπειτα εξέλιξη της κοινωνίας μετά τον καπιταλισμό, πολεμώντας το φασισμό και το ναζισμό κατά το μεσοπόλεμο με τη συγκρότηση των λαϊκών μετώπων και την αντίσταση κατά την περίοδο της κυριαρχίας της Ευρώπης από τις δυνάμεις του Άξονα.

Αντίθετα ο Φασισμός και ιδιαίτερα ο Ναζισμός παρά τη διαδεδομένη παρουσία δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη του μεσοπολέμου (Ισπανία, Ελλάδα, Νορβηγία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία κ.α.) που είχαν κλειστό οικονομικό και πολιτικό χαρακτήρα αποτελούν – αντίστοιχα με το κυνήγι μαγισσών κατά το 17ου καιτοι η Ευρώπη ξυπνούσε μετά το μεσαίωνα – την πλέον εχθρική στην ανθρωπότητα, την ελευθερία και την κοινωνική πρόοδο θεωρία, που ολοκληρώθηκε με την ανείπωτη τραγωδία και ντροπή του ανθρώπινου πολιτισμού, το Ολοκαύτωμα, την πιο θηριώδη ιδεολογία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, που διαχωρίζει τους ανθρώπους με βάση το χρώμα, τη θρησκεία ή την καταγωγή.

Για τούτο είναι και αβαθής η σύγκριση των θυμάτων του ναζισμού στην Ευρώπη και των θυμάτων – ναι πολύ περισσότερων – των κομμουνιστικών καθεστώτων στη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Η πολιτική – και οικονομική ιστορία – της Ρωσίας το 1917 και της Κίνας το 1947 ήταν ίσως πίσω από τη Βρετανία του Κρόμγουελ και τη Γαλλία του Ροβεσπιέρου (επίσης “σφαγέων”) και για τούτο ενδεχομένως ένα κομμουνιστικό πείραμα δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε τόσο καθυστερημένες χώρες. Αυτό όμως το ξέρουμε σήμερα, που ξέρουμε ότι η ταινία δεν είχε happy end! Δεν γνώριζαν πάρα πολλοί αντιφασίστες και δημοκράτες τη δεκαετία του ‘50 ότι λ.χ. ο καπιταλισμός εκτός από φασισμό κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να αναπτύξει επίσης ισχυρές δημοκρατίες, κοινωνικό κράτος, πλούτο, δικαιώματα, πρόοδο και αισίως σήμερα να διανύουμε την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Μάλλον το αντίθετο – και ίσως δικαιολογημένα – οι άνθρωποι που ζούσαν μια ζοφερή πραγματικότητα απάνθρωπης εκμετάλλευσης έβλεπαν στις κομμουνιστικές ιδέες το αύριο για μια καλύτερη κοινωνία. Για αυτό το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα πολέμησε το φασισμό πλάι πλάι με τους υπόλοιπους δημοκράτες θεωρώντας το γλίστρημα στο φασισμό ένα πισωγύρισμα στο μεσαίωνα, όπως και ήταν το φάντασμα του Άξονα που σκέπαζε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Για αυτό και μεταπολεμικά με ελάχιστες εξαιρέσεις μπόλιασε λειτουργώντας συμπληρωματικά αλλά και στηρίζοντας – ξανά – την οικογένεια των ευρωπαϊκών δημοκρατικών, σοσιαλιστικών, εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, αναγνωρίζοντας πρώτα και κύρια την ολοκληρωτική στροφή της Σοβιετικής Ένωσης την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη φτώχεια, τη στρατοκρατία που γίνονταν ολοένα και πιο γνωστά. Για αυτό επίσης είναι απαραίτητη και αναγκαία η καταδίκη όλων των ολοκληρωτισμών, γιατί σήμερα σε αντίθεση με άλλοτε ξέρουμε.

Για αυτό είναι αστεία – αν όχι γελοία – η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικά “νάνων” επιγόνων του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή που ενέταξε τη χώρα στο πιο προοδευτικό δημοκρατικό πείραμα της ανθρωπότητας, την Ενωμένη Ευρώπη και νομιμοποίησε τη λειτουργία του ΚΚΕ, με την ΣΥΡΙΖΑΝΕΛίστικη “Αριστερά” που με το Χαρίλαο Φλωράκη και το Λεωνίδα Κύρκο έχει σχέση όσο ο Αλέξης Τσίπρας, οι δύο Καμμένοι, η Θεοδώρα Τζάκρη, ο Παναγιώτης Κουρουπλής και Χρήστος Σπίρτζης με τσίπα, αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και αγάπη για το λαό και την Πατρίδα. Ας σταματήσουν. Ο εμφύλιος παρήλθε, όπως παρήλθε και η πρόσφατη εποχή των αντιμνημονιακών τους τσαντιριών με Ζάππεια, Θεσσαλονίκες, Μπαλτάκους και Καμμένους.

-Ο Βαγγέλης Μυτιληναίος είναι μέλος της ΔΗΜΑΡ και του τομέα Νέας Γενιάς της Δημοκρατικής Συμπαράταξης

Σχόλια